
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου Δρόμοι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη στις 30 Μαρτίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Απόγευμα
Κατέβαινα με το εισιτήριο ακόμη στο χέρι, ακίνητος στις κυλιόμενες σκάλες, και σκεφτόμουν το πουλί. Χτες μετά τη δουλειά, την ίδια ώρα το ίδιο κουρασμένος, στην κολόνα δίπλα στα ακυρωτικά μηχανήματα περπατούσε ένα πουλί. Το πήρε το μάτι μου ανάμεσα σε πόδια, αυτών που έβγαιναν, που έμπαιναν. Άνοιγε τις φτερούγες του, τις χτυπούσε πάνω κάτω, δεν έβρισκε όμως τη δύναμη, έμενε στο έδαφος, τρομαγμένο. Έκοψα για λίγο το βήμα και το κοίταξα, το ανασηκωμένο του φτέρωμα· δεν σταμάτησα. Το μόνο που ήθελα ήταν να επιστρέψω σπίτι, απόγευμα μεσοκαλόκαιρου –ένιωθα να με σπρώχνει και ο κόσμος πίσω μου. Την επόμενη κιόλας στιγμή το ξέχασα, όταν πέρασα τα μηχανήματα σαν να βρέθηκα σε άλλη επικράτεια. Σήμερα το θυμήθηκα, με το που αντίκρισα πάλι την κολόνα. Την έφερα ένα γύρο. Δεν είδα τίποτα.
Χτες μετά τη δουλειά, την ίδια ώρα το ίδιο κουρασμένος, στην κολόνα δίπλα στα ακυρωτικά μηχανήματα περπατούσε ένα πουλί. Το πήρε το μάτι μου ανάμεσα σε πόδια, αυτών που έβγαιναν, που έμπαιναν. Άνοιγε τις φτερούγες του, τις χτυπούσε πάνω κάτω, δεν έβρισκε όμως τη δύναμη, έμενε στο έδαφος, τρομαγμένο. Έκοψα για λίγο το βήμα και το κοίταξα, το ανασηκωμένο του φτέρωμα· δεν σταμάτησα.
Μπροστά μου, αγκαλιασμένο, στεκόταν ένα νεαρό ζευγάρι με μακριές χάρτινες τσάντες στα χέρια, η κοπέλα έγερνε το σώμα της στο σώμα του αγοριού. Ακόμη κοιτούσα χαμηλά, πέρα από την κουπαστή, στα σκαλοπάτια, ψηλά πάνω από κεφάλια, στην οροφή.
Όταν πάτησα πάλι σε στέρεο έδαφος, ο συρμός του μετρό έφτανε στην αποβάθρα. Έτρεξα. Οι πόρτες έκλεισαν πίσω μου, βολεύτηκα σε μια θέση στο βάθος, δίπλα στο παράθυρο. Κάποια χρόνια πριν δεν θα λαχάνιαζα. Άκουγα το αίμα μου να τρέχει μες στις φλέβες. Όταν ξεκίνησε, έπειτα από μια ματιά στο βαγόνι, μαζεύτηκα στον εαυτό μου και έβαλα την τσάντα με το λάπτοπ στα γόνατα. Αυτή τη φορά όμως δεν την άνοιξα, δεν είχα τη διάθεση· έριξα το βλέμμα στο παράθυρο. Το πρόσωπό μου, λες και τσαλακωμένο, έτρεχε πάνω στο τζάμι, γινόταν αχνό, εξαφανιζόταν στα φώτα των σταθμών και πάλι το είχα μπροστά μου, να βγαίνει μέσ' από το σκοτάδι της σήραγγας. Τρανταζόμουν, πάνω στις ράγες, και όπως το κοιτούσα, κάποιες στιγμές μού φάνηκε πως ανάμεσά μας, τρομαγμένο, χτυπούσε τις φτερούγες του το πουλί.
