Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Χαρτοματσίδη «Ρίο Γκράντε» το οποίο κυκλοφορεί στις 8 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
«Την άλλη φορά που θα ’ρθεις στο επισκεπτήριο, μη φορέσεις κιλότα! Εγώ θα σκύψω κάτω από το τραπέζι κι εσύ θ’ ανοίξεις τα πόδια σου να σε κοιτάω!» Έτσι της είχε ψιθυρίσει λαχανιασμένος και της είχε κοπεί η ανάσα. Δίπλα της η μάνα του να μυξοκλαίει και να μην καταλαβαίνει τίποτα, κι η ίδια η Ανθούλα να προσπαθεί να φανεί ψύχραιμη με όλα αυτά τα καμώματα.
«Δηλαδή ξεβράκωτη να έρθω, ρε Μπίλη;» τσίριξε, κι ο άλλος ακόμα περισσότερο πεισμάτωσε.
«Ναι, ρε, ξεβράκωτη! Τι θα πάθεις; Φοβάσαι μη σου κρυώσει το…»
Τότε μόνο, εντελώς κουφά, παρενέβη η μάνα του.
«Κρυολόγησες, παιδί μου;»
Η Ανθούλα μειδίασε ψυχρά.
«Να της πω τι μου έλεγες;»
«Αφού είσαι διεστραμμένη και γουστάρεις!»
«Φταίω εγώ, που ήρθα να σε επισκεφτώ στη φυλακή!» Ένας λυγμός τής ξέφυγε κι ήθελε να σηκωθεί και να φύγει. Την πρόλαβε όμως η μαμά του Μπίλη, η κυρία Πελαγία. Την πίεσε στον ώμο.
«Θα σας αφήσω να τα πείτε μόνοι σας, παιδί μου! Έπρεπε να το είχα κάνει πιο νωρίς, αλλά ήθελα να είμαι κοντά του».
«Μα δεν έχουμε τίποτα να πούμε» προσπάθησε να ξεφύγει η Ανθούλα, ο Μπίλης όμως, το βρομο-άλιεν, την τυραννούσε σκόπιμα.
«Καλά το κατάλαβες, μάνα, έχουμε να πούμε τα δικά μας, σαν ζευγάρι».
«Αφού δεν είμαστε ζευγάρι, ρε συ!» Μέχρι και τα γυαλιά της Ανθούλας έτρεμαν από την οργή της. Δυο μέτρα στέκα, με το ντύσιμο του κατηχητικού και τα μαλλιά πλεξούδα κουλουριασμένη στον σβέρκο, αναρωτιόταν τι δουλειά είχε και πήγε στο επισκεπτήριο.
«Ε, μπορεί και να γίνουμε! Αν κάνεις αυτά που σου λέω».
«Θα ’ρθεις!» είπε ο Βασιλάκης χαμογελώντας βρόμικα κι η σιγουριά στη φωνή του ήτανε που την τρέλαινε. «Κι όχι μόνο θα ’ρθεις αλλά και θα πεις στον πατέρα σου να βάλει το χέρι στην τσέπη. Δεν ξέρω τι θα κάνει, θα πουλήσει την νταλίκα, θα κόψει τον λαιμό του, μα θα βρει λεφτά για να με βγάλει αποδώ μέσα. Αλλιώς θα τρελαθώ! Όλοι ύστερα από έναν χρόνο αυτό παθαίνουν! Θα σαλτάρω, κι όταν βγω έξω, ποιος ξέρει τι θα κάνω! Και πρώτα πρώτα σε σένα θα ξεσπάσω!»
«Δεν πρόκειται να τα κάνω!» του αρνήθηκε κοφτά, μα ποιος ξέρει γιατί δεν σηκώθηκε να φύγει μαζί με τη μάνα του.
«Και κοίτα να είσαι ξυρισμένη!» συνέχισε ο Μπίλης. «Όχι όμως εντελώς, να αφήσεις και κάτι, κάποιο χτένισμα, μια τούφα τέλος πάντων, κι αν δεν ξέρεις από αυτά, ρώτα για να μάθεις».
«Αν μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο, άλλη φορά δεν έρχομαι!»
