Προδημοσίευση αποσπάσματος από το θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη «Γκουντ λακ», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
(Στο μπαρ του Μότζο. Ο ΜΗΤΣ με τον ΑΛΚΗ σ’ ένα τραπέζι. Ο ΜΗΤΣ έχει πιει αρκετά. Γερμένος πάνω απ’ το ποτό του, μονολογεί)
ΜΗΤΣ: Είμαστε, λοιπόν, μέσα σ’ ένα τούνελ και πηγαίνουμε. Μέσα σ’ ένα τρένο. Μεγάλο, μυστήριο, μαύρο τρένο. Δεν ακούγεται τίποτα παρά μόνο οι ρόδες στις ράγες. Έτσι, σαν ένα γρήγορο μπούγκι, σα ροκ εν ρολ. Κι εμείς πηγαίνουμε. Σιγά σιγά αρχίζουμε να κουνιόμαστε στο ρυθμό του ροκ εν ρολ... (Τραγουδάει) «Ουάν φορ δε μάνεϋ, του φορ δε σόουλ, παμ, παμ, παμ» Και στην άκρη του τούνελ –με προσέχεις;– Δεν υπάρχει τίποτα! Κανένα φως, καμία άκρη.
ΑΛΚΗΣ: Το ξέρω. Μου το ’πε κι ο Γιάννης αυτό.
ΜΗΤΣ: Τι; Α ναι, χμ... Δεν υπάρχει τίποτα λοιπόν. Μόνο ένας τοίχος στο τέρμα. Μαύρος κι αυτός. Αλλά εμείς συνεχίζουμε να χορεύουμε.
ΑΛΚΗΣ: Το ξέρουμε ότι στο τέρμα είναι ο τοίχος;
ΜΗΤΣ: Το ξέρουμε, αλλά δε μας νοιάζει. Απλώς χορεύουμε. Όλοι στο τρένο χορεύουν: «Ουάν φορ δε μάνεϋ, του φορ δε σόουλ παμ, παμ, παμ»...
ΑΛΚΗΣ: Δε μου τα ’πε αυτά ο Γιάννης. Αυτά με τον τοίχο δηλαδή, και που είμαστε μέσα και χορεύουμε.
ΜΗΤΣ: Ε, τι να σου πει τώρα, μωρέ, κι ο μικρός...
ΑΛΚΗΣ: Έλα ντε, πού να τα θυμάται όλα κι αυτός.
ΑΛΚΗΣ: Αφού το θέλουνε τόσο...
ΜΗΤΣ: Έτσι ντε.
ΑΛΚΗΣ: Για το χατίρι τους δηλαδή...
ΜΗΤΣ: Α ρε Άλκη, ψυχούλα.
ΑΛΚΗΣ: Να το κάνουμε, να πάει στο διάολο εκεί πέρα.
ΜΗΤΣ: Απ! Δε μας τα λες καλά τώρα.
ΑΛΚΗΣ: Τι; Γιατί;
ΜΗΤΣ: Ε, πώς γιατί; Εδώ υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν αγώνες...
ΑΛΚΗΣ: Ναι... Καλά, βέβαια, δε λέω.
ΜΗΤΣ: Οι φίλοι φίλοι και οι ιδέες ιδέες. Και η φιλία και ο έρωτας κάπου σταματάνε. Όταν θίγεται η συνείδηση του ατόμου. Εγώ τουλάχιστον προσωπικά –και συγγνώμη βέβαια που υπεισέρχομαι– σα Μητς δεν το δέχομαι.
ΑΛΚΗΣ: Ναι, αλλά αφού εγώ το δέχομαι;
ΜΗΤΣ: Δεν το δέχομαι εγώ όμως, παιδί μου, πάει τελείωσε. Δε θέλω να είμαι εγώ η αιτία να ξεφτιλίζει κάποιος τα ιδανικά του: για μισό εκατομμύριο και λίγο γκλάμουρ εκεί πέρα...
