Προδημοσίευση δύο ιστοριών από τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κλιμάκιο στωικῶν
Μοῦ εἶπε ὁ Μανώλης γιὰ τότε ποὺ πῆγε κυνήγι μὲ τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὸν δικό μου. Ξέρω τὸ μέρος, πέρδικα βουνίσια ἔχει ἐκεῖ, πῆγα κι ἐγὼ κάποτε μὲ τὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοὺς βλέπω ν’ ἀφήνουνε τὸ ἁμάξι, ὁ πατέρας κατευθύνεται πρὸς τὸ πορτμπαγκάζ, σήμαντρο τῆς ἀνυπομονησίας τῆς σκύλας. Τρέχει πέρα δῶθε τὸ σκυλί, κι ὁ πατέρας, ἄλλοτε γλυκά, ἄλλοτε ἄγρια, νὰ τοῦ φωνάζει, ἅμα ἀπομακρύνεται πολύ, μπερδεύοντας τὸ κυνήγι μὲ τὴ βόλτα. Ὥσπου φέρμαρε. Καὶ σήκωσε ἕνα μικρὸ κοπάδι πέρδικες, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τράβηξε πρῶτα κατὰ τὴν κορφὴ τοῦ πετρόβουνου, χύθηκε κάτω ἔπειτα καὶ κλάρωσε στὸ δάσος − φούντωνε σὰν ἐφήβαιο αὐτὸ μὲς στὴ χαράδρα. Ὅταν ἔμπαιναν στὸ δάσος, κρότοι ξεροί, σὰν ξύλα κάποιος νὰ ἔσκιζε στὸν οὐρανό, ἀντηχοῦσαν, ἔπιανε δουλειὰ μὲς στὰ κλαριὰ τὸ σαράκι τοῦ ἥλιου. Τὸ σκυλί, τρελαμένο ἀπ’ τὶς μυρωδιές, ὅλο ξέκοβε, κι ὁ πατέρας τὸ ἀπειλοῦσε, φοβούμενος τῶν ἀγριμιῶν τὰ δόντια. Πρώτη φορὰ κι αὐτοὶ κι αὐτὸ ἐκεῖ μέσα. Γύριζαν ὥρα, οἱ πέρδικες ἄφαντες, χάθηκαν κι αὐτοί.
Πηγαίνοντας στὰ τυφλὰ βγῆκαν σὲ ξέφωτο. Ἐκεῖ εἶδαν ἀνθρώπους καθισμένους ἀνακούρκουδα νὰ τρῶνε κι ἀναθάρρησαν. Ὅταν τοὺς πλησίασαν καὶ εἶδαν τί φοροῦσαν (κάτι φόρμες στὸ πράσινο τοῦ πεύκου), κατάλαβαν πὼς ἦταν κλιμάκιο τῆς ΔΕΗ. Εἶχαν ὅλοι ἀγριόφατσες καὶ γένια ἀρειμάνια. Καταβρόχθιζαν κοτόπουλα. «Ἔ, πατριῶτες, πῶς πάει;» μίλησε πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ Μανώλη. Κι ἀπευθυνόμενος σ’ ἕναν ἀναμαλλιάρη, ποὺ ξεψάχνιζε −ρουφώντας ἠχηρά− ἕνα κόκαλο, καὶ τοὺς κοίταζε λὲς καὶ τοὺς λιμπιζόταν κι αὐτούς, ρώτησε: «Μήπως ξέρετε κατὰ ποῦ πέφτει ἡ Σλίμνιτσα;». Τσιμουδιά. Ἕνα στόμα, πολλὰ στόματα, σὰν φαράσια φαρδιά, συνέχιζαν νὰ κατασπαράζουν. Ἄρχισαν νὰ ξεμακραίνουν, ρίχνοντας ματιὲς ἀνήσυχες πίσω τους. Πέρασε ὥρα μέχρι νὰ προσανατολιστοῦν καὶ τότε ξέσπασε ὁ πατέρας τοῦ Μανώλη: «Πές, βρὲ κερατά, δὲν ξέρω!...». Κι ὁ πατέρας μου, ἔμπλεος κατάπληξης ἀκόμη, ἀπροσδόκητα καὶ ἐντελῶς σοβαρά, ὅπως κάθε γνήσιος εὐφυολόγος, σχολίασε: «Τὰ κόκαλα τά ’χαν κάνει σὰν ἀπ’ τὸ κοιμητήριο!».