«Θα ’ρθεις!» είπε ο Βασιλάκης χαμογελώντας βρόμικα κι η σιγουριά στη φωνή του ήτανε που την τρέλαινε. «Κι όχι μόνο θα ’ρθεις αλλά και θα πεις στον πατέρα σου να βάλει το χέρι στην τσέπη. Δεν ξέρω τι θα κάνει, θα πουλήσει την νταλίκα, θα κόψει τον λαιμό του, μα θα βρει λεφτά για να με βγάλει αποδώ μέσα. Αλλιώς θα τρελαθώ! Όλοι ύστερα από έναν χρόνο αυτό παθαίνουν! Θα σαλτάρω, κι όταν βγω έξω, ποιος ξέρει τι θα κάνω! Και πρώτα πρώτα σε σένα θα ξεσπάσω!»
«Γιατί να τα κάνω όλα αυτά; Ούτε το κορίτσι σου είμαι ούτε τίποτα!»
«Αφού η μάνα σου με κάρφωσε στους μπάτσους!»
«Κι εσύ γιατί έκανες τη ληστεία;»
«Για να σε εντυπωσιάσω».
«Τι βλακείες είναι αυτές που μου λες! Αφού αγαπάς τη Βάσια, την τραγουδιάρα».
«Αυτός είναι ο πόνος σου;»
«Ναι, αυτός».
«Μάθε τότε πως με τη Βάσια έχουμε τελειώσει για πάντα. Κι εκτίμησα πολύ που έστω κι αργά μου συμπαραστάθηκες. Μάλλον σε κάποιο βιβλίο θα το έχεις διαβάσει, ε;» Ο Μπίλης γέλασε και πάλι. Τα δόντια του είχαν κιτρινίσει από το κάπνισμα. «Το βρήκα! Περιμένεις τη συνέχεια της Σόνιας και του Ρασκόλνικοφ στη Σιβηρία, αλλά ο συγγραφέας δεν την έγραψε ποτέ».
Και σηκώθηκε να φύγει, αφήνοντάς την άναυδη. Κάποιοι από την άλλη πλευρά ήδη της κάνανε βρόμικες χειρονομίες.
2
«Με σένα δεν τελειώσαμε, αγοράκι!»
Να κάτσει φρόνιμα του έλεγε, γιατί αλλιώς... Και δεν γινόταν να παίξει μαζί του, γιατί βρομιάρης ήτανε κι αλήτης! Και ήξερε με σιγουριά ότι θα ερχότανε ξανά!
Δυο τραπεζάκια είχε βγάλει στο πεζοδρόμιο, και το τεράστιο ροτβάιλερ κατούρησε το ένα.
«Ε!» φώναξε ο Βασιλάκης, ο Μπίλης δηλαδή, κι έτρεξε εκνευρισμένος προς το μέρος του. «Δεν θα μαζέψεις το κοπρόσκυλό σου;»
Ο άλλος όμως, τριχωτός και κοιλαράς, μειδίασε ειρωνικά: «Ε, και τι έγινε;»
«Το σκυλί σου κατούρησε το τραπέζι».
«Σιγά το πράμα! Λίγα τσίσα έκανε το μωρό».
«Ποιος θα τα καθαρίσει;» είπε o Mπίλης και πια βαρούσε ο παλμός του στον λαιμό. Χτυπούσε η καρδιά του σαν τουμπελέκι.
Εσύ. Εσύ θα τα καθαρίσεις, μαλάκα! Αυτό έλεγε το βλέμμα του. Ο χοντρός είχε σμίξει τις φρυδάρες. Λύσσαξε ο σκύλος. Γρύλισε προειδοποιητικά, έτοιμος να τον κατασπαράξει. Μόλις που τον συγκρατούσε ο αγριάνθρωπος. Τον χάιδεψε λιγάκι για να ηρεμήσει.
«Δεν σε μαλώνει ο κύριος. Σ’ αγαπάει». Προσπάθησε τάχανα χαμογελάσει, μα δεν του έβγαινε καθόλου, και ψεύτικο ακούστηκε το δήθεν φιλικό: «Δεν θα κεράσεις μια μπιρίτσα;».
Μόνο τότε συνειδητοποίησε ο Μπίλης με ποιον είχε να κάνει. Του είχε κουβαληθεί ο ίδιος ο Δάκος ο Τζιγέρης, με το μάτι το θολό και το καταϊδρωμένο φανελάκι Police, ο πιο νταής μπάτσος των Αμπελοκήπων.
