
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη Σημειώσεις γιὰ μιὰ ἰδιωτικὴ θεωρία τῆς λογοτεχνίας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ὅποιος μιλάει γιὰ τὴν «τέχνη τῆς ἀνάγνωσης» εἶναι ἕνας ἀναγνώστης ὑστερόβουλος· δηλαδὴ συγγραφέας.
Δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕτοιμο ἔργο πρὶν ὁ συγγραφέας αἰσθανθεῖ λαθραναγνώστης του.
Ὅταν τὸ ἔργο κρύβεται ἀπὸ τὸν δημιουργό του, τότε ἔχει κλείσει ἄλλος ἕνας προπατορικὸς κύκλος.
Ὅταν ὁ ἀναγνώστης δημιουργεῖ, ὁ συγγραφέας σωπαίνει.
Ὁ συγγραφέας καὶ ὁ φυλακισμένος ἔχουν ἕνα (τουλάχιστον) κοινὸ χαρακτηριστικό: δὲν τοὺς ἀρκεῖ τὸ ὅτι περνοῦν οἱ μέρες, θέλουν νὰ τὸ σημειώνουν καὶ στὸν τοῖχο τους.
Tὸ εἶπε ὁ Πιὲρ Μενὰρ ἐγκαίρως: «Ὅταν ξαναδιαβάζουμε ἕνα βιβλίο, τὸ βιβλίο ξαναγράφεται».
Ὑπάρχει ἀνάγνωση ἂν δὲν ὑπάρχει κατανόηση; (Ὄχι μὲ τὴν περιπαθὴ ἔννοια τῆς λέξης «κατανόηση», τὴν ἔννοια τῆς συμπόνιας ἢ τῆς ἐπιείκειας, ἂν καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε...)
(Συνέχεια ἐκ τοῦ προηγουμένου:) Ἀκόμα καὶ ἂν διαβάσω ἀπὸ ἐξωφύλλου μέχρι ὀπισθοφύλλου μιὰ πραγματεία γιὰ τὶς φαντασμαγορικὲς ἰδιότητες τῶν ὑπερπεπερασμένων ἀριθμῶν, μπορῶ νὰ λογίζομαι ἀναγνώστης της;
Ὅποιος γράφει ἔχει «πρὸ ὀφθαλμῶν» ἕναν ἰδεώδη ἀναγνώστη ποὺ τὰ δέχεται ὅλα, τὰ καταλαβαίνει καὶ τὰ συγχωρεῖ ὅλα. Αὐτὸς ὁ «ἰδεώδης» ἀναγνώστης εἶναι καὶ ὁ πληρέστερος χαρακτήρας ποὺ μπορεῖ νὰ πλάσει ἕνας συγγραφέας.
Τί εἶναι αὐτὸς ὁ περίφημος «ἑαυτός μου» γιὰ τὸν ὁποῖο κάποιοι διατείνονται ὅτι γράφουν; Μὰ τί ἄλλο; Ἕνας ταυτόχρονος ἀναγνώστης, ἕνα θλιβερὸ πειραματόζωο ποὺ δέχεται ὅλη τὴ βιαιότητα τῶν δισταγμῶν, τῶν σχεδιασμάτων καὶ τῶν διαγραφῶν, ἕνας δοκιμαστὴς αὐτοκρατόρων ποὺ δηλητηριάζεται πρῶτος.
Ἂν ἡ λογοτεχνία εἶναι παιχνίδι, πόσο μᾶλλον ἡ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας.
Ἂν ἡ λογοτεχνία δὲν εἶναι παιχνίδι, τὴν ἔχουμε ὅλοι πολὺ ἄσχημα.
Ἴσως ἡ λογοτεχνία μπορεῖ νὰ εἶναι ἢ πρέπει νὰ εἶναι ἢ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κάτι πού, χωρὶς νὰ κλείνει τὰ μάτια στὴν πραγματικότητα, κλείνει τὸ μάτι στὴν πραγματικότητα.
Σὲ ὅλες τὶς ἔρευνες ποὺ ἔχουν δεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας κατὰ καιρούς, κανένας συγγραφέας δὲν τόλμησε ν’ ἀπαντήσει μὲ εἰλικρίνεια στὴν ἐρώτηση: «Γιατί γράφετε;». Κακὰ τὰ ψέματα: γράφουμε γιὰ νὰ μὴν τρελαθοῦμε.
Ἡ καλὴ λογοτεχνία θέτει τὰ ἐρωτήματα. Ἡ κακὴ λογοτεχνία τὰ ἀπαντᾶ.
Τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς ἀφήγησης ποτὲ δὲν στάθηκε ἄξιο τῆς ἀποστολῆς του: νὰ περισώσει τὸ προσωπεῖο τοῦ παρατηρητῆ, νὰ τηρήσει τὸ ὑπέρτατο πρόσχημα.
Κάθε μυθοπλασία εἶναι καὶ μιὰ ἀνειλικρινὴς μνήμη.
Κάθε μυθοπλασία συναρθρώνει ἕναν αὐτοβιογραφικὸ λόγο, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι αὐτὸ τὸ curriculum vitae ἀφορᾶ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, ἢ μᾶλλον καθεμία ἀπὸ τίς –ἰσάριθμες μὲ τοὺς ἀναγνῶστες– ἐκδοχές του. Ὁ συγγραφέας «πεθαίνει» κάθε φορὰ ποὺ τὸ κείμενό του διαβάζεται· δηλαδή, κάθε φορὰ πού, σὰν τὴ μέλισσα, κεντρίζει ἕναν ἀναγνώστη.