
Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου Αντώνη Τζωρτζακάκη «Μπίζνες αζ γιούζουαλ», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Οι σπασμένοι
Είχε ξυπνήσει από τις πεντέμισι, αν είχε κοιμηθεί καθόλου δηλαδή όλο το βράδυ. Αμέσως άπλωσε το χέρι του και με τα ακροδάχτυλα ακούμπησε το μεταλλικό τριγωνάκι που ήταν πάνω στο κομοδίνο δίπλα σε μια δίφυλλη χριστουγεννιάτικη κάρτα που έστεκε όρθια.
Στις έξι άκουσε τη βρύση του μπάνιου, ξερά βηξίματα και φλέματα που χτύπαγαν τον νιπτήρα. Όταν η βρύση έκλεινε ακουγόταν ολοκάθαρα ο τραχύς, ανατριχιαστικός ήχος που κάνει το ξυράφι στο μάγουλο. Αυτοί οι αντρικοί ήχοι τον τρόμαζαν. Τα περισσότερα πρωινά τους άκουγε κουκουλωμένος, καθώς ο πατέρας του ετοιμαζόταν για τη δουλειά. Είναι πολύ σπουδαίοι οι μεγάλοι άντρες, δουλεύουν, ντύνονται με κουστούμια, οδηγούν, πηγαίνουν στα καφενεία, είναι αρχηγοί. Σε λίγο η εξωτερική πόρτα του μικρού διαμερίσματος έκλεισε με δύναμη.
Ανακουφίστηκε.
Πέταξε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Ανοίγοντας την πόρτα τον αγκάλιασε μυρωδιά ζεστής ζυμωμένης πίτας που ερχόταν από την κουζίνα, αυτή η μυρωδιά που σήμαινε ζεστασιά, θαλπωρή, ασφάλεια, προστασία, όλα αυτά μαζί.
«Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;» τον ρώτησε η μάνα του με σηκωμένα τα μανίκια, μία τεράστια ποδιά μπροστά της και υπολείμματα από ζύμες στα χέρια.
Δεν απάντησε τίποτα, απλώς τρύπωσε στο μικρό μπάνιο για να ετοιμαστεί. Ήταν κρύο και ακατάστατο αλλά έπρεπε να μπανιαριστεί, να πλύνει τα δόντια του, να χτενιστεί, να μυρίζει όμορφα. Πώς αλλιώς θα στεκόταν στις πόρτες των ανθρώπων, με το τριγωνάκι; Πίεζε το σφουγγάρι δυνατά στο σώμα του, έβαλε τρεις φορές σαμπουάν στα μαλλιά του, να είναι σίγουρος ότι θα είναι καθαρός, θα μοσχομυρίζει, θα τον συμπαθήσουν.
Τα μαλλιά του έσταζαν και τυλιγμένος με μια πετσέτα μπήκε στο δωμάτιό του που είχε αρχίζει να φωτίζεται ελαφρά. Πήγε προς το μικρό παράθυρο με αγωνία και είδε τη συννεφιά που είχε ανατείλει. Ευτυχώς φαινόταν ότι δεν θα έβρεχε, αλλά είχε κρύο.
Τα ρούχα που θα έβαζε τα είχε διαλέξει από χτες. Έπρεπε να είναι πιο «καλά» αλλά και άνετα. Σκεφτόταν με τρόμο αυτά τα μάλλινα παντελόνια, για «καλά», που του φόραγε η μάνα του. Σαν χιλιάδες βελόνες να τρυπάνε το δέρμα και το μυαλό του σε κάθε του κίνηση, προσπαθούσε να περπατάει με τέτοιον τρόπο ώστε το ύφασμα να τον ακουμπά όσο το δυνατόν λιγότερο. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μάλλινα πουλόβερ που του φορούσε πάνω από λεπτές φανελίτσες που δεν κάλυπταν τους ώμους. Κυρίως τα έπλεκε μόνη της με χοντρές μάλλινες ίνες που μπερδεύονταν γύρω από τεράστιες βελόνες πλεξίματος και σχέδια που έβλεπε από σχετικά περιοδικά. Αυτά έκαναν το μαρτύριο αβάσταχτο αφού, λόγω της πλέξης, δεν είχαν καμία ελαστικότητα και απλώς κόλλαγαν πάνω στο γυμνό σώμα από τους ώμους έως τους καρπούς. Συνήθως ίδρωνε πριν ακόμα του τα φορέσει, από τον φόβο του, και πάντα κατέληγε κόκκινος, καταϊδρωμένος, με υγρά μάτια. Μόνο μετά από πολλή ώρα όταν είχε συντριβεί κάθε αντίδραση μέσα του, όταν ο ιδρώτας είχε πλέον αρχίσει να εξατμίζεται, ένιωθε μια περίεργη λυτρωτική εξάντληση. Ξανακοίταξε το καφέ κοτλέ παντελονάκι και το βαμβακερό καρό μπεζ πουκαμισάκι και άπλωσε το χέρι του να τα ακουμπήσει. Του φάνηκαν τόσο μαλακά στην αφή, έχωσε όλο του το πρόσωπο στο πουκαμισάκι, δεν ένιωθε τις βελόνες πια.
«Πάω στον φούρνο» άκουσε δυνατά από μέσα.
Απελευθερώθηκε.
Πάνω στο γραφείο του ήταν το χαρτί που έγραφε και έσβηνε από χθες. Όλοι οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι που θα πήγαινε σήμερα. Είχε μελετήσει και τις αποστάσεις ώστε να φτιάξει τα δρομολόγια, ποιοι ήταν κοντά με άλλους, με ποια σειρά, πόσο χρόνο θα έπαιρνε. Είχε βάλει και κάπως μακρινούς, ίσως να πήγαινε και δύο, τρεις στάσεις με το τρόλεϊ, αν και του το απαγόρευαν, τόσο μικρός που ήταν. Αυτός όμως είχε ανέβει στο τρόλεϊ με φίλους χωρίς να το πει, πολλές φορές. Αν και μέσα στο τρόλεϊ δεν θα «τα έλεγε», ντρεπόταν τους μεγάλους αγνώστους, θα ήταν μόνο απλός επιβάτης με εισιτήριο.
Η συννεφιά ήταν ακόμα εκεί όταν ντυμένος πια κοιτούσε από το μπαλκόνι του σαλονιού. Ο στενός κατηφορικός δρόμος μπροστά του είχε και κάποια αυτοκίνητα αλλά και πεζούς. Ο κυρ Σταύρος ο ψιλικατζής απέναντι είχε απλώσει, σε ξύλινες βάσεις, όπως κάθε μέρα, περιοδικά και εφημερίδες και κάμποσοι στέκονταν να ρίξουν μια ματιά και έπιαναν ψιλή κουβέντα για λίγο.
Αυτός από το μπαλκονάκι άκουγε καθαρά τι έλεγαν, τι απόσταση να είναι από το ισόγειο το δικό τους μέχρι το απέναντι ψιλικατζίδικο, δύο στενά πεζοδρόμια, ένας δρόμος με δύο σειρές παρκαρισμένα και μια λωρίδα ελεύθερη, που φορτηγό δεν χωρούσε.
Πάνω στο γραφείο του ήταν το χαρτί που έγραφε και έσβηνε από χθες. Όλοι οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι που θα πήγαινε σήμερα. Είχε μελετήσει και τις αποστάσεις ώστε να φτιάξει τα δρομολόγια, ποιοι ήταν κοντά με άλλους, με ποια σειρά, πόσο χρόνο θα έπαιρνε. Είχε βάλει και κάπως μακρινούς, ίσως να πήγαινε και δύο, τρεις στάσεις με το τρόλεϊ, αν και του το απαγόρευαν, τόσο μικρός που ήταν. Αυτός όμως είχε ανέβει στο τρόλεϊ με φίλους χωρίς να το πει, πολλές φορές.
Έστριψε τον καρπό του να δει την ώρα. Είχαν πει με τον φίλο του για οχτώ παρά και ήταν ήδη οχτώ. Ανησύχησε λίγο και μπήκε μέσα να μαζέψει το τριγωνάκι του, να φέρει τα παπούτσια του, να πάρει το μπουφάν του, να τα έχει όλα έτοιμα. Το μπουφάν του ήταν ολοκαίνουργιο, αδιάβροχο αθλητικό, του το είχε φέρει για χριστουγεννιάτικο δώρο ο ηλικιωμένος θείος της μάνας του, ο συνταξιούχος άτεκνος συμβολαιογράφος, ο πλούσιος της οικογενείας, άρα και ο πιο σπουδαίος. Χάιδεψε την εξωτερική τσέπη, στην αριστερή πλευρά, ψηλά στο ύψος του στήθους. Άνοιξε τα δύο μεταλλικά κλιπ και το φερμουάρ που έκρυβαν από κάτω. Ήταν το ιδανικό, ασφαλές πορτοφόλι για τα χαρτονομίσματα που θα τους έδιναν.
Όπως και να το κάνεις, είχε σκεφτεί ήδη και τι θα έκανε με τα λεφτά. Ανάλογα με το πόσα θα ήταν, ίσως και να έπαιρνε δύο ομάδες για το Subbuteo, το φοβερό επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι. Η μία, αυτή που είχε ήδη και έπαιζε, δεν ήταν καν δική του. Του την είχε χαρίσει ο φίλος του ο Άρης, κάμποσα χρόνια μεγαλύτερος και μέντοράς του, είχε όμως έξι «σπασμένους».
Βλέπεις, όταν κατά λάθος, όπως έπαιζαν στο μεγάλο τσόχινο γήπεδο, πατούσαν με τα χέρια τους τα μικρά πλαστικά παιχτάκια, αυτά έσπαζαν και μετά τα κολλούσαν προσεκτικά με φωτιά πάνω στην πλαστική τους βάση, μικρό μέρος της οποίας έλιωνε για λίγο και ξανακρύωνε, στέρεα πια. Το τίμημα ήταν, ότι αυτά τα επιδιορθωμένα παιχτάκια ήταν πιο κοντά από τα κανονικά, σαν η βάση να ξεκίναγε από τα γόνατά τους. Άλλα έγερναν προς τα μπρος ή προς τα πίσω, είχαν χάσει την κανονική τους ευστάθεια και πάνω στο τσόχινο γήπεδο έμοιαζαν με ομάδα αναπήρων ή παιδιών που στέκονταν μεθυσμένα και παράταιρα.
Ίσως γι’ αυτό όσα παιδιά έπαιζαν με αυτά έβαζαν περισσότερο πείσμα, πιο πολύ δεξιοτεχνία με τα δάχτυλα έτσι όπως τα έσπρωχναν για να μην υστερήσουν τελικά σε αποτέλεσμα. Η μάνα του δεν ξόδευε για τέτοια παιχνίδια, αν και την είχε παρακαλέσει πολλές φορές, αλλά τώρα δεν θα ρώταγε κανέναν. Η ολοκαίνουργια ομάδα με κίτρινη φανέλα, μαύρο σορτσάκι και κίτρινες με μαύρο τελείωμα κάλτσες, θα ήταν όχι μόνο στο μυαλό του αλλά και στα χέρια του. Και με όλους τους παίχτες ευθυτενείς, αγέρωχους, ψηλούς και λαμπερούς.
Η εξώπορτα άνοιξε ξαφνικά και η μάνα του μπήκε φορτωμένη με δύο πλαστικές τσάντες και φραντζόλες που προεξείχαν.
«Τι έγινε, έτοιμος;»
«Ναι, εντάξει όλα».
«Ωραία» είπε καθώς ξεφόρτωνε τα πράγματα του φούρνου στον πάγκο της κουζίνας.
«Να σου πω, με τον Καραλή δεν μου είπες θα πάτε για κάλαντα;»
«Ναι, έχει αργήσει, είχαμε πει για οχτώ παρά».
«Νομίζω ότι τον είδα στην Παπαδά με τον Άλκη, με τα τρίγωνα να μπαίνουν σε μία πολυκατοικία».
Δεν είπε τίποτα. Έκανε μερικά βήματα και βγήκε στο μπαλκόνι, κοιτώντας ανήσυχα, στρέφοντας το κεφάλι του αριστερά και δεξιά. Η συννεφιά ήταν η ίδια, τα αυτοκίνητα τα ίδια, οι περαστικοί οι ίδιοι. Η καρδιά του μόνο χτύπαγε πιο δυνατά. Ξαναμπήκε, έβγαλε τα παπούτσια του, πήγε γρήγορα στο δωμάτιό του και σαν από ντροπή έκλεισε την πόρτα.
«Γιατί έβγαλες τα παπούτσια σου; Τι έγινε, τι έπαθες;» είπε καθώς άνοιγε την πόρτα.
«Δεν θα πάω».
«Γιατί;»
«Έτσι, δεν θέλω».
Το κουδούνι της εισόδου της πολυκατοικίας χτύπησε βιαστικά.
Εκείνη βγήκε από το δωμάτιο και πάτησε το κουμπί της ακρόασης.
«Χρόνια πολλά, κυρία Μάρω, λέτε στον Κώστα να κατέβει;»
Το άκουσε από το δωμάτιό του, ενώ κοιτούσε έντονα το χαρτί με τα δρομολόγια.
«Δεν θα πάω πες» φώναξε με δυνατή σταθερή φωνή που μπορεί να ακούστηκε μέχρι κάτω και χωρίς τη διαμεσολάβηση του θυροτηλεφώνου. Από το συρτάρι του μικρού γραφείου έβγαλε το κουτί της ομάδας με τους έξι «σπασμένους». Το άνοιξε και κοίταξε επίμονα την ομάδα. Ένα χαμόγελο έγινε το πρόσωπό του. Τα μάτια του δεν ήταν υγρά. Ο ιδρώτας από τα μάλλινα παντελόνια δεν κυλούσε στα πόδια του. Δεν τον τσιμπούσαν βελόνες.
Σήκωσε με προσοχή ένα κοντό παιχτάκι που έγερνε προς τα μπρος και το άφησε μαλακά μπροστά του πάνω στο γραφείο. Ο μικρός σακατεμένος παίχτης τον κοιτούσε με το σταθερό, ανέκφραστο πλαστικό του βλέμμα. Δεν ήταν μόνος, δεν ήταν μικρός, δεν ήταν αδύναμος. Το ξυράφι έγδερνε το μάγουλό του, άκουγε τον ανατριχιαστικό ήχο της μεταλλικής λεπίδας πάνω στο απαλό δέρμα. Άγγιξε το μάγουλό του και συνέχισε να χαμογελά στον ανέκφραστο, πλαστικό, σακατεμένο παίχτη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το Μπίζνες αζ γιούζουαλ έχει μόνο στόχο να πει τις ιστορίες. Ζωντανές ιστορίες σαν αυτές που συμβαίνουν καθημερινά στους ανθρώπους. Ιστορίες που γεννιούνται στον επαγγελματικό και οικογενειακό περίγυρο. Επιχειρηματίες, στελέχη, συνάδελφοι, φίλοι, πατέρες, μητέρες, γιοι, κόρες. Μια διαρκής μάχη επιβίωσης, επιβολής και εξουσίας. Αριβισμός, κυνισμός, ναρκισσισμός, φόβος, φθόνος, αδιαφορία, υποκρισία, μυρωδιές που αναδύονται από φανταχτερά γραφεία, σπίτια, αυτοκίνητα. Αλλά και αγάπη, ακεραιότητα, αντοχή. Όλα μαζί αθροίζονται και αφαιρούνται σε ένα αέναο ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αντώνης Τζωρτζακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και έχει διπλή καταγωγή από την Κρήτη. Σπούδασε στην σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστήμιου Πατρών και έκανε το MBA του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκτοτε εργάζεται στο εξωτερικό και στην Ελλάδα πάντα στον χώρο της τεχνολογίας και της καινοτομίας, αναλαμβάνοντας ανώτατες θέσεις ευθύνης. Η αγάπη του για τη λογοτεχνία είναι ανεξήγητη και ανεξάντλητη. Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.