Ἡ γαλανὴ σαγήνη
Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς βάρκες τῶν ντόπιων ποὺ θυμίζουν φέρετρα κινοῦνταν ὁλοταχῶς. Πήγαινε παράλληλα μὲ τὴν ἀκτὴ γιὰ καμιὰ ἑκατοστὴ μέτρα κι ἔπειτα, κάνοντας στροφὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν, τραβοῦσε ἀντίθετα. Θέαμα παράξενο παρουσίαζε ἡ πλώρη της. Ἕνας ἄντρας μ’ ἕνα ξύλο μακρὺ καὶ παχὺ ἔδερνε τὰ νερά, ἕνας σύγχρονος Ξέρξης. Ἐξόχως ἁρμονικὲς ἦταν οἱ κινήσεις του. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν ἀκτὴ κι ἀχνὰ ἀκουγόταν ὁ βόμβος τῆς μηχανῆς καὶ τοῦ νεροῦ τὸ δάρσιμο, τὸ θέαμα ἔγινε ἄκρως ὑποβλητικό, ἔπειτα κάθε ἦχος ἔσβησε, σὰν σκηνὴ ὀνείρου. Παρὰ τὴν ἀπόσταση, μποροῦσες νὰ δεῖς στὸ βλέμμα τοῦ πηδαλιούχου, ἀλλὰ ἰδίως σ’ ἐκείνου ποὺ χτυποῦσε τὰ νερά, τὸ πάθος καὶ τὴ σκληρότητα, τοῦ θηρευτῆ τὴ μανία. Ἡ βίαιη αὐτὴ τελετουργία ἐκτελοῦνταν κι ἀπὸ τοὺς δυὸ μὲ ἠρεμία τρομακτικὴ κι ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ «ξυπνήσουν», ὅπως λένε, τὰ ψάρια. Νὰ τὰ ταράξουν ἤθελαν, νὰ κινηθοῦν γιὰ νὰ πιαστοῦν στὰ δίχτυα ποὺ πόντισαν ἀπὸ νωρίς. Ὁ πηδαλιοῦχος ἄρχισε νὰ τὰ ἀνεβάζει, ἐνῶ ὁ δάρτης τῶν νερῶν, λάμνοντας ἐλαφρά, κρατοῦσε σταθερὴ τὴ βάρκα ὅσο νὰ ξεσκαλώσει τὰ ψάρια ὁ ἄλλος. Μικρὲς ἐκρήξεις φωτός, σπαρτάρισμα χρωμάτων στὸν βασανιστικὸ ρυθμὸ τῆς ἀσφυξίας, μὲ ἀργὲς κινήσεις πρῶτα, κι ἔπειτα πιὸ ζωηρά, ἀπὸ τῆς λίμνης τὸν βοῦρκο σηκώνονται, σὰν ζαλισμένα στὴν ἀρχὴ κι ἔπειτα μὲ πανικό, προσπαθώντας νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ μετατοπιζόταν καὶ ἀνανέωνε ἀδιάλειπτα τὴν ταραχή τους, ἀνηφορίζουν πρὸς τὰ δίχτυα καὶ πιάνονται, πλάι στὰ ἄλλα, τὰ αἰχμαλωτισμένα στὸ ἀνύποπτο διάβα τους. Καὶ μπρὸς ἀπ’ αὐτό, θέαμα εὐθέως ἀνάλογο ἐκτυλισσόταν, ὅπως στοὺς πίνακες τοῦ Μπρέχελ, ὅπου τὸ δευτερεῦον γίνεται πρωτεῦον: στὸν δρόμο οἱ ἄνθρωποι ξεκινοῦσαν τὴ μέρα τους, μὲ κινήσεις ἀργὲς ἀπελευθερώνονταν ἀπὸ τοῦ ὕπνου τὸ βρόχι, ἀνίδεοι γι’ αὐτὸ ποὺ γινόταν πίσω τους ἢ κοιτώντας το ἀδιάφορα, ἄλλοι συζητώντας κι ἄλλοι, μοναχικοὶ αὐτοί, σὰν ζαλισμένοι∙ φαίνονταν τόσο ἀθῶοι ὅλοι τους, τόσο ἀνυποψίαστοι∙ ἦταν νὰ τοὺς λυπᾶσαι. Τί μὲ πόθους, τί μ’ ἀνάγκες, τί μ’ ἐπιθυμίες ταράζοντας τὸν ὕπνο τους τοὺς ξύπνησε ἄραγε, τί μὲ πάθος ψυχρὸ ἀχάραγα τὰ δίχτυα του ἅπλωσε καὶ τώρα μὲ φῶς καὶ μὲ γαλάζιο τὰ ἔκρυβε;