
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μάρκου Μέσκου Συνηγορία ποιήσεως, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
*
ΤΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ἄραγεν ἡ Ποίηση, ἄνθος τοῦ μυαλοῦ ἢ κακιὰ ὥρα; (῎Απειρα τὰ ἐρωτήματα· μηδαμινὲς οἱ ἀπαντήσεις.)
*
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ σέβεται τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
*
ΛΕΞΕΙΣ ΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ, ἄγνωστος ὑπόγειος ρυθμός, ἄτι τὸ Ποίημα χτυπάει μὲ τὴν ὁπλή του τὸ χῶμα. Σὲ λίγο, οἱ ἔμμονες ἰδέες μαζί του θὰ τρέξουν πετώντας.
*
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ, τὸ δάσος τῶν λέξεων ποὺ ἁπλώνουν κλαδιὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὸ χῶμα, ποὺ δηλώνουν πράγματα–ἱστορίες–ἀνθρώπους εἶναι ἀπέραντο. Ὅσο βαθύτερα σκάβεις τόσο ἀνοίγεται ὁ κόσμος πολεμώντας τὴ μαύρη στάχτη τοῦ θανάτου.
Μέλημά σου τὰ χνάρια τῆς Ποίησης νὰ ἐπιβιώσουν ὅσο γίνεται μακρύτερα στὸ μέλλον.
*
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ τὶς λέξεις· ἐκεῖνες νὰ σὲ φοβοῦνται· ἀφοῦ ἔδωσαν τὸ κρασὶ στὸ Ποίημά σου, τελειωμένες (ἴσως) εἶναι.
*
Η ΖΩΗ εἶναι πολὺ ἰσχυρή· κι ὁ θάνατος τὸ ἴδιο (ὁ ἀλύγιστος). Ἀνάμεσά τους σύντριμμα τὸ Ποίημα.
*
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ «ΤΕΛΕΙΩΣΗ» ὑπάρχει, θαρρεῖς, τὸ γυμνὸ σῶμα τῆς Τραγωδίας.
*
Η ΖΩΗ πανίσχυρη τραβάει τὸν δρόμο της. Ὁ σιωπηλὸς θάνατος, ἕρποντας, ἀδιαφορεῖ ποιὸν θὰ πάρει καὶ ποιὸν θ’ ἀφήσει.
*
ΠΑΡΑΧΩΡΩΝΤΑΣ μεγάλο μερίδιο ζωῆς στὸ ὑπάρχον (πανοπτικό, γνωστὸ πεδίο τοῦ θανάτου) προσεγγίζεις τὸ περιλάλητο μέτρο.
*
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ ἕνας ποιητὴς κάποτε σημείωνε: «Δῶστε μου τρεῖς λέξεις νὰ σᾶς φτιάξω τὸ καράβι τοῦ Κόσμου! Τρεῖς λέξεις μόνο».
*
ΟΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΙ, ταμένοι ποιητὲς ἰσχυρίζονται πὼς κατάφεραν νὰ γίνουν ἕνα μουσικὸν ὄργανο· ὅπως κι ἂν χαϊδέψεις τὶς χορδές του, ἐκεῖνο θὰ σημάνει Ποίηση.
– ῎Αν, ἐσύ, μπορεῖς νὰ σηκώσεις τὸ ἄχθος, πάρε τὸν δρόμο.
*
ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν Ποιητή. Ὅσο ταλαντοῦχος κι ἂν εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξει πλήρως τὴν Ποίηση. Δὲν μπορεῖ, τελικά, νὰ τὴν ὑπερβεῖ. Κάτι περισσεύει.
Ἐκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκῶς, κρατάει γιὰ τοὺς μεταγενέστερους τὴν ἀναμέτρηση. Τὴν ἴδια ἀναμέτρηση μὲ τοὺς προηγούμενους «μαχητὲς» καὶ μὲ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Ὡσὰν ἡ Ποίηση νὰ μὴν ἔχει ἁπτὸ χρόνο. Γράφεται, θαρρεῖς, γιὰ τὸ πρὶν καὶ γιὰ τὸ μετά. ῎Αχρονη – καὶ ὅμως παρούσα.
*
ΜΠΑΝΤΖΟ ἢ μπαλαλάικα, λύρα ἢ σάλπιγγα ἢ πένθιμο κλαρίνο – διάλεξε! Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τῶν τυμπάνων τὸ ὑποχθόνιο βουητό.
*
ΚΥΡΙΩΣ Ο ΡΥΘΜΟΣ στὸ Ποίημα. ῎Α, ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ μουσική του, πόσους δὲν ταλάνισαν! Ἀπὸ καταβολῆς τῶν γραφῶν, ἔπος–ὠδές–ἐλεγεῖες–μπαλάντες–ρίμες ἀδελφὲς τῆς μνήμης–ἀποσπάσματα νεωτερικά. Ρήματα καὶ οὐσιαστικά, ἐπίθετα καὶ ἀντωνυμίες, μετοχὲς καὶ μακρινὰ ἀπαρέμφατα, ἡ Γλώσσα, ποὺ ἀναζητάει ἀπελπισμένα τὴν Ἐπικοινωνία, μὲ ὅλα τὰ μόρια καὶ ὅλα τὰ λάβαρά της ὅταν κυριολεκτοῦν ὁλοκληρώνοντας τὶς συγγραφικὲς προθέσεις. Καὶ ὁ Λόγος ὁδεύει, ἐλπίζω, στὸ ἄγνωστο μέλλον πανίσχυρος.
*
ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΑ ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ, παράτες, φανφαρόνικοι ρυθμοί (τῆς χαρᾶς τάχα), ὑπάρχουν ὅλ’ αὐτά, ὅμως μὴν τὰ ζηλέψεις.
Ὑπάρχει καὶ ἡ χαμηλὴ φωτιὰ ποὺ καίει μέσα στὴ στάχτη ἀσταμάτητα – πρὸς τὰ δῶ ἡ ἐκτίμησή σου!
*
ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ, βαδίζοντας στὰ χνάρια τοῦ μυστηρίου, μιὰ ζωὴ μὲ τὰ σκοτάδια παλεύεις.
*
ΠΛΗΘΟΣ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ζωντανοὶ νεκροὶ θά ’ρχονται πυκνὰ στὰ ὄνειρά σου· χαμένος στὰ τρίστρατα τῆς νύχτας, στὴ νύχτα τὴν πεθαμένη τὸ ἄρρητο μυστικό.
*
ΙΣΩΣ γκρεμίζοντας τὶς ὅποιες βεβαιότητες πλησιάζεις τὴν ἀπαράμιλλη αἴσθηση τοῦ Μέτρου· ποὺ ὁλομόναχος τότε ἀνακαλύπτεις.
*