
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου με τίτλο «Όνομα πατρός: Δούναβης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Η λεπίδα
Να ήταν νύχτα αφέγγαρη με μυριάδες αστέρια να λάμπουν στον ουρανό, μια νύχτα σαν εκείνες τις έναστρες της Προβηγκίας που έβλεπε έξω από το παράθυρο του ασύλου του ο Βαν Γκογκ; Να έβρεχε ψιλή βροχή; Ή μήπως είχε συννεφιάσει από νωρίς το απόγευμα και είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού, κάτι σπάνιο για τη μεσογειακή Νίκαια; Και ακόμα: Θα ήταν ένας από τους πολλούς κλοσάρ που είχε η πλούσια πόλη, μια τροτέζα, ή κάποιος χωροφύλακας που έκανε τη νυχτερινή του περιπολία αυτός που τον βρήκε; Ίσως, πάλι, να ήταν μια νεαρή κοπέλα που βιαζόταν να διασχίσει το δημόσιο πάρκο Άλμπερ Α΄ για να πάει στο σπίτι του αρραβωνιαστικού ή του εραστή της και να γιορτάσουν παρέα τον ερχομό της νέας χρονιάς εκείνη που θα αντίκρισε πεσμένο ανάμεσα στους θάμνους τον άντρα, που δεν ήταν μεθυσμένος, δεν ήταν κάποιος από τους ανέστιους, αλλά, αν έκρινε από την πληγή που είχε στον λαιμό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε επιχειρήσει να βάλει τέλος στη ζωή του με τη λεπίδα από ένα ανοιχτό ξυράφι που κρατούσε στο χέρι.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, και ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκείνος ο άντρας ή εκείνη η γυναίκα ήταν ο σωτήρας του επειδή ούτε φοβήθηκε ούτε έχασε την ψυχραιμία, παρά άφησε ό,τι είχε κατά νου να κάνει και έσπευσε να ενημερώσει έγκαιρα το νοσοκομείο Σεν Ρος.
Λίγη ώρα αργότερα, καθώς οι γιατροί περιποιούνται την πληγή του αιμόφυρτου άντρα, βλέπουν να εξέχει από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο σημείωμα:
Εγώ ο Παναΐτ Ιστράτι, Ρουμάνος υπήκοος και απελπισμένος συγγραφέας, βάζω τέρμα στη ζωή μου. Να μην κατηγορήσετε κανέναν άλλο.
Γύρω στις δύο εβδομάδες θα χρειαστεί να νοσηλευτεί ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας. Διάστημα ικανό να γνωριστεί με το προσωπικό του νοσοκομείου και να κερδίσει τη συμπάθεια του γιατρού Φιλίπ Ζιγιάρ. Αυτόν τον γιατρό θα παρακαλέσει ο Παναΐτ Ιστράτι να ταχυδρομήσει μια επιστολή στην εφημερίδα Ουμανιτέ, που την είχε φυλαγμένη στην εσωτερική τσέπη απ’ το πανωφόρι του:
DERNIÈRES PAROLES. Σήμερα ξεκινάει το έτος 1921, αλλά για τους άλλους. Για μένα είναι η αρχή του τέλους. Είναι ανάγκη να εξηγηθεί κανείς όταν έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει τούτον τον κόσμο; Όχι. Μπορούμε να φύγουμε σιωπηλά, κι αυτό θα ήταν πιστεύω η καλύτερη απόδειξη ειλικρίνειας. Όσα κι αν έκανα στη ζωή μου για την αγάπη και τη φιλία πήγαν όλα χαμένα, αφού για χάρη τους «σκότωσα» μια μητέρα, και γι’ αυτό αξίζω να τιμωρηθώ.
Το έργο σας είναι η εξομολόγηση ενός καινούργιου Γκόρκι των Βαλκανίων. Τρία ή τέσσερα διηγήματά σας είναι εφάμιλλα των Ρώσων δασκάλων ως προς την τόλμη του πνεύματος, την τραγική ευθυμία και τη χαρά που λυτρώνει την καταπιεσμένη ψυχή.
