Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού «Η φωνή στα χέρια της» το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Ιουνίου από τις εκδόσεις Ίκαρος. Στο τέλος της ανάρτησης η playlist του βιβλίου, από την Ντορίνα Παπαλιού.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το μόνο που ακούγεται καθαρά καθώς γονατίζει μέσα στον ναό είναι η γρήγορη ανάσα της. Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι της αγγλικανικής εκκλησίας, η βαριά ξύλινη σκαλιστή πόρτα, που μπαίνοντας την τράβηξε πίσω της με δύναμη για να κλείσει, έχουν σφραγίσει απέξω τον αχό της πόλης, τις φωνές και τους κρότους των μαστόρων που, αψηφώντας τη βροχή, σκαρφαλωμένοι στη σκαλωσιά, συνηθισμένοι στον φθινοπωριάτικο καιρό, συνεχίζουν τις εργασίες αποκατάστασης της μπροστινής όψης του ναού.
Μια φορά ακόμη, λέει, μία.
Γέρνει προς τα μπρος και ανοίγει την παραλληλόγραμμη, λευκή, γυαλιστερή Gewa θήκη. Την είχε αγοράσει για εκείνο μόλις το απέκτησε. Έκρινε πως είχε τις καλύτερες προδιαγραφές ασφαλείας –για τις αλλαγές θερμοκρασίας και υγρασίας, για τυχόν χτυπήματα– και την είχε διαλέξει στο χρώμα που ταίριαζε στο νέο της ξεκίνημα, μαζί του. Πιάνει ανάμεσα από τα δοξάρια της το βαρύτερο, το Voirin, και το σφίγγει ώσπου να τεντώσει τις τρίχες όσο πρέπει. Βγάζει το ρετσίνι από το κουτάκι του, τρίβει τις τρίχες με νεύρο κι έπειτα το αφήνει κάτω. Παραδομένη στη λύσσα της να ξυπνήσει το βιολί της, το αρπάζει στα χέρια της. Τοποθετεί στην πλάτη του τη γέφυρα, και όπως το κρατά, κτητικά και προστατευτικά, στιγμιαία παραμυθιάζεται με την ανυπόστατη σκέψη πως ονειρεύεται, χαμένη στη δίνη ενός εφιάλτη, και ένας από τους κρότους των μαστόρων εκεί έξω θα γίνει διαπεραστικός, σπάζοντας τους φραγμούς της πόρτας, των τοίχων και των παραθύρων του ναού, και θα την τραντάξει με τη δύναμη δυο γερών χεριών που σε γραπώνουν άγαρμπα απ’ τους ώμους για να σε συνεφέρουν, επαναφέροντάς τη στον πραγματικό της κόσμο, αυτής με το βιολί της. Έτσι υπήρξαν ως τώρα, μέσα σε άλλες αντίστοιχες εκκλησίες, μεσαιωνικούς και γοτθικούς ναούς, σε μικρά αρχαιοελληνικά θέατρα, σε πλατείες, σε κατάμεστες μικρές και μεγάλες συναυλιακές αίθουσες, σε μικρές και μεγάλες πόλεις, για ένα κοντσέρτο με ορχήστρα, ένα ρεσιτάλ ή μουσική δωματίου. Ο χώρος παραμένει βουβός. Ο κρότος που αποζητά να διαλύσει τον εφιάλτη δεν θα ακουστεί – μονάχα η μουσική της.
Παραδομένη στη λύσσα της να ξυπνήσει το βιολί της, το αρπάζει στα χέρια της. Τοποθετεί στην πλάτη του τη γέφυρα, και όπως το κρατά, κτητικά και προστατευτικά, στιγμιαία παραμυθιάζεται με την ανυπόστατη σκέψη πως ονειρεύεται, χαμένη στη δίνη ενός εφιάλτη, και ένας από τους κρότους των μαστόρων εκεί έξω θα γίνει διαπεραστικός, σπάζοντας τους φραγμούς της πόρτας, των τοίχων και των παραθύρων του ναού, και θα την τραντάξει με τη δύναμη δυο γερών χεριών που σε γραπώνουν άγαρμπα απ’ τους ώμους για να σε συνεφέρουν, επαναφέροντάς τη στον πραγματικό της κόσμο, αυτής με το βιολί της.
Κάνει να σηκωθεί, και σαν χαστούκι η συνειδητοποίηση της εικόνας της τη σωριάζει στις πέτρινες πλάκες. Σε τούτες τις σύντομες και απανωτές κινήσεις της, όχι μιας ρουτίνας τελετουργικής, αλλά απεγνωσμένες και αρπακτικές, γονατιστή σαν ικέτιδα μέσα στον ναό, προδίδεται το αλαφιασμένο και αγνώριστό της πρόσωπο, έρμαιο της ακαταλάγιαστης σύγχυσης και της ανώριμης λαιμαργίας της, για τα ψίχουλα της τελευταίας φοράς. Ακουμπά το δοξάρι κάτω ξεχειλίζοντας από ντροπή. Κρατώντας το στην αγκαλιά της, το φέρνει κοντύτερα στο στήθος της. Δεν θέλει, όχι έτσι. Δεν του αξίζει. Είναι ιεροσυλία. Η άσβεστη λαχτάρα της να το ακούσει άλλη μια φορά έχει κάτι το αξιοθρήνητο και δραματικό που δεν ταιριάζει με την εικόνα του εαυτού της, το ισορροπημένο, στέρεο οικοδόμημα που χτίζει κοπιαστικά και υψώνεται λιθαράκι λιθαράκι. Η αδυναμία της την εξοργίζει. Οι πέτρινες πλάκες είναι κρύες. Η υγρασία τη διαπερνά ως το κόκαλο, αλλά αυτό που εντείνει το αρχικό της τρέμουλο στο σώμα είναι η παγερή ησυχία του ναού. Τα δόντια της κροταλίζουν. Βουλιάζει σαν να βυθίζεται σε βάλτο. Γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω ενστικτωδώς και όχι γιατί γυρεύει από κάπου εκεί μέσα να γραπωθεί, κοιτάζοντας ψηλά τα πολύχρωμα βιτρό με τις βιβλικές σκηνές που διατρέχουν κατά μήκος τον τοίχο της εκκλησίας των Αγίων Πάντων.
Είχε υψώσει και τότε το βλέμμα της, στον τρούλο μιας άλλης εκκλησίας. Εκεί, ο Παντοκράτωρ και Ποιητής δέσποζε αυστηρός σαν δάσκαλος, και γύρω του οι δώδεκα Απόστολοι. Τι έπρεπε να αναγνωρίσει σ’ εκείνη την τοιχογραφία; είχε αναρωτηθεί. Τι να αισθανθεί;
Είπαν πως ο θάνατος της μητέρας της ήταν δυστύχημα. Ίσως και να ήταν.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στον σκληρά ανταγωνιστικό χώρο της διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, μια ανερχόμενη Ελληνίδα σολίστ του βιολιού αμφισβητεί τους κανόνες της αγοράς, παλεύει με τα όριά της, έρχεται αντιμέτωπη με ανοιχτές πληγές και αναπάντητα ερωτήματα. Όταν στην πιο κρίσιμη καμπή της καριέρας της λαμβάνει ένα αινιγματικό μήνυμα που ανατρέπει τις βεβαιότητές της, η εμμονική σύνδεσή της με ένα βιολί ιδιαίτερης αξίας θα έχει απρόβλεπτες και αναπάντεχες συνέπειες.
Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για την αξεδιάλυτη σχέση μουσικής και ζωής, το τίμημα της καλλιτεχνικής ανέλιξης και τους κινδύνους που ενέχει η άνευ όρων αφοσίωση στην τέχνη. Μια ιστορία που διερευνά το σαγηνευτικό και ενίοτε σκοτεινό σύμπαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Nτορίνα Παπαλιού γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Mπράουν στις ΗΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Το μυθιστόρημά της Το Απαραίτητο Φως (Ίκαρος, 2013) βρέθηκε στην βραχεία λίστα για το European Union Price for Literature (EUPL) 2014 και στη Μεγάλη Λίστα για το Athens Prize for Literature 2014, ενώ το πρώτο της μυθιστόρημα, Γκάτερ (Κέδρος, 2007), κέρδισε το βραβείο IBBY 2008.