Για τη συλλογή διηγημάτων του Μιλτιάδη Σαλβαρλή «Μικρά δωμάτια πανικού» (εκδ. Μετρονόμος).
Της Διώνης Δημητριάδου
«Ζωή. Ζωή μου. Φυλακή μου. Ζωή σε τοίχους. Ζωή πίσω από υγρά τζάμια. Ζωή με μόνη ζεστασιά το χνώτο. Ζωή με δυο χεράκια κοκαλιάρικα γαντζωμένα στα κάγκελα παιδικού πάρκου στο δημόσιο βρεφοκομείο. Ζωή με τις παλάμες απλωμένες, όσο περιμένεις τον χάρακα να χτυπήσει – με την κόψη. Ζωή με χειροκροτήματα. Ζωή με λεφτά. Πολλά λεφτά. Καλή ζωή; Σκατοζωή; Ποιος ξέρει; Ίσως το μάθω κάποτε. Σε μιαν άλλη ζωή».
Με τα παραπάνω λόγια κλείνουν τη ζωή τους οι ιστορίες του Σαλβαρλή. Όποιος μπόρεσε να ανοίξει τις πόρτες των μικρών τους δωματίων έχει καταλάβει πως όλες συνοψίζονται στην τελευταία με τον τίτλο «Ζωή, φυλακή, ζωή μου (αντί επιλόγου)». Οι ήρωες των ιστοριών, αφού ολοκληρώσουν