Γύρισα το κλειδί στην πόρτα και μπήκα σπίτι. Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει κι έπαιζαν με λιοντάρια, ρινόκερους και τίγρεις, απλωμένα στο πάτωμα του σαλονιού. Όσο η Κλειώ έστρωνε το τραπέζι, καθισμένος, πέρασα το χέρι μου στο σώμα της και το έσφιξα –μ' αρέσει να κρεμιέμαι γύρω απ' τη μέση της. Έφαγα στα γρήγορα, πέταξα από πάνω μου τα ρούχα –ακόμη κολλούσαν στο δέρμα από τη ζέστη– και μόνο με το μποξεράκι έπεσα για έναν υπνάκο. Ξάπλωσα στο δωμάτιο των παιδιών, στην κάτω κουκέτα, του μικρού. Στις επτά είχα ένα επαγγελματικό τηλεφωνικό ραντεβού, από την έκβασή του εξαρτιόταν αν με τα παιδιά θα ψάχναμε πίσω από τις φυλλωσιές του πάρκου τον Γουίνι το αρκουδάκι και μετά θα τρώγαμε παγωτό. Το είχαμε συμφωνήσει όταν, μετά το φαγητό, κάθισα κι εγώ μαζί τους στο πάτωμα.
Δεν είχα κλείσει ακόμη τα μάτια μου και είδα το πόμολο της πόρτας να στρέφεται –και τους το είπα, το τόνισα, για ένα μισάωρο κανείς να μη με ενοχλήσει. Η πόρτα άνοιξε, αθόρυβα.
Ένας γέρος μπήκε, με έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα χωρίς λαβή. Φορούσε ντρίλινο καφέ παντελόνι και κοντομάνικο γκρι πουκάμισο –στην τσέπη είχε πιασμένο έναν στιλό Bic. Πάνω του κουβαλούσε την κούραση κάποιου που περνά όλη τη μέρα στους δρόμους, εμπορικός αντιπρόσωπος, δικαστικός κλητήρας ή κάτι τέτοιο. Ποιος του άνοιξε και, πολύ περισσότερο, πώς έμπαινε στο δωμάτιο; Δεν τον ήξερα, αλλά και κάπου να διασταυρωνόμουν μαζί του, δεν θα γύριζα να του ρίξω δεύτερη ματιά.
Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε, φαινόταν να ξέρει πολύ καλά πού μπαίνει, ποιος είμαι και τι κάνω· φαινόταν να ξέρει τα πάντα. Με προσπέρασε χωρίς καν να με κοιτάξει, με βήματα αργά, ρουτίνας, που τα είχε κάνει αμέτρητες φορές αμέτρητες μέρες. Μέχρι και ο αέρας παραμέριζε για να περάσει. Από το κρεβάτι μου μπορούσα να δω τα παπούτσια του· σαν να μην τα 'βγαζε ποτέ από τα πόδια του.
Μέχρι να διασχίσει το δωμάτιο, πέρασε μια αιωνιότητα.
Ένας γέρος μπήκε, με έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα χωρίς λαβή. Φορούσε ντρίλινο καφέ παντελόνι και κοντομάνικο γκρι πουκάμισο –στην τσέπη είχε πιασμένο έναν στιλό Bic. Πάνω του κουβαλούσε την κούραση κάποιου που περνά όλη τη μέρα στους δρόμους, εμπορικός αντιπρόσωπος, δικαστικός κλητήρας ή κάτι τέτοιο.
Σταμάτησε μπροστά στην μπαλκονόπορτα, με τη χούφτα του χεριού να βαστά από κάτω τον χαρτοφύλακα. Έβαλε το άλλο στην τσέπη του παντελονιού. Αλλά δεν είχε σημασία, πάνω του όλα έχαναν τη σημασία τους.
Και πάλι όμως, δεν ήταν αυτό. Αν θυμόμουν καλά, πριν πέσω να κοιμηθώ, είχα αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, ανάμεσα από τις κουρτίνες να μπαίνει το αεράκι. Τώρα ήταν κλειστή, οι κουρτίνες τραβηγμένες. Και το φως. Έξω είχε φως, δεν έμπαινε όμως μέσα. Έφτανε μέχρι το τζάμι, προσέκρουε και γυρνούσε πίσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν στο δωμάτιο ήταν μέρα ή νύχτα.
Στεκόταν, με το ένα χέρι πάντα στην τσέπη. Έβλεπα την πλάτη του. Δεν έλεγε τίποτα. Μόνο κοιτούσε. Αν κοιτούσε κάπου.
Αυτό που απλώθηκε στο δωμάτιο δεν το είχα ξανασυναντήσει. Πάγωσα, Ιούλιο μήνα, παγωνιά που ξεκινούσε από πίσω στον σβέρκο και διέτρεχε όλη τη σπονδυλική μου στήλη. Πόση ώρα στεκόταν χωρίς να μιλάει; Δεν άντεχα τη σιωπή του, δεν ακουγόταν καν η ανάσα του. Πρέπει να ήρθε για σοβαρή δουλειά.
Έβγαλε το χέρι από την τσέπη.
«Ρίξε κάτι πάνω σου να φύγουμε» είπε.Έκανα να κουνηθώ. Πολλά περνούσαν απ' το μυαλό μου. Στην αρχή. Αλλά κι αυτή την είχα χάσει, τον χρόνο. Στο τέλος έμενε μόνο ένα. Τα παιχνίδια είχαν εξαφανιστεί από το δωμάτιο, τα σεντόνια δεν ανάδιναν καμιά παιδική μυρωδιά. Κατάφερα μοναχά να σύρω το σώμα, το κεφάλι μου από το μαξιλάρι έπεσε στο στρώμα. Από εκεί –στιγμή δεν τον άφησα απ' τα μάτια μου–, κατόρθωσα ν' ανοίξω το στόμα μου.
«Είσαι αυτός που σκέφτομαι;» τον ρώτησα. Δεν απάντησε, ήταν ανώφελο.
Γύρισε, επιτέλους και με κοίταξε. Έκανε δύο βήματα. Στο πρόσωπό του δεν διακρινόταν το παραμικρό· μάτια, στόμα, μέτωπο, οτιδήποτε το κάλυπτε παγερά η εκτέλεση του καθήκοντος.
«Δεν νομίζεις πως ήρθες κάπως νωρίς;» φώναξα – σχεδόν ούρλιαξα.
Στ' αυτιά μου δεν έφτασε τίποτα. Μέσα μου ο θυμός έβραζε. Δεν καταλάβαινα αν έβγαινε, κατά πόσο έβγαινε –ακόμη και γι' αυτό ήμουν ανήμπορος.
Κοντοστάθηκε και σήκωσε τα χέρια, με τρόπο σαν να έλεγε εύγλωττα: δεν μπορώ να κάνω κάτι, όλοι τα ίδια λέτε. Κοίταξε τον χαρτοφύλακα.
«Εδώ έχω έτοιμα όλα τα χαρτιά σου» είπε. Προχώρησε κι άλλο.
Μάζεψα όση δύναμη μου απέμενε, τη συγκέντρωσα στα χέρια κι έσφιξα τις γροθιές μου. Ακόμη ένα βήμα, και θα βρισκόταν από πάνω μου.
Άρχισα να τα τινάζω απανωτά.
Τότε άνοιξα και τα μάτια. Πρώτα είδα τα παιχνίδια. Έμεινα να τα κοιτώ. Σταδιακά, το δωμάτιο σαν να ανέβαινε από κάτω πάνω, πήρε τις διαστάσεις που ήξερα. Στράφηκα στην μπαλκονόπορτα. Ήταν ανοιχτή, οι κουρτίνες κυμάτιζαν στο αεράκι. Δεν ήταν τίποτα, είπα στον εαυτό μου, έφυγε, και μου ξέφυγε ένα γελάκι.
Δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο κρεβάτι. Σήκωσα το σώμα μου. Αλλά έμεινα εκεί, με τα χέρια στηριγμένα στο στρώμα, τα γόνατα λυγισμένα. Κοιτούσα τα δάχτυλα των ποδιών μου. Απλώνονταν έξω από μένα· γυμνά, ακίνητα, παγωμένα πάνω στο παρκέ. Τα έβλεπα.
Δεν ήξερα αν ήμουν τριάντα επτά, εξήντα δύο ή ογδόντα.