Μια δεύτερη πολυσέλιδη επιστολή την παραδίνει σ’ έναν Γάλλο φίλο του που πήγε να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Παραλήπτης είναι ο Ρομέν Ρολάν, με τον οποίο και παλαιότερα ο Ιστράτι είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με αυτή την επιστολή ζητούσε τη συνδρομή του κορυφαίου διανοητή για να μπορέσει να βρει την πίστη του στο μέλλον της ανθρωπότητας, ενώ σε κάποια σημεία διέκοπτε την έκκλησή του εξιστορώντας επεισόδια από τα παιδικά του χρόνια.
Προς το τέλος του μήνα οι περιπατητές θα αντικρίσουν ξανά τη γνωστή φιγούρα του πλανόδιου φωτογράφου στην παραλιακή λεωφόρο Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ της Νίκαιας. Μόνο που τώρα ο ψηλός άντρας με τα κατάμαυρα μαλλιά και τα στρογγυλά γυαλιά είναι πιο αδυνατισμένος και τα μάτια του δείχνουν ακόμα πιο έντονα πάνω στο οστεώδες πρόσωπο. Δεν μπορεί να γνωρίζουν την περιπέτειά του, αλλά και ο Παναΐτ Ιστράτι αγνοεί ποια τύχη μπορεί να έχει η επιστολή του, αν δηλαδή ο Ρομέν Ρολάν αυτή τη φορά θα του απαντήσει ή όχι. Όπως βέβαια δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι του απομένουν δεκατέσσερα χρόνια ζωής, διάστημα όμως που πρόκειται να είναι γεμάτο με συγκινήσεις και εμπειρίες ακόμα πιο έντονες από εκείνες που είχε βιώσει μέχρι τότε, είτε στην πατρίδα του είτε στις χώρες όπου όλο αυτόν τον καιρό περιπλανήθηκε αναζητώντας να ανακαλύψει μες στον κόσμο τον εαυτό του.
Και όμως, ο Ρομέν Ρολάν θα ανταποκριθεί στην έκκληση του Ιστράτι, με επιστολή πολύ φιλική και εξίσου εγκαρδιωτική δύο μήνες αργότερα, στις 15 Μαρτίου:
Μέσω του κοινού μας φίλου Φερνάν Ντεπρέ ήρθε στα χέρια μου μια επιστολή που μου στείλατε σε μια δύσκολη περίοδο για σας, καθώς, όπως μαθαίνω, θελήσατε να είστε ανεπιεικής απέναντι στη ζωή σας. Δεν είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, και να με συγχωρήσετε για την αργοπορημένη απάντηση. Δεν ενδιαφέρομαι επειδή είστε δυστυχής, παρά γιατί λάμπει μέσα σας η θεία φλόγα της ψυχής. Επάνω στο γραφείο μου έχω τακτοποιημένα παλαιότερα διηγήματά σας. Είναι ήδη διαβασμένα. Αν αυτό σας προσφέρει μια δόση επιπλέον κουράγιου, θα ήθελα να ξέρετε ότι είμαι εντυπωσιασμένος με τη λογοτεχνική σας ιδιοφυΐα. Τη θεωρώ σαν έναν καυτερό άνεμο πάνω στους κάμπους της Ανατολής. Στο πρόσωπό σας βλέπω ενσαρκωμένους κάποιους από τους δικούς μου ρομαντικούς επαναστατημένους ήρωες. Το έργο σας είναι η εξομολόγηση ενός καινούργιου Γκόρκι των Βαλκανίων. Τρία ή τέσσερα διηγήματά σας είναι εφάμιλλα των Ρώσων δασκάλων ως προς την τόλμη του πνεύματος, την τραγική ευθυμία και τη χαρά που λυτρώνει την καταπιεσμένη ψυχή. Επιθυμώ να σας γνωρίσω περισσότερο, να αρχίσουμε αλληλογραφία και να εγκαινιάσουμε την αρχή μιας γόνιμης φιλίας. Μην αφήνεστε στην απελπισία. Δεν πρέπει να φύγετε από τη ζωή προτού εξαντλήσετε τις απόπειρες να γράψετε βιβλία που θα επιζήσουν, βιβλία με τα όνειρα, με τις λησμονημένες ζωές, ακόμα και με τα πάθη που φιλοξενήσατε κατά καιρούς στην ψυχή και στο σώμα σας. Γιατί, στ’ αλήθεια, δεν είστε άλλο παρά ένας Ανατολίτης παραμυθάς.
