Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Ρίζου «Tàrtaros Ltd», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 25 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Κι αν ήσασταν Κινέζος, ένας μοναχικός Κινέζος, ένας μοναχικός Κινέζος λίγο θλιμμένος;» είπε η ΗΕLL EN, το ολόγραμμα, που ξαφνικά τα μάτια της έγιναν σχιστά.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΚΑΤΗ: Το όνομά μου είναι Mo μo κου τσι ντε ρεν.
Αυτός που κλαίει σιγανά
Το όνομά μου είναι Mo mo ku qi de ren, στη γλώσσα μου το όνομά μου σημαίνει «αυτός που κλαίει σιγανά». Wang Mo mo ku qi de ren, μαζί με το επώνυμό μου. Μου είπαν ότι όταν γεννήθηκα, ο λώρος είχε γυρίσει τρεις φορές γύρω από τον λαιμό μου και πήγε να με πνίξει. Με πέταξε η μαμή στο χωριό που γεννήθηκα πάνω σ’ ένα τραπέζι και ήμουν μπλάβος και δεν ανέπνεα. Για λίγα δευτερόλεπτα. Με ξετύλιξαν, με σήκωσε πάνω η μαμή ανάποδα και με τίναζε στον αέρα να πάρω ανάσα. Και ξαφνικά άρχισα ένα κλάμα, ένα κλάμα σιγανό. Έτσι κατάλαβαν ότι είμαι ζωντανός. Από το κλάμα μου. Έτσι κλαίω και σήμερα, όποτε κλαίω. Με το ίδιο κλάμα. Μου το έλεγε η μάνα μου, όταν ζούσε. Το κλάμα σου είναι το ίδιο όπως όταν βγήκες από μέσα μου. Έτσι μου βγάλανε το όνομα Αυτός Που Κλαίει Σιγανά. Λένε ότι το όνομα που παίρνεις σε καθορίζει και όσο μεγαλώνεις του μοιάζεις. Βλακείες.
Καθόμουν πριν καιρό σ’ ένα ξύλινο παγκάκι στην αποβάθρα στον κεντρικό σταθμό των γρήγορα, εγώ –όπως μου είχε πει– σήκωσα το αριστερό χέρι, επειδή στο άλλο κρατούσα ακόμη το «βρόμικο», τον αριστερό μου βραχίονα, και του κούνησα την παλάμη σαν να χαιρετούσα. Πέντε φορές το έκανα, η πέμπτη πιο αργή, πιο ξεψυχισμένη, χωρίς να μιλάω, ούτε μορφασμούς, ούτε θεατρικότητα, αλλά με συνέπεια και σοβαρότητα, ένας συνεπής χαιρετισμός, κατά τα ισχύοντα… Τι περίεργη φάση! Το πιο περίεργο επίσης είναι ότι, όταν πήγα σπίτι και άδειασα τις τσέπες μου βρήκα μέσα δέκα δολάρια αμερικάνικα. Μάλλον θα μου τα ’ριξε χωρίς να το καταλάβω στην τσέπη του μπουφάν όσο προχωρούσαμε προς την αποβάθρα.
Έτσι άρχισαν όλα. Μετά μου ζητούσαν να τους χαιρετάω όταν έφευγαν με τα τρένα ή στους σταθμούς των λεωφορείων, ήθελαν να βλέπουν κάποιον να τους χαιρετάει όταν έφευγαν, σαν να είχαν κάποιον που θα ήθελαν να έχουν να τους χαιρετάει στ’ αλήθεια όταν έφευγαν. Δεν μιλούσα ούτε έκανα κάτι άλλο. Απλώς ήμουν εκεί και τους χαιρετούσα. Έτσι έζησα, από τότε και μέχρι που πέθανα, στις αποβάθρες, σηκώνοντας το χέρι και κουνώντας την παλάμη πότε την αριστερή πότε τη δεξιά σε αυτούς που μου το ζητούσαν, για λίγα γουάν που μου έδιναν χωρίς ποτέ να τους τα ζητάω.
Με την άκρη του όχι κινέζικου ματιού μου κοίταξα φευγαλέα την οθόνη του αλγορίθμου του χρόνου μου, και πρόσεξα μια μικρή άνοδο στην καμπύλη και μετά μια σταθεροποίηση. Η HELL EN, το ολόγραμμα, φάνηκε να τακτοποιεί τις ηλεκτρονικές σημειώσεις της και μου έκανε την επόμενη ερώτηση.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Παναγιώτης Ρίζος γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται ως δικηγόρος. Το 2014 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος το πρώτο του βιβλίο, µε τον τίτλοι Τηγανητές γοργόνες (51 µικρές ιστορίες). Διηγήµατα και κείµενά του έχουν επίσης δηµοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά).