Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Κατσουλάρη Νυχτερινό ρεύμα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Επιμ. Κώστας Αγοραστός
(απόσπασμα από το ομότιτλο διήγημα)
Καθώς βαδίζουμε, με χρησιμοποιεί σαν δεκανίκι (το όνειρο, σκέφτομαι, το όνειρο). Ελισσόμαστε ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σπασμένα παρτέρια, ξεχειλισμένους κάδους, πλάκες πεζοδρομίου που εξέχουν απειλητικές. Η περπατησιά της παραμένει αργή, αλλά έχει βρει ρυθμό. Στις διασταυρώσεις δεν κόβει, αναγκάζοντας τους οδηγούς να φρενάρουν απότομα. Μπροστά στις βιτρίνες κοντοστέκεται χαιρετώντας με ένα κούνημα του κεφαλιού αόρατους μαγαζάτορες, προς το μέρος των οποίων σπεύδω κι εγώ να χαμογελάσω. Είναι μια σταρ. Η γειτονιά της είναι το κόκκινο χαλί της. Ακόμη και οι αφρικανοί από το ημιυπόγειο μπακάλικο επιδεικνύουν τα κατάλευκα δόντια τους καθώς διαβαίνουμε, παρότι εκείνη δεν τους χαρίζει ούτε βλέμμα. Είναι μια επιζήσασα.
Το υποκατάστημα της Εθνικής στη γωνία έχει πλέον κλείσει, χρειάζεται να περπατήσουμε ακόμη εκατό μέτρα, μέχρι τον Βασιλόπουλο. Κάποιος προσπαθεί να παρκάρει σε θέση μικρότερη από τον όγκο του αυτοκινήτου του. Ο δρόμος έχει φρακάρει, οι πίσω κορνάρουν. Ένας καλός σαμαρείτης έχει κατέβει και προσπαθεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά, εξηγώντας στην οδηγό ότι, αν θέλει να κερδίσει τους δέκα πόντους που της λείπουν, θα πρέπει να σπρώξει πίσω το παρκαρισμένο. Την ενθαρρύνει. Η γυναίκα αποφασίζει να κατέβει από το όχημά της και να ζυγίσει μόνη της την κατάσταση. Ένα ωστικό κύμα από βωμολοχίες την εξωθεί και πάλι στη θέση του οδηγού. Η ροή αποκαθίσταται.
Σ' αυτό το σημείο το πεζοδρόμιο στενεύει υπερβολικά, αναγκαζόμαστε να βαδίζουμε στη γραμμή σαν πρόσκοποι. Προσπαθώ να την πείσω να μου δώσει το χέρι –το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα σήμερα είναι να μου πέσει– αλλά αρνείται. Προχωράω αργά με το αριστερό μου άκρο απλωμένο προς τα πίσω, κοντάρι χωρίς λάβαρο. Της πήρα μπαστούνι, αλλά δεν θέλει ούτε να το βλέπει. Γριά είμαι;