Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της Τέσης Παπαθανασίου «Υποξία», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[…Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Ένα, δύο, τρία… Ακόμη ένα. Έψαξε ανάμεσα στις εφημερίδες να βρει το κατάλληλο. Κάποιο με μεγάλα, διακριτά γράμματα. Ξεχώρισε ένα-ένα τα φύλλα και τα μάτια του σάρωσαν με ταχύτητα μηχανήματος αυτά που έβλεπε στο μισοσκόταδο. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ, τα ήξερε σχεδόν απ’ έξω.
Το βρήκε. Αυτό του έκανε σίγουρα.
Η ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν στο πικάπ ήταν περίπου στη μέση. Άρπαξε το ψαλίδι κι έκοψε με χειρουργικές κινήσεις το άρθρο. Οι νότες έρεαν γρήγορα και του έδιναν τον ρυθμό. Το τοποθέτησε δίπλα στα άλλα τρία, ακριβώς κάτω από το τέταρτο της επάνω σειράς. Δίπλωσε τις εφημερίδες και τις τακτοποίησε πίσω στο συρτάρι. Μειδίασε ικανοποιημένος. Μπορούσε να ξεκινήσει.
Κοίταξε διερευνητικά τα οκτώ αποκόμματα απλωμένα πάνω στο λείο ξύλο του γραφείου. Το χέρι του χάιδεψε το έπιπλο ψάχνοντας το ψαλίδι. Άγγιξε το περίγραμμα του αιχμηρού αντικειμένου. Έφτασε στις λάμες του και τις άνοιξε. Πέρασε τον παράμεσο από την κοφτερή τους κόχη. Τα βλέφαρά του βάρυναν. Αν δεν φορούσε τα γάντια, τώρα το δέρμα θα είχε σκιστεί και μία κόκκινη σταγόνα θα κυλούσε πάνω στο μέταλλο. Όπως κυλούσαν οι νότες. Αναρίγησε.
Κοίταξε διερευνητικά τα οκτώ αποκόμματα απλωμένα πάνω στο λείο ξύλο του γραφείου. Το χέρι του χάιδεψε το έπιπλο ψάχνοντας το ψαλίδι. Άγγιξε το περίγραμμα του αιχμηρού αντικειμένου. Έφτασε στις λάμες του και τις άνοιξε.
Ένα Πι, τρία Ρο. Το λιγοστό φως κρυμμένο πίσω από το γαλαζοπράσινο φυσητό γυαλί, του έφτανε. Τρία Σίγμα, δύο Χι. Από παιδί προτιμούσε το ημίφως. Οι φωτεινές δεσμίδες ήταν ένας άχρηστος περισπασμός. Ένα Ταυ. Ωραία και τώρα τα φωνήεντα. Η μουσική πλημμύριζε τις αισθήσεις του ανεμπόδιστα. Δύο Όμικρον. Το τέμπο του υπαγόρευε τις κινήσεις. Πέντε Έψιλον.
Ένα απεγνωσμένο μουγκρητό από το διπλανό δωμάτιο διέκοψε τη μελωδία και το μέτρημά του.
«Διάολε! Όχι τώρα!» βλαστήμησε με τα δόντια σφιγμένα και πέταξε το ψαλίδι από τα χέρια του, μα την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. …]
꩜
[… Τράβηξε τον μπρούντζινο κρίκο στο συρτάρι του γραφείου και διάλεξε ένα καινούριο ζευγάρι διάφανα γάντια. Έβγαλε ένα τσιμπιδάκι και μια κόλλα. Κοίταξε απέναντι, πάνω από το πικάπ, το εξώφυλλο του δίσκου όρθιο. Ο Φον Κάραγιαν με την μπαγκέτα στο χέρι διηύθυνε τη φιλαρμονική του Βερολίνου με την ίδια ηρεμία που έπαιζε τώρα η μουσική. Ήταν πολύ περήφανος για αυτή τη συλλογή με τις εννέα συμφωνίες. Χαλάλι τα διακόσια ευρώ που είχε πληρώσει. Μετάνιωνε μόνο που δεν είχε μερικές χιλιάδες ακόμα, να αγοράσει την άλλη, τη συλλεκτική, αυτή με τον Φουρτβέγκλερ. Χαμογέλασε σαρκαστικά και κοίταξε τα κομμένα γράμματα. Η ένταση των προηγούμενων λεπτών είχε καταλαγιάσει. Έπιασε το ψαλίδι. Δύο Άλφα, δύο Γιώτα, ένα Ήτα, ένα Ύψιλον.
Τέλος.
Ο δίσκος συνέχιζε να παίζει. Είχε ήδη ξεκινήσει η Ωδή στη Χαρά. Έβαλε το ψαλίδι στη θήκη του και πήρε μία λευκή σελίδα χαρτιού προσεκτικά, να μην χαλάσει την τέλεια στοιχισμένη στοίβα. Ο ρυθμός ήταν τώρα πιο γρήγορος. Είχε προστεθεί η χορωδία. Οι φωνές τον ξεσήκωναν. Η συμφωνία έφτανε σε κρεσέντο. Έπιασε το τσιμπιδάκι και σήκωσε το πρώτο γράμμα. Έβαλε κόλλα στην πίσω μεριά του και το άφησε να πέσει πάνω στο κάτασπρο χαρτί. Με ένα πέταγμα του χεριού πήρε το επόμενο. Τα κομμένα γράμματα από τις εφημερίδες έπεφταν το ένα δίπλα στο άλλο με τη σωστή σειρά, αλλά χωρίς καμία ευθυγράμμιση και τάξη. Η μουσική κατάφερνε ώστε οι μανίες του στιγμιαία να περνούν, εκκρίνοντας ντοπαμίνη ή ενδορφίνες, δεν τον ένοιαζε τι ακριβώς. Περίεργο εργαστήρι ο οργανισμός.
Οι κινήσεις του σπασμωδικές, γεμάτες ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον ρυθμό που επιταχυνόταν. Το τσιμπιδάκι ήταν η μπαγκέτα του κι εκείνος, σαν άλλος μαέστρος της συμφωνικής ορχήστρας, ήταν συνεπαρμένος από τη μελωδία. Μια ανεξήγητη ηδονή τον είχε κυριεύσει.
Οι κινήσεις του σπασμωδικές, γεμάτες ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον ρυθμό που επιταχυνόταν. Το τσιμπιδάκι ήταν η μπαγκέτα του κι εκείνος, σαν άλλος μαέστρος της συμφωνικής ορχήστρας, ήταν συνεπαρμένος από τη μελωδία. Μια ανεξήγητη ηδονή τον είχε κυριεύσει. Το κεφάλι του τραμπαλιζόταν στον ρυθμό της μουσικής. Οι φωνές δυνάμωναν. Τα γράμματα είχαν τελειώσει, αλλά όχι και η ενάτη συμφωνία.
Ω, το θαυμαστικό! Είχε ξεχάσει το θαυμαστικό! Έβγαλε βιαστικά το ψαλίδι από τη θήκη του κι έψαξε γρήγορα τα οκτώ άρθρα. Όποιο δεν του έκανε, το πετούσε κάτω. Βρήκε ένα, επιτέλους, το έκοψε, το γέμισε με κόλλα και το πέταξε δεξιά από την τελευταία λέξη πάνω στο χαρτί.
Πάτησε με τη γροθιά του κάθε γράμμα για όσο διάστημα διαρκούσε καθεμιά από τις τελευταίες νότες της συμφωνίας, φροντίζοντας να ευθυγραμμιστούν. Το γραφείο σχεδόν χοροπηδούσε σε κάθε του χτύπημα.
Το κομμάτι τελείωσε. Κοίταξε απέναντι στον τοίχο. Μέσα στη χοντρή σκαλιστή κορνίζα στο χρώμα του χρυσού, το πορτρέτο του Μπετόβεν με την κυματιστή άσπρη περούκα τον κοιτούσε βλοσυρά. Χαμήλωσε τα μάτια του. Ήταν εκστασιασμένος. Πάνω στο χαρτί τα γράμματα, σαν να χόρευαν στη σειρά, σχημάτιζαν τις λέξεις:
Π Ρ Ο Σ ΕΧ Ε Ε ΡΧΕ Τ ΑΙ Η ΣΕ Ι Ρ Α Σ Ο Υ !
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένας γαντοφορεμένος, ψυχαναγκαστικός άνδρας, που φροντίζει τον παραπληγικό αδερφό του, κολλάει γράμματα από εφημερίδες. Ετοιμάζει απειλητικά σημειώματα προς τη χειρουργό που άφησε ανάπηρο τον αδερφό του.
Μια νεαρή ασκούμενη δικηγόρος βάζει στόχο έναν μεσήλικα πρώην μπασκετμπολίστα.
Μια καταξιωμένη χειρουργός, η πρώην γυναίκα του μπασκετμπολίστα, ετοιμάζεται να επισκεφθεί για τις διακοπές του Πάσχα το εξοχικό της στην Πάρο. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων, που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τη γιατρό, αναχωρεί για την Αντίπαρο, από το Τορόντο όπου διαμένει.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η χειρουργός βρίσκεται νεκρή στο αυτοκίνητό της στον δρόμο για τον Φάραγγα. Το πόρισμα δείχνει ασφυξία.
Ο αστυνόμος Παβέρης, που έχει πρόσφατα μετατεθεί στο αστυνομικό τμήμα της Παροικιάς από τη Σύρο, αναλαμβάνει την έρευνα.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Τέση Παπαθανασίου γεννήθηκε και µεγάλωσε στην Αθήνα, µε καταγωγή από Μαγνησία, Κωνσταντινούπολη και Σµύρνη. Σπούδασε Γεωλογία στη Φυσικοµαθηµατική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών και εργάστηκε στο Ερευνητικό Πανεπιστηµιακό Ινστιτούτο Επιταχυντικών Συστηµάτων και Εφαρµογών. Ζει στην Αθήνα µε τον σύζυγό της και τις δύο κόρες τους. Εκτός από τη συγγραφή, αγαπά τα µαθηµατικά, τη µουσική και τα µυστήρια. Το πρώτο της µυθιστόρηµα, η Λουκουµόσκονη, είναι αστυνοµικό και κυκλοφόρησε το 2020. Είναι µέλος της ΕΛΣΑΛ, φανατική αναγνώστρια, ενώ άρθρα και κριτικές της δηµοσιεύονται σε ιστοσελίδες, blogs και βιβλιο-οµάδες στο διαδίκτυο. Η Υποξία είναι το δεύτερο αστυνοµικό της µυθιστόρηµα.