«Ανατολίτης παραμυθάς… Ε, ναι, λοιπόν. Ακόμα κι αν δεν είμαι, εγώ θα γίνω!»
2
Κούνια Bella
Ο Παναΐτ Ιστράτι γεννήθηκε στην παραδουνάβια πόλη Βραΐλα της Ρουμανίας στις 10 Αυγούστου 1884. Μητέρα του ήταν μια αναλφάβητη πλύστρα με το όνομα Ζωίτσα και πατέρας του ο Γεώργιος Βαλσαμής από τα Φαρακλάτα Κεφαλλονιάς, που τα βήματά του τον είχαν φέρει ως εκείνα τα μέρη με βασική ασχολία το λαθρεμπόριο καπνού. Η Ρουμάνα και ο Έλληνας γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, συγκατοίκησαν και, χωρίς ποτέ να παντρευτούν, απέκτησαν δύο παιδιά. Το πρώτο πέθανε πρόωρα και από τη λύπη τους έδωσαν στο δεύτερο παιδί όχι μόνο το όνομα Γεράσιμος αλλά και Παναγιώτης, όπως δηλαδή είχαν βαφτίσει τον αδικοχαμένο γιο τους. Το πιστοποιητικό γέννησης αναφέρει σχετικά: «Έτος: χίλια οκτακόσια ογδόντα τέσσερα, μήνας: Αύγουστος 11. Αυτό το πιστοποιητικό γεννήσεως εκδόθηκε για το παιδί που ονομάζεται Gherasim, φύλο: άρρεν, γεννημένο εχθές, Παρασκευή, δέκα του μηνός στις επτά μετά μεσημβρίαν στη Βραΐλα, στην κατοικία της μητέρας του που βρίσκεται στην οδό Română. Τέκνο της κυρίας Joiţa Stoica Istrate, ετών 29, χριστιανής ορθόδοξης, επάγγελμα: υπηρέτρια».
Στο πιστοποιητικό γέννησης δεν γίνεται πουθενά αναφορά σε πατέρα. Απλώς σημειώνεται ότι υπάρχει κάποιος με το όνομα «Γεώργιος Βαλσαμής», ο οποίος υπογράφει το έγγραφο ως «αυτός ο οποίος μένει στην ίδια διεύθυνση κατοικίας με εκείνη της μητέρας του παιδιού». Αυτό επρόκειτο στο μέλλον να προκαλέσει πολλές εικασίες, καθώς υπήρξαν κάποιοι που υποστήριξαν ότι ο Βαλσαμής δεν ήταν ο φυσικός πατέρας του Παναΐτ, παρά κάποιος που παρευρέθηκε ως μάρτυρας, υπογράφοντας το σχετικό πιστοποιητικό – υπόνοιες και εικασίες που ο Ιστράτι αργότερα τις διέψευσε επανειλημμένα και κατηγορηματικά.
Το μόνο που είχε ακούσει για τον πατέρα του ο Παναΐτ από τα αδέρφια της μητέρας του ήταν πως έβγαζε αρκετά λεφτά από το λαθρεμπόριο, ήταν μανιώδης χαρτοπαίκτης και τις φορές που κέρδιζε στα χαρτιά γύριζε στο σπίτι ξημερώματα με τη συνοδεία μουζικάντηδων. Χωρίς πατέρα, λοιπόν, στο σπίτι μεγάλωσε ο Παναΐτ.
