
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Κυριάκου Κεντρωτή «Ο Αλγόριθμος – Ιστορίες σαν παραμύθια», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Ο ξεχασμένος ήρωας»
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πόλη που δεν είχε όρεξη για τίποτα. Ξυπνούσε και κοιμόταν και δεν ήξερε αν ξυπνούσε ή αν κοιμόταν. Σερνόταν ολημερίς κι ολονυχτίς στους δρόμους και στις πλατείες. Προσπερνούσε τους ανθρώπους και δεν χαιρετούσε κανέναν. Ούτε γέλιο ούτε χαρά σαν άλλοτε. Το κεφάλι μόνο κάτω, τριγυρνώντας σαν την άδικη κατάρα. Έτσι ήταν. Έτσι το αισθανόταν. Κι άδικη ήταν η ζωή έτσι που ήταν. Και δεν της άξιζε τέτοια κατάρα στα καλά καθούμενα. Τι έκανε, λοιπόν, για να χαθεί ο κόσμος κάτω από τα πόδια της; Τίποτα· κι όμως δεν μπορούσε να το αντέξει τούτο το μαρτύριο.
Έτσι θλιμμένη που ήτανε η πόλη και μαζί της το έρμο το φεγγάρι από ψηλά, δεν άργησε η θλίψη να φτάσει και στους στρατιώτες πιο πέρα χαμηλά. Πάνε μέρες και νύχτες πολλές τώρα, που οι ετοιμασίες τους δεν λένε να σταματήσουν. Ξυπνάνε και κοιμούνται και δεν ξέρουν αν ξυπνάνε ή αν κοιμούνται. Σέρνονται ολημερίς κι ολονυχτίς σε κτίρια και σκηνές. Προσπερνάνε τους άλλους συναδέλφους και δεν χαιρετάει κανένας. Ούτε γέλιο ούτε χαρά, σαν άλλοτε. Το κεφάλι μόνο κάτω, τριγυρνώντας σαν την άδικη κατάρα. Έτσι ήταν. Έτσι το αισθάνονταν. Κι άδικη ήταν η ζωή έτσι που ήταν. Και δεν τους άξιζε τέτοια κατάρα στα καλά καθούμενα. Τι έκαναν λοιπόν για να χαθεί ο κόσμος κάτω από τα πόδια τους; Δεν έχασαν μόνο μια μάχη· έχασαν και τον πόλεμο. Ένα σκέτο Βατερλό η ζωή τους όλη. Πώς μπορούν να το αντέξουν τούτο το μαρτύριο;
Και δεν ήταν καθόλου μαθημένοι να περνάνε τέτοιο μαρτύριο. Ίσα ίσα· χρόνια τώρα ήταν στα καλύτερά τους και μακάριζαν την τύχη τους καθημερινά που ζούσαν μέσα στη χαρά. Έλαμπαν σαν όμορφοι ήρωες τη μέρα. Όλα έλαμπαν πάνω τους. Τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους. Όλα έλαμπαν γύρω τους. Τα κτίρια, οι σκηνές κι όλοι οι συνάδελφοί τους. Μάγευαν σαν ερωτευμένοι έφηβοι τη νύχτα. Όλα μάγευαν πάνω τους. Τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους. Όλα ήταν μαγευτικά γύρω τους. Τα κτίρια, οι σκηνές κι όλοι οι συνάδελφοί τους.
Οι ώρες μετρούσαν πια ανάποδα για όλους. Για την πόλη, το φεγγάρι κι όλους τους στρατιώτες. Οι ετοιμασίες είχαν φτάσει στο φόρτε τους. Η μέρα πλησίαζε που θα εγκατέλειπαν την πόλη ηττημένοι και θα την παρέδιδαν στους νικητές. Έχασαν στο Βατερλό τη μάχη και τώρα χάνουν και τον πόλεμο της ζωής. Χάνουν τον έρωτά τους για την αγαπημένη τους πόλη, αφήνοντας πίσω τις καρδιές τους να γίνονται ένα με το θλιμμένο φεγγάρι. Μόνο στον στρατιώτη Λακρουά έτυχε μισή παρηγοριά σ’ εκείνες τις δύσκολες ώρες του αποχωρισμού. Όσο κρατούσαν οι προετοιμασίες για την αναχώρηση, αυτός είχε αναλάβει να φυλάει το Χάλπμοντ, το μισοφέγγαρο. Έτσι λέγανε το νησάκι δίπλα στο φρούριο της πόλης Ζααρλουί. Η πόλη που ίδρυσε ο βασιλιάς Λουδοβίκος 14ος το 1683 στον ποταμό Ζάαρ πάλευε πάντοτε να σκορπίζει τα σύννεφα με τον ήλιο της ζεσταίνοντας τη ζωή της. Έτσι τη σχεδίασε ο βασιλιάς της: Dissipat atque fovet· κι αυτή γευόταν απλόχερα τον έρωτα στη δωρισμένη ζωή της.
Το φεγγάρι δεν το χωρούσε ο ουρανός· κι όλο στριφογυρνούσε μέσα στην ανείπωτη θλίψη του. Η πόλη πέρα είχε σιωπήσει για τα καλά. Το πέπλο της νύχτας είχε σφαλίσει μάτια και καρδιές. Μόνο εκείνο το ξεπαγιασμένο φεγγάρι είχε βαλθεί την τελευταία νύχτα να την κάνει αξέχαστη για τον στρατιώτη Λακρουά· κι όλο ροδοκοκκίνιζαν τα μάγουλά του, έτσι που κι ο έρωτας ζήλεψε και τα λαχταρούσε σαν τρελός.
Εκείνο το τελευταίο βράδυ που ξημέρωνε η 1η Δεκεμβρίου 1815, ο στρατιώτης Λακρουά είχε γίνει ένα με το νησάκι «μισοφέγγαρο» και το άλλο δακρυσμένο μισοφέγγαρο στον ουρανό. Ακόμα και το κρύο που χαίρεται τέτοιο καιρό, είχε λουφάξει για τα καλά. Δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς εκείνες τις στιγμές. Δεν ήταν αυτό που κοκκίνιζε τα μάγουλα του στρατιώτη Λακρουά. Το φεγγάρι δεν το χωρούσε ο ουρανός· κι όλο στριφογυρνούσε μέσα στην ανείπωτη θλίψη του. Η πόλη πέρα είχε σιωπήσει για τα καλά. Το πέπλο της νύχτας είχε σφαλίσει μάτια και καρδιές. Μόνο εκείνο το ξεπαγιασμένο φεγγάρι είχε βαλθεί την τελευταία νύχτα να την κάνει αξέχαστη για τον στρατιώτη Λακρουά· κι όλο ροδοκοκκίνιζαν τα μάγουλά του, έτσι που κι ο έρωτας ζήλεψε και τα λαχταρούσε σαν τρελός.
Παγωμένο τον βρήκαν το πρωί οι Πρώσοι στρατιώτες. Όλη τη νύχτα σμίλευε το άγαλμά του σαν τρελή η νύχτα με το φεγγάρι συντροφιά στην αγκαλιά του έρωτα· οι συνάδελφοί του έφυγαν από την πόλη και τον ξέχασαν πίσω. Ακόμα κι ο πόλεμος αιχμαλωτίστηκε με την ιστορία τούτου του ξεχασμένου αιχμαλώτου. Οι Πρώσοι νικητές τον ξεπροβόδισαν και τον άφησαν να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Μα τον έρωτά του, η πόλη τον κράτησε για πάντα μαζί της. Ήταν για την πόλη ο δικός της ξεχασμένος ήρωας. Το άγαλμά του είναι η παρηγοριά της για τον ξεχασμένο στρατιώτη. Όλες οι πόλεις ζήλεψαν από τότε στήνοντας αγάλματα στους δικούς τους ήρωες. Μόνο που τούτα τ’ αγάλματα γρήγορα ξεχνιούνται κι οι ήρωες στέκουν κι αυτοί μόνοι, ξεχασμένοι. Οι πόλεις έμαθαν να τρέχουν συνεχώς κι οι άνθρωποι μαζί τους κυνηγούν μόνο το μέλλον. Όσο για το φεγγάρι, είναι το μόνο που ακόμα αποζητάει έναν ώμο ν’ ακουμπήσει. Έτσι έζησαν κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Από την Τροία στη Μονεμβασιά και τα κάστρα όλου του κόσμου.
Από τον δούρειο ίππο στον αλγόριθμο με όλες τις μάσκες του κόσμου.
Ο Έκτορας επιστρέφει στο κάστρο της Μονεμβασιάς που το κουβαλάει από παιδί με τις ιστορίες των μεγάλων να τον συντροφεύουν. Το κάστρο με τον χρόνο αγκαλιά κι εκείνο το παιδί να κλείνεται στο καβούκι του, να γίνεται και το ίδιο κάστρο. Δεν του αρκεί όμως να σκαλίζει παλιές του ιστορίες. Θέλει να ψάχνει τα κάστρα του κόσμου με τα μυστικά τους. Είναι που οι καιροί της τεχνολογίας λατρεύουν τα παιδιά τόσο πολύ που βιάζονται να τα βλέπουν απότομα να μεγαλώνουν. Τα βάζουν στα κάστρα τους και τα μαθαίνουν ιστορίες με τον δικό τους δούρειο ίππο, τον αλγόριθμο, κι όλα τα τεχνάσματα που κουβαλάει.
Σε τούτη τη συλλογή με του κόσμου τις ιστορίες ο Έκτορας τις λέει σαν παραμύθια. Έτσι παλεύει να ξορκίζει τα πλάσματα μιας κίβδηλης ζωής που ξετρελαίνουν τους ανθρώπους με τα κατορθώματά τους. Είναι τα δώρα των καιρών της τεχνητής νοημοσύνης για να ζουν αυτοί, χωρίς πόνο και σκοτούρες, τη ζωή τους.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κυριάκος Κεντρωτής ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Το διήγηµά του «Πρόσφυγας έρωτας στην Αθήνα» βραβεύτηκε µε την επιλογή του στον συλλογικό τόµο Η Αθήνα και το βιβλίο (Εκδόσεις Ιανός, 2018). Το κείµενό του «Η σχεδία της πόλης» επιλέχθηκε στην Ανθολογία µικροδιηγήµατος Με µια σχεδία (Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, 2020). Έχει ασχοληθεί µε τη λογοτεχνική µετάφραση, µεταφράζοντας έργα των Τόµας Μαν (Τριστάνος, Εκδόσεις Ύψιλον, ανέβηκε σε διασκευή-σκηνοθεσία από τη Μαρία Μαγκανάρη στο Θέατρο του Νέου Κόσµου, 2018), Χάινριχ Μπελ (Το ακριβό µου πόδι, περ. ∆έντρο, Αυτοβιογραφία, περ. ∆εκαπενθήµερος Πολίτης), Μπονα-βεντούρα (Εξοµολογήσεις ενός νυχτοβαρδιάνου, περ. Πόρφυρας) και Τσέζαρε Παβέζε («Νεφέλη», ένα κεφάλαιο από το ∆ιάλογοι µε τη Λευκώ, περ. Πόρφυρας). Από τις Εκδόσεις Νίκας κυκλοφόρησε το 2022 το μυθιστόρημά του Το πρότζεκτ.