«Εσένα δεν σε σερβίρω».
«Σώπα!»
Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο χοντρός πλησίασε την είσοδο. Με μια κίνηση της κοιλιάς παραμέρισε τον Βασιλάκη και χώθηκε στο μαγαζί. Μαζί και το σκυλί.
«Ε!» φώναξε πάλι ο Μπίλης και μόνο τότε το θηρίο σταμάτησε. Τον κοιτούσε όμως με το στόμα ανοιχτό και τα σάλια του να τρέχουν.
Ο τύπος πήρε με άνεση μια μπίρα απ’ το ψυγείο. Μετά κάθισε έξω λαχανιασμένος. Την άνοιξε με τα πλαϊνά του δόντια και έφτυσε το καπάκι σαν κουκούτσι. Καμάρωνε για την εντύπωση που προκάλεσε. Σαστιμάρα και δέος! Πάντα έπιανε το κόλπο. Το είχε δει σε κάποια ταινία. Τα κάνανε απάνω τους από τον φόβο! Χαμογέλασε ειρωνικά κι άρχισε να πίνει διψασμένος. Σε χρόνο μηδέν είχε ήδη κατεβάσει τη μισή. Την υπόλοιπη την έδωσε στον σκύλο. Κρατούσε το μπουκάλι σαν μπιμπερό κι εκείνος ρουφούσε αχόρταγα, με την μπίρα να χύνεται απέξω.
«Μπράβο, Σαλιάρη!» τον ενθάρρυνε και ύστερα στράφηκε στον Μπίλη: «Δεν έκοψες απόδειξη, παλικάρι;».
Δεν το ’λεγε για πλάκα. Το εννοούσε, ο μπάσταρδος! Και μάλιστα συνέχισε ακόμα πιο αυστηρά: «Μήπως θέλεις να καλέσω το ΣΔΟΕ; Έχεις και βεβαρυμένο παρελθόν, ξέρεις…».
Ο τύπος πήρε με άνεση μια μπίρα απ’ το ψυγείο. Μετά κάθισε έξω λαχανιασμένος. Την άνοιξε με τα πλαϊνά του δόντια και έφτυσε το καπάκι σαν κουκούτσι. Καμάρωνε για την εντύπωση που προκάλεσε. Σαστιμάρα και δέος! Πάντα έπιανε το κόλπο. Το είχε δει σε κάποια ταινία. Τα κάνανε απάνω τους από τον φόβο! Χαμογέλασε ειρωνικά κι άρχισε να πίνει διψασμένος. Σε χρόνο μηδέν είχε ήδη κατεβάσει τη μισή. Την υπόλοιπη την έδωσε στον σκύλο. Κρατούσε το μπουκάλι σαν μπιμπερό κι εκείνος ρουφούσε αχόρταγα, με την μπίρα να χύνεται απέξω.
Ναι, ρε, το είχε το παρελθόν του ο Μπίλης, τότε που για μια βλακεία τον είχαν χώσει μέσα. Είκοσι χρονάκια πριν, όταν ντυμένος Αϊ-Βασίλης είχε μπουκάρει στο ζαχαροπλαστείο του Πιτ Καλαβάθη. Με το πιστόλι, το αεροβόλο, διέλυσε μια τούρτα, και πετάχτηκαν σαν μυαλά οι σαντιγές και κύλησε αργά το κερασάκι. Μετά σημάδεψε κάποιο λικέρ, που τρέχαν τα σιρόπια του παχύρρευστα, γαλάζια, σωστές μύξες αγγέλων, γιατί ήταν κι άγιες μέρες, που να πάρει, κι έκανε ψοφόκρυο, κι ακόμα και τα αγγελούδια που ψέλνανε στα ουράνια θα ήτανε συναχωμένα. Του είχε ορμήσει τότε ο ιδιοκτήτης με ένα πακεταρισμένο κέικ, μα έφαγε τη μεταλλική μπίλια στον ώμο και βόγκηξε γοερά, ο μπάσταρδος. «Τα λεφτά!» διέταξε ο Μπίλης και δεν εννοούσε τα ψιλά στο ταμείο αλλά την τσάντα με τις δεσμίδες, που πρωί πρωί τον είχε δει να σηκώνει από την τράπεζα. Αυτό ήταν το παρελθόν του, ένδοξο και ηρωικό, γιατί το άλλο, το μετά, με τις ταπεινώσεις και τα βάσανα, δεν ήθελε να το θυμάται. Αλλά αυτό όλο κι ερχόταν απρόσκλητο, σαν ετούτον εδώ τον μπάτσο, όλο και χτυπούσε με το δαχτυλάκι στο τζάμι, για να απαιτήσει και να εκβιάσει, και θόλωνε το μυαλό του απ’ την οργή κι έπαιρνε συνέχεια τις λάθος αποφάσεις.
«Ναι, ρε, έχω κάποιο παρελθόν» απάντησε με σταθερή φωνή. «Γι’ αυτό δεν μου αρέσουν οι εκβιασμοί».
«Ώστε η απόδειξη είναι εκβιασμός;» αρπάχτηκε ο Τζιγέρης και πάλι έγινε βλοσυρός και πάλι έπαιξε το χοντρό του φρύδι. «Θα με παρακαλάς, μαλάκα, μα θα είναι αργά». Σηκώθηκε βαριά. «Πάμε, Σαλιάρη!» Το σκυλί, που μετά την μπίρα είχε λουφάξει, τινάχτηκε όρθιο.
«Επ, δεν πλήρωσες το ποτό» του φώναξε, μα ο άλλος σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Δεν υποχρεούμαι αφού δεν έκοψες απόδειξη». Ετοιμαζότανε πια να την κάνει, όταν γύρισε ξαφνικά. Κι ήταν ακόμα πιο θολό το βλέμμα του. Και είχε αγριέψει περισσότερο. «Με σένα δεν τελειώσαμε, αγοράκι! Θα ξανάρθω, να το ξέρεις. Μαζί μου δεν ξεμπλέκεις τόσο εύκολα».
Μόνο τότε έφυγε.
Προς το παρόν…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μπορούν οι παλιοί έρωτες να διαλύσουν την οικογενειακή γαλήνη; Να ξυπνήσουν σαν εφιαλτικές ονειρώξεις παλιές ενοχές και να μας βάλουν σε δοκιμασία; Μπορούν τα φαντάσματα απ’ τα παλιά να εισβάλουν στην καθημερινότητά μας απαιτώντας νέες και νέες ταπεινώσεις μέχρι να μας αναγκάσουν να ξεφύγουμε από το μονοπάτι της αρετής;
Είκοσι χρόνια αφότου έχει βγει από τη φυλακή ο Μπίλης νομίζει πως έχει βάλει τη ζωή του σε μια τάξη. Έχει παντρευτεί με την Ανθούλα κι έχουν αποκτήσει δυο παιδιά. Όλα πάνε καλά, μέχρι τη στιγμή που ένας διεφθαρμένος αστυφύλακας αποφασίζει να εκβιάσει τον Μπίλη, πουλώντας του προστασία. Ταυτόχρονα ξυπνάνε δυο παλιοί έρωτες – του Μπίλη με την τραγουδίστρια της νύχτας Βάσια, και του αστυνομικού διευθυντή Βελέγκα με τη γυναίκα του Μπίλη Ανθούλα. Τα μοιραία πάθη θα φέρουν ριζικές ανατροπές. Μόνο που, στο ερωτικό τετράγωνο, η μια πλευρά παίζει ύπουλα κι έχει σκοπό να καταδυναστέψει και να καταστρέψει τους υπόλοιπους τρεις.
Ένα μυθιστόρημα για τους λάθους έρωτες που εξακολουθούν να μας παθιάζουν και για τα νεανικά μας λάθη τα οποία, ενώ θα έπρεπε να ωριμάζουμε, επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά. Αλλά και για τις αξίες στις οποίες συνεχίζουμε να πιστεύουμε, σε πείσμα των συμβιβασμών που κάνουμε.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γεννήθηκε το 1954. Σπούδασε Ιατρική κι εργάστηκε ως Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κομοτηνής. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού Μανδραγόρας. Έχει εκδώσει πέντε μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα. Τέσσερα θεατρικά του έχουν ανέβει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, στη Θεσσαλονίκη και σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας. Έχει δύο πανβουλγαρικά βραβεία για διήγημα και μυθιστόρημα κι έχει προταθεί δύο φορές για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω και μία του Αναγνώστη.