Το Παναγιώτης (Παναΐτ) θα κρατήσει για όλη του τη ζωή σαν όνομα και για επώνυμο θα προτιμήσει το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του «Ιστράτε» –η αλλαγή σε «Ιστράτι» θα γίνει στη γαλλική γλώσσα–, λέξη που προέρχεται από το Ίστρος, έτσι όπως ήταν στην αρχαιότητα η ελληνική ονομασία του Κάτω Δούναβη, αν και δεν αποκλείεται λόγω των συγγενειών της ρουμάνικης γλώσσας με την ιταλική το Ιστράτι να προέρχεται από τη λέξη strada – δρόμος.
Τον πατέρα του ο Παναΐτ δεν τον γνώρισε ποτέ, τα ίχνη του χάθηκαν όταν ήταν ακόμη μωρό εννιά μηνών· ούτε η μητέρα του ήξερε να του πει περισσότερα για την τύχη του. Άλλοι έλεγαν πως σκοτώθηκε από λιμενοφύλακες στη διάρκεια ενός ακόμα κοντραμπάντο, κάποιες φήμες τον έφερναν στις φυλακές της Κέρκυρας, εκεί όπου άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν πως μετά τη γέννηση του Παναΐτ επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε σε κάποιο νοσοκομείο της Αθήνας. Το μόνο που είχε ακούσει για τον πατέρα του ο Παναΐτ από τα αδέρφια της μητέρας του ήταν πως έβγαζε αρκετά λεφτά από το λαθρεμπόριο, ήταν μανιώδης χαρτοπαίκτης και τις φορές που κέρδιζε στα χαρτιά γύριζε στο σπίτι ξημερώματα με τη συνοδεία μουζικάντηδων. Χωρίς πατέρα, λοιπόν, στο σπίτι μεγάλωσε ο Παναΐτ. Μοναδικό του στήριγμα η μητέρα Ζωίτσα, που, για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει το παιδί της, αναγκαζόταν απ’ το πρωί ως το βράδυ να ξενοπλένει στα σπίτια των πλουσίων της Βραΐλας. Και, ευτυχώς για εκείνη, τέτοια σπίτια η πόλη εκείνο τον καιρό είχε πολλά.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην Ευρώπη δεσπόζει η μοναρχία της Αυστροουγγαρίας, ενώ στα Βαλκάνια τα ίχνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραμένουν ακόμη ανεξίτηλα σε εδάφη, γλώσσες, νοοτροπίες. Το 1859 ενοποιούνται τα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Βλαχίας, με αποτέλεσμα να γίνουν η βάση για την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που θα επιτευχθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Γεσίλκιοϊ) στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία με το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878.
Η Ρουμανία εκείνα τα χρόνια, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, ήταν για τους Έλληνες γνωστή ως Μολδοβλαχία ή απλώς Βλαχία και κουβαλούσε στους ώμους της την παράδοση των Φαναριωτών ηγεμόνων, με έντονη την ελληνική παρουσία στην πολιτική, στα γράμματα και στις επιχειρήσεις. Εδώ έδρασαν σπουδαίοι παράγοντες του Ελληνικού Διαφωτισμού (Ευγένιος Βούλγαρις, Νικηφόρος Θεοτόκης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Λάμπρος Φωτιάδης, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ρήγας Φεραίος, Γρηγόριος Κωνσταντάς και άλλοι) και στις ρουμανικές πόλεις προετοιμάστηκε από τη Φιλική Εταιρεία, με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη επικεφαλής, η επανάσταση του ’21. Επίσης, στη Βλαχία έζησαν πολλοί ευεργέτες του ελληνισμού, με σημαντικότερο ίσως τον Ευαγγέλη Ζάππα, ο οποίος, αφού νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα κοντά στο Βουκουρέστι, διέθεσε αργότερα μεγάλο τμήμα από την τεράστια περιουσία του για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου και τη δημιουργία του Ζαππείου μεγάρου.
Έλληνες πολιτικοί αλλά και άνθρωποι των γραμμάτων συνέχισαν να επισκέπτονται τη Ρουμανία και τα επόμενα χρόνια, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Το 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια επίσκεψη στη Ρουμανία θα πει «Ούτε στο λιμάνι του Πειραιά δεν έχω δει τόσες ελληνικές σημαίες σε πλοία όσες είδα στα λιμάνια του Δούναβη», ενώ το φθινόπωρο του 1926 ο Κώστας Καρυωτάκης ενημερώνει με επιστολή έναν φίλο του πως: «Το Βουκουρέστι είναι μεγαλύτερο και ίσως ωραιότερο από τας Αθήνας. Έχει ιδίως λαμπρές οικοδομές και πολλούς δρόμους εμπορικούς. Θαυμάσια εξοχική πόλις είναι η Σινάια, ένα είδος Κηφισιάς, αλλά πολύ ανώτερη. Από τη Βραΐλα στο Γαλάτσι επήγαμε με το βαποράκι, διαπλέοντας τον “ωραίο, γαλανό Δούναβη”, ο οποίος όμως, οφείλω να ομολογήσω, δεν ήταν ούτε γαλανός ούτε ωραίος στο μέρος εκείνο, αλλά βουρκοειδής και με τις όχθες γυμνές», και ο Γιάννης Ρίτσος, όταν θα επισκεφτεί τη Ρουμανία το 1958 για να εμψυχώσει τους πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου, θα γράψει σχετικά: «Το Βουκουρέστι είναι μια πολιτεία πλατειά σαν την ευγένεια. Στη Ρουμανία ένας Έλληνας ποτέ δεν είναι ξένος».
Μία από τις πιο ανθηρές πόλεις της Ρουμανίας και ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο, μαζί με την Οδησσό, το Γαλάτσι, την Κωνστάντζα και τη Βάρνα, ήταν εκείνη την εποχή η γενέτειρα του Παναΐτ Ιστράτι, η Βραΐλα. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω στην αριστερή όχθη του Δούναβη· μια «βεράντα» σε σχήμα μισοφέγγαρου, στο σημείο όπου ο μεγάλος ποταμός στενεύει και μια νησίδα προβάλλει στο κέντρο του. Σε αυτό το ανασήκωμα της όχθης οι Έλληνες της παραθαλάσσιας πόλης Ίστριας έχτισαν μια ποταμόσκαλα που την ονόμασαν Πετροχείλια, άρα το κατοπινό Βραΐλα θα ήταν μάλλον παραφθορά του αρχαίου ονόματος.
Στη Βραΐλα έζησαν στο πέρασμα των αιώνων χιλιάδες Έλληνες, ιδίως μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829. Με αυτή τη συνθήκη τερματίστηκε ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Πύλη αποδέχτηκε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους, ενώ δόθηκε μερική πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία στις Ηγεμονίες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί προς την περιοχή μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα και πολλοί Έλληνες, κυρίως από τα Επτάνησα, να εγκατασταθούν εδώ, αφήνοντας το στίγμα τους στα παραδουνάβια λιμάνια. Άλλοι από αυτούς ήταν ποταμοναυτικοί, δηλαδή κουμαντάριζαν τα φορτηγά ποταμόπλοια, τα περιβόητα σλέπια, στις ρηχαδιές, στους στρόβιλους και ανάμεσα από τους σπασμένους πάγους, άλλοι ήταν έμποροι και καραβοκύρηδες, ενώ πολλοί επαγγελματίες άνοιξαν σαράφικα, μπακάλικα, καφενεία, κουρεία, ραφτάδικα. Από γενιά σε γενιά οι ελληνικές οικογένειες (Μελισσαράτος, Νεγρεπόντης, Γαλιατσάτος, Καββαδίας, Καραντινός, Γκίκας, Μαυροκορδάτος, Χρυσοβελόνης, Άννινος…) ρίζωσαν στη Βραΐλα και αυτή θεωρούσαν πατρίδα τους. Στη Βραΐλα γεννήθηκαν ο μουσικοσυνθέτης Γεώργιος Σκλάβος, ο μουσικός Γιάννης Ξενάκης και ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου, που έζησε εδώ μόνο τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του, όμως συνέχιζε να επισκέπτεται τακτικά τους συγγενείς του ως το 1914.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η ζωή του Ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι δεν μοιάζει με μυθιστόρημα, είναι από μόνη της ένα μυθιστόρημα. Βάσανα της παιδικής ηλικίας, ο μόχθος της επιβίωσης, ταξίδια και περιπλανήσεις, δυνατές φιλίες και αλλεπάλληλοι έρωτες, η αγωνία για τον Ελεύθερο Άνθρωπο, όλα αυτά ο Ιστράτι τα διηγείται στα βιβλία του αυθεντικά και με τη χάρη ενός Ανατολίτη παραμυθά.
Βίωσε τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής του (τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος), ασπάστηκε το όραμα για έναν δικαιότερο κόσμο (Οκτωβριανή Επανάσταση), συνευρέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες του καιρού του (Ρομέν Ρολάν, Μαξίμ Γκόρκι, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Τζορτζ Όργουελ), περισσότερο όμως από οτιδήποτε άλλο στάθηκε όσο κανείς στο πλευρό των φτωχών και των αδικημένων. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο φίλος του Νίκος Καζαντζάκης σε κάποιο από τα κοινά τους ταξίδια στη Σοβιετική Ρωσία τού είπε μια μεγάλη αλήθεια: «Παναΐτ, η καρδιά σου εσένα ξεπερνάει κατά πολύ το μυαλό σου».
Ναι. Μόνο που αυτό ο Παναΐτ Ιστράτι έμελλε να το πληρώσει πολύ ακριβά…
«Γυρίζει και λέει στον φίλο του: «Μου φάνηκε πολύ κρύος· εσένα;». Αντίθετα, στον Καζαντζάκη έκανε καλή εντύπωση. Του φάνηκε άνθρωπος με περήφανη πειθαρχία· τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται το όραμα του κομμουνισμού για να πατήσει γερά στα πόδια του και να απλωθεί σε όλη τη γη. Ο Ιστράτι τού αντιγυρίζει με θυμό: «Εγώ δεν είμαι κρύος σαν τους Εγγλέζους, εγώ είμαι Ρωμιός, Κεφαλλονίτης. Φωνάζω, αγκαλιάζω, δίνουμαι. Εγώ πρέπει να αγαπώ τρελά κάποιον ή κάτι για να μη νιώθω άδειος και χωρίς σκοπό. Εμένα τέτοιοι άνθρωποι μ’ αρέσουν!»
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Μαγνησίας, 1958) εκτός από αφηγηματικά βιβλία έχει γράψει ένα θεατρικό έργο, πήρε μέρος σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες, συμμετείχε στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων και επιμελήθηκε τη σειρά Μια πόλη στη λογοτεχνία (Μεταίχμιο). Το 2019 το μυθιστόρημά του Γάλα Μαγνησίας βραβεύτηκε με το The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στα προγράμματα Λέσχες Ανάγνωσης και Συγγραφείς στα Σχολεία, ενώ από το 1983 ως το 2017 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά και αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του PEN Greece.
Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ανδρωμάχη, Πανδαιμόνιο, Πότε διάβολος, πότε άγγελος, Γάλα Μαγνησίας, Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας, Τελευταία νέα από την Ιθάκη, Κίτρινο ρώσικο κερί, Αλλάζει πουκάμισο το φίδι, Ποιος θυμάται τον Αλφόνς, Τελετές ενηλικίωσης.