ΑΛΚΗΣ: Ένα εκατομμύριο δεν είπες ότι θα πάρουμε, ρε Μητς;
ΜΗΤΣ: Ένα; Ένα. Αξίζει τον κόπο, ρε Άλκη, να ξεπουληθείς; Αξίζει;
ΑΛΚΗΣ: Ε, όχι, αλλά... Αφού όμως δεν είναι γι’ αυτό. Σου είπα, για τους άλλους θα το κάνω.
ΜΗΤΣ: Ποιους άλλους; Εδώ αυτοί σου βάλαν το μαχαίρι στο λαιμό. Εκβιασμό σου κάνανε. Άσε, άσε, αγόρι μου, και τα ξέρω.
(Παύση)
ΑΛΚΗΣ: Κάτσε, ρε Μητς, γιατί μ’ έχεις μπερδέψει τώρα.
ΜΗΤΣ: Εκτός αν το θες κι εσύ από μόνος σου, τι να πω πια;
ΜΗΤΣ: Εγώ πάντως δεν του ’πα τίποτα, τώρα τα λέω σ’ εσένα.
ΑΛΚΗΣ: Το ξέρω, τίποτα δεν του ’πες εσύ. Μόνο σκονάκι που του τα ’γραψες.
ΜΗΤΣ: Δηλαδή, ρε Άλκη, πού το πας τώρα;
ΑΛΚΗΣ: Γι’ αυτό σε φώναξα, να βρεθούμε απόψε εδώ οι δυο μας.
ΜΗΤΣ: Έχουμε ξαναβρεθεί εδώ νομίζω, στο Μότζο.
ΑΛΚΗΣ: Ναι. Για να ξεδιαλύνουμε το θέμα λοιπόν–
ΜΗΤΣ: Νομίζω ήτανε την τέταρτη φορά αφού είχαμε γνωριστεί.
ΑΛΚΗΣ: Την τέταρτη. Να μιλήσουμε και άμα είναι να τελειώνουμε.
ΜΗΤΣ: Ή μήπως ήτανε την πέμπτη;
ΑΛΚΗΣ: Την πέμπτη. Γιατί εδώ κοντεύουμε να βαρέσουμε διάλυση σα συγκρότημα.
ΜΗΤΣ: Κάτσε, ρε, η πέμπτη φορά ήτανε στο Τζασμίν.
ΑΛΚΗΣ: Στο Τζασμίν, εντάξει.
ΜΗΤΣ: Τέλος πάντων, έχει καμιά σημασία πότε ήτανε;
ΑΛΚΗΣ: Όχι, βέβαια.
ΜΗΤΣ: Ε, ξεκόλλα τότε. Τι έλεγες;
ΑΛΚΗΣ: Ότι κοντεύουμε, τι κοντεύουμε δηλαδή, που έχουμε βαρέσει διάλυση.
ΜΗΤΣ: Για το σαπόρτ στη Μαντόνα, ε;
ΑΛΚΗΣ: Ναι. Έλεγα, λοιπόν, ότι άμα είναι να το διαλύσουμε...
ΜΗΤΣ: (Με προσδοκία) Ναι;
ΑΛΚΗΣ: Και για τα παιδιά δηλαδή...
ΜΗΤΣ: Ναι; Άντε μπράβο...
Λίγα λόγια για το έργο
Η ιστορία του παγκοσµίως άσηµου ροκ συγκροτήµατος «Γκουντ Λακ» και του εξίσου παγκοσµίως ανεκδιήγητου µάνατζέρ τους, Μητς. Γκουντ Λακ! Γιατί ποιος δεν χρειάζεται λίγη καλή τύχη, σήµερα και πάντα;
Λίγα λόγια για τον δημιουργό
Ο Βασίλης Κατσικονούρης είναι από τους πιο γνωστούς δραματουργούς της τελευταίας γενιάς της μεταπολεμικής ελληνικής δραματογραφίας, που το έργο τους καρποφόρησε κυρίως μετά το millenium. Το Γκουντ Λακ γράφτηκε περίπου την ίδια εποχή όπως το πιο γνωστό έργο του Το γάλα (2003), αλλά έμεινε ανέκδοτο. Ανέβηκε πρώτη φορά τη σεζόν 2019-20.