
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Λίλας Κονομάρα «Μια τρίχα που γίνεται άλογο», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κι όμως κάποτε ήμασταν εμείς, ψιθυρίζει κι αμέσως σκέψεις και θραύσματα εικόνων πυροδοτούν μια διέγερση ανάλογη με αυτήν που προηγείται του πρωινού ξυπνήματος. Η αίσθηση επιμένει ενώ προχωράει με αβέβαια βήματα στο σκοτάδι, εικόνες χάνονται για λίγο κι ύστερα αναδύονται και πάλι, ήμασταν εμείς ξαναλέει και ξαφνικά οι λέξεις φτιάχνουν στο μυαλό του ένα δωμάτιο. Το αιωρούμενο δωμάτιο, θυμάσαι, Λευτέρη; Τι παράξενο. Τόσα χρόνια, δεν έχουν μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Σε κανέναν δεν έχει μιλήσει γι’ αυτό. Πώς είναι δυνατόν; Πρέπει να προέκυψε από κάποιο κατασκευαστικό λάθος ή από αλλαγές που έγιναν με το πέρασμα του χρόνου. Τότε τα σπίτια τα έφτιαχναν συχνά τμηματικά, ανάλογα με τις ανάγκες. Να σου ο μακρύς διάδρομος, οι πόρτες δεξιά κι αριστερά, η βεράντα, ανοιχτογάλαζη, οι εικόνες επιστρέφουν με όλο και μεγαλύτερη ευκρίνεια ξυπνώντας αλλόκοτα αισθήματα. Μόλις προστίθεται και η φαρδιά ξύλινη σκάλα προβάλλει ολόκληρο το σπίτι. Ύστερα φυτρώνουν δέντρα και λουλούδια γύρω από τον αυλόγυρο, πίσω τους ένας λαβύρινθος από σοκάκια και στο βάθος η θάλασσα να νοτίζει τα παιδικά τους όνειρα. Δίπατο σπίτι, κάτω οι αποθήκες, επάνω τα δωμάτια. Η σκάλα τρίζει σε ένα δυο σημεία. Το αιωρούμενο δωμάτιο βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου μόνο που αντί για πόρτα, δρασκελίζεις ένα παράθυρο για να μπεις. Ένα αλλόκοτο ίχνος του χρόνου στον χώρο. Πρόκειται άραγε για εμφυτευμένη ανάμνηση; Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει απίθανο, σαν τις ιστορίες που λένε τα παιδιά. Μια τρίχα που γίνεται άλογο. Ναι, φαντάζει εξωπραγματικό, όπως μόνο η πραγματικότητα όμως μπορεί να είναι. Γιατί πώς γίνεται να έπλασε ένα ολόκληρο σύμπαν που δεν υπήρξε ποτέ;
Οι ακατάληπτες λέξεις τους, φτιαγμένες από τα συστατικά των μύθων, ακτινοβολούσαν τις προθέσεις ενός διαλόγου εσωτερικού και αδιάλειπτου, οι ήχοι δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα. Οι ιστορίες φαίνονταν γνωστές κι όμως αυτοί τις έλεγαν πρώτη φορά και θα ορκίζονταν πως όλα έτσι έγιναν σαν να ήταν παρόντες.
Στο εσωτερικό, παιχνίδια αραδιασμένα στο πάτωμα, σε μία διάταξη γνωστή μόνο σε εκείνους. Και μία γλώσσα γνωστή μόνο σε εκείνους. Ναι, τότε είχαν δικές τους λέξεις. Μπορούσαν να κουβεντιάζουν ώρες καθισμένοι μέσα σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο που έμοιαζε σαν κολλημένο επάνω στο σπίτι κατά λάθος. Απαλλαγμένοι από το βλέμμα των μεγάλων προχωρούσαν ανάλαφροι και σιγά σιγάτο σπίτι αποκοβόταν, η μικρή τους πόλη, το νησί, ο κόσμος όλος άρχιζε να αποσυναρμολογείται και τα κομμάτια του να αιωρούνται στο διάστημα περιμένοντας το σχήμα που εκείνοι θα τους έδιναν. Οι ακατάληπτες λέξεις τους, φτιαγμένες από τα συστατικά των μύθων, ακτινοβολούσαν τις προθέσεις ενός διαλόγου εσωτερικού και αδιάλειπτου, οι ήχοι δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα. Οι ιστορίες φαίνονταν γνωστές κι όμως αυτοί τις έλεγαν πρώτη φορά και θα ορκίζονταν πως όλα έτσι έγιναν σαν να ήταν παρόντες. Μιλούσαν για θάνατο και ζωή, συντροφικότητα και αδελφοσύνη, αγάπη και φόβο, μα μαζί μ’ αυτά εξιστορούσαν και όλα τα ασήμαντα κι εξίσου ανεξήγητα όπως το πέταγμα της μύγας ή τους κύκλους ενός βότσαλου στο νερό, ανάμεσα σε τρανταχτά γέλια, κραυγές άγριας χαράς και ονειροπολήσεις. Έπαιρναν δρόμους δίχως γυρισμό με τρεις ευχές στην τσέπη. Συνεπαρμένοι, άκουγαν τα τραγούδια της άμμου στην απέραντη έρημο ή το κροτάλισμα της αλυσίδας που μαζεύεται πριν από το μεγάλο ταξίδι. Στη μέση του πελάγους, βουτούσαν στα αφρισμένα κύματα κι έβλεπαν τους πνιγμένους και τα σεντούκια με τους θησαυρούς που είχαν κατακαθίσει στη λάσπη του βυθού πλάι σε ξεχασμένες πολιτείες και αρχαίες προτομές. Δυνατοί άνεμοι τους έριχναν σε παλιούς και νέους κόσμους, τα κύματα τους ξέβραζαν σε μυστηριώδεις νήσους με μανιασμένους γίγαντες και τέρατα με έξι κεφάλια. Διέσχιζαν λαβύρινθους όπου το νόημα χανόταν μέσα στον αντίλαλο, ορμητικά ποτάμια κι εύφορες κοιλάδες. Έτρωγαν λωτούς της λησμονιάς κι έσβηναν τη δίψα τους με αθάνατο νερό. Άλλοτε ήρωες κι άλλοτε λιποτάκτες, περιπλανιόντουσαν σε επικράτειες που τους έριξε η τύχη ή οι θεοί ζητώντας μια θυσία. Η κούραση τους έκοβε τα πόδια, οι προμήθειες λιγόστευαν το ίδιο και οι στέρνες, άδειες κι αυτές. Όμως εκείνοι είχαν σπουδαία αποστολή να φέρουν εις πέρας και έτσι κάθε φορά, με την ίδια ανυπομονησία ρίχνονταν στη μάχη, υπέφεραν χίλια δεινά, περνούσαν ένα σωρό δοκιμασίες. Οι λέξεις τους άνοιγαν περάσματα για τόπους μακρινούς, στις παρυφές του κόσμου. Μ’ ένα ασημένιο κουμπί γίνονταν Βόρειοι και Νότιοι, μ’ ένα φτερό πουλιού αιχμάλωτοι Ινδιάνοι, ιππότες ή πειρατές που αντάλλασσαν βρισιές και άγριες κατάρες. Μιλούσαν με δάση που ζωντάνευαν τις νύχτες, άναβαν φωτιές όπου έριχναν τα ξόρκια τους για να φανερωθεί η συνέχεια της ιστορίας. Μια τρίχα μόνο και το δωμάτιο ξεκολλώντας από το υπόλοιπο σπίτι άρχιζε να στροβιλίζεται ταξιδεύοντας μέσα στο γαλακτώδες φως του ουρανού. Κι εκείνοι, πιασμένοι χέρι χέρι πήγαιναν και πήγαιναν και πήγαιναν ακολουθώντας ένα απροσδιόριστο κάλεσμα που σίγουρα πολλοί το είχαν ακούσει πριν απ’ αυτούς, κυνηγώντας ανεκπλήρωτα όνειρα και ερωτήματα δίχως απαντήσεις που χάνονταν σαν πουλιά. Πότε ξεχάσαμε αυτή τη γλώσσα, σκέφτεται.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το τηλέφωνο χτυπάει μέσα στη νύχτα. Ο Νίκος μαθαίνει ότι ο αδελφός του Λευτέρης βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο ύστερα από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο διαμέρισμά του καίγοντας και ένα μέρος της πολυκατοικίας. Η αστυνομία ξεκινάει τις έρευνες. Πρόκειται για ατύχημα ή εμπρησμό; Στις εννέα μέρες που θα ακολουθήσουν, χρονικές παλινδρομήσεις, θραύσματα διαλόγων, τρυφερές αλλά και τραυματικές αναμνήσεις ξετυλίγουν την οικογενειακή ιστορία, τα δύσκολα περάσματα στην ενηλικίωση, τις ερωτικές αναζητήσεις, μα πάνω απ’ όλα τα αρχέγονα και αντιφατικά συναισθήματα που χαρακτηρίζουν την αδελφική σχέση: αθωότητα και θαυμαστή σύμπνοια από τη μια, αντιζηλία, μίσος και ενοχές από την άλλη, μικρές ή μεγάλες προδοσίες. Θύματα και θύτες, αίτια και προθέσεις παραμένουν ένα αίνιγμα, καθώς η εμφάνιση της τρέλας καθιστά τη σχέση αυτή ακόμα πιο περίπλοκη. Ο λόγος γίνεται ρευστός και αμφίσημος στην προσπάθειά του να προσδώσει νόημα στη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Λίλα Κονομάρα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία στο Παρίσι και εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2002 με το βιβλίο Μακάο (Πόλις 2002, Μεταίχμιο 2005, Κέδρος 2018), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Οι ανησυχίες του γεωμέτρη (Κέδρος 2014) καθώς και τα μυθιστορήματα Τέσσερις εποχές – Λεπτομέρεια (Μεταίχμιο 2004), Στις 11 και 11 ακριβώς! (παιδικό μυθιστόρημα, Παπαδόπουλος 2005), Η αναπαράσταση (Μεταίχμιο 2009), Το δείπνο (Κέδρος 2012), Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου (Κέδρος 2018), Ο μπόγος (Εκδόσεις Καστανιώτη 2022). Παράλληλα μεταφράζει γαλλική λογοτεχνία και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.