![alt](/images/stories/2018_ALL/10-OKTOVRIS/prodimosieusi-xatzimohsiadis.jpg)
Προδημοσίευση από τη συλλογή πεζών του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» που θα κυκλοφορήσει στις 20 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Γράφω
Γράφω πάει νὰ πεῖ ἐκτίθεμαι. Ἐκτίθεμαι πάει νὰ πεῖ περιφέρομαι. Περιφέρομαι πάει νὰ πεῖ τριγυρνάω. Τριγυρνάω πάει νὰ πεῖ ἀλητεύω. Ἐν ὀλίγοις καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ πολυβασανίζω, γράφω πάει νὰ πεῖ ἀλητεύω. Κατὰ προτίμηση τὶς νύχτες.
Γράφω πάει νὰ πεῖ ἐκτίθεμαι. Ἐκτίθεμαι πάει νὰ πεῖ περιφέρομαι. Περιφέρομαι πάει νὰ πεῖ τριγυρνάω. Τριγυρνάω πάει νὰ πεῖ ἀλητεύω. Ἐν ὀλίγοις καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ πολυβασανίζω, γράφω πάει νὰ πεῖ ἀλητεύω. Κατὰ προτίμηση τὶς νύχτες. ῞Οταν γδύνω τὶς ἀναμνήσεις. Βγάζω ἀπὸ τὴν ντουλάπα μου τοὺς σκελετοὺς καὶ ἀσελγῶ στὰ πιὸ ἀγαπημένα πτώματά μου. ῍Η τριγυρνάω πένητας στοὺς δρόμους καὶ περιφέρομαι μαζὶ μ’ ἐμένα. ῍Η παρέα μὲ τὸν Βασίλη, τὸν Γιῶργο, τὴν Ἑλένη, τὴ Γεωργία, τὸν Ἀβράμη,καὶ κυρίως τὴ βαριὰ γριὰ ἀρκούδα μου. Μὲ τὶς ἁλυσίδες, τὰ λουριὰ καὶ τὸν χαλκὰ στὴ μύτη. ᾽Απ’ ὅπου μὲ σέρνει βίαια μέχρι τὸ ξημέρωμα ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο. Πρωὶ πρωὶ ἀλλάζω πουκάμισο, στρώνω χωρίστρα καὶ πάω γραμμὴ γιὰ τὴ δουλειά μου.
Κάποια ἑκατοστὰ ὑπόθεση
Ὅλα γινόντουσαν γρήγορα. Πολὺ γρήγορα. Πιὸ γρήγορα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἀπορημένο ἀνοιγόκλειμα τῶν βλεφάρων του τὴ στιγμὴ ποὺ ἔνιωθε τὶς σφαῖρες τοῦ πολυβόλου πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀνατριχιαστικὸ σφύριγμα τοῦ θανάτου. Ἑνὸς σίγουρου θανάτου, ποὺ ἐφορμοῦσε κατὰ μέτωπο, ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμή, ἴσως ἀπὸ κακὸ σημάδι ἢ ἀπὸ ἠθελημένη ἀβλεψία, σὰν νὰ ἄλλαζε γνώμη, γιὰ νὰ περάσει κάποια ἑκατοστὰ ξώφαλτσα πάνω ἀπ’ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του. Ἂς σημειωθεῖ μόνο ὅτι ἡ συγκεκριμένη κεφαλὴ ἦταν ἀρκετὰ χαμηλότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ποὺ παρατάχτηκαν στὴν ἴδια σειρά, ἀφοῦ ὁ δεκαπεντάχρονος Γιαννάκης εἶχε λάβει δικαίως τὸ παρανόμι «Στούπας». Καὶ αὐτός, ὁ Γιαννάκης ὁ Στούπας, ποὺ πάσχιζε μέσα ἀπὸ τὴν κομματικὴ δουλειά του νὰ κερδίσει σὲ ὑπόληψη τὸ μπόι ποὺ τοῦ ἔλειπε, δὲν ἔπαυε νὰ παραπονιέται στὴ μάνα του ὅτι, ἔτσι ὅπως ἦταν στούπας, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε ἕνα κορίτσι νὰ τὸν ἀγαπήσει. Καὶ νά ποὺ τούτη ἡ φυσικὴ ἔλλειψη, ποὺ τόσο πολὺ πλήγωνε τὴν ἀγορίστική του αὐτοπεποίθηση, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδειχτεῖ σωτήρια τὴν κρίσιμη μέρα ποὺ τὸν ἔστησαν οἱ Γερμανοὶ στὸν τοῖχο. Τὸ μόνο ποὺ χρειαζόταν ἦταν νὰ πέσει ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, νὰ πασαλειφτεῖ μὲ τὰ αἵματά τους καὶ νὰ κάνει τὸν σκοτωμένο. Ἀλλά, ἔτσι ὅπως τοὺς ἔβλεπε νὰ σωριάζονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο χωρὶς νὰ ἔρχεται ἡ δική του ἡ σειρὰ καὶ μὲ τὶς σφαῖρες νὰ σφυρίζουν ἀκόμη πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του, ἔνιωσε μιὰ ἀφόρητη ἀδικία καὶμιὰ τρομακτικὴ μοναξιά. Καὶ γρήγορα, πολὺ γρήγορα, ἄφησε τὶς ἀπορίες κατὰ μέρος. Οὔτε ποὺ σκέφτηκε δεύτερη φορὰ τὰ πασαλείμματα. Λιγάκι μόνο σηκώθηκε στὶς μύτεςτῶν ποδιῶν του. Ἔνιωσε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ψηλώνει. Καὶ ὁ Γιαννάκης ὁ Στούπας, τὸ ἀξιότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ἀετόπουλα τοῦ νησιοῦ του, ἔπαψε μιὰ καὶ καλὴ νὰ εἶναι στούπας.
The sound of silence
Μιὰ ἡ σιωπή, λογιῶν λογιῶν οἱ σιωπές της. Ποὺ ἁπλῶς σιγοῦν ἢ μουρμουρίζουν ἢ ἀποροῦν ἢ θρηνοῦν ἢ τιμωροῦν ἢ μετανοοῦν ἢ βοοῦν. Ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποιες ἄλλες ἀταξινόμητες, ἀνένταχτες κι ἐντελῶς ἰδιωτικές. Λέω γιὰ τὴ θεία μου·ὅλο τὸ βράδυ στὸ ἀναποδογυρισμένο αὐτοκίνητο μὲ τὸ τρίχρονο παιδί της. Ἔλεγε κι ἔλεγε νὰ τὸ κρατήσει ξύπνιο μέχρι νὰ ἔρθουν νὰ τοὺς σώσουν. Χειμώνας καιρός. Τὸ νερὸ στὸ κανάλι παγωμένο. Μεῖον ἕξι. Κι ὅταν πιὰ ἔκλεισε τὰ μάτια τὸ παιδί, σώπασε γιὰ πάντα ἡ θεία μου. ῎Οχι ἀπὸ βουβὸ θρῆνο. ῎Αλλη ἦταν ἡ δική της ἡ σιωπὴ νομίζω. Σὰν νὰ κρατοῦσε ἡσυχία, μὴν τύχει καὶ ταράξει τὸν ὕπνο τοῦ παιδιοῦ της.
Σκοτωμένες μύγες
Θυμᾶμαι τὴ μάνα μου κάτι ἀπογεύματα τοῦ Σεπτέμβρη.Δίχως τσάπα ἢ μάζεμα καπνοῦ ἢ συλλογὴ βάμβακος καὶ βιομηχανικῆς ντομάτας. Καθόταν στὸ ὑπόστεγο τοῦ σπιτιοῦ. Συνήθως σιωπηλὴ ἢ τὸ πολὺ πολὺ μὲ κάτι σκόρπια σχόλια γιὰ τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆτα ἢ τὸν δείνα. Πάντα μὲ μιὰ μυγοσκοτώστρα στὸ χέρι. Ὁ ἕνας χωρίζει –μπράφ. Ἡ ἄλλη φεύγει ἀπ’ τὸ χωριό –μπράφ. Ὁ τρίτος ἔφαγε ὅλα τὰ λεφτά του στὸ καζίνο –μπράφ. Ἕνα ὁλόκληρο νεκροταφεῖο ἀπὸ μύγες τὸ τραπέζι. Σὰν νὰ μὴν ἦταν μύγες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἄνοιξης καὶ τοῦ καλοκαιριοῦ. Μὲ τὶς τσάπες, τὸ μάζεμα τοῦ καπνοῦ, τὴ συλλογὴ βάμβακος καὶ βιομηχανικῆς ντομάτας. Καὶ ἔτσι ὅπως τὴ βλέπω τώρα στὰ πολὺ στερνά της, πατημένα πιὰ τὰ ὀγδόντα, ἀλλὰ πάνταμὲ τὴν ἴδια μυγοσκοτώστρα στὸ χέρι χειμώνα καλοκαίρι, ἀναρωτιέμαι πόσα ὑπόλοιπα ζωῆς τῆς μένουν ἀκόμη νὰ σκοτώσει.
Ἄχνη
Πασπαλίζαμε μὲ ζάχαρη τὸ ψωμί. Ἕνα ὁλόκληρο δάχτυλο. Μετὰ βρέχαμε τὴ ζάχαρη, παίρναμε τὸ ψωμὶ στὸ χέρι καὶ τρέχαμε ἔξω. Μεγάλωσα μὲ ζάχαρη στὸ ψωμὶ καὶ τέτοια τρεχαλητά. Γιὰ μπάλα, κρυφτὸ στὴν πλατεία, κεραμιδάκια καὶ ἀγαλματάκια ἀκούνητα. Ὡραῖα χρόνια, ἀθῶα. Δίχως ἔγνοιες, φαγωμάρες καὶ ἀπληστίες. Κάπως ἔτσι μοῦ ἀρέσει νὰ τὰ θυμᾶμαι τώρα. Ἔστω καὶ ἂν κατὰ βάθος ξέρω ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικὸ ἀπὸ τὴ νοσταλγία, ποὺ ὅλα τὰ στρογγυλεύει καὶ ὅλα τὰ δικαιώνει καὶ ὅλα τὰ γλυκαίνει. Γιὰ παράδειγμα, τὸ ψωμὶ μὲ ζάχαρη ποτὲ δὲν μοῦ ἄρεσε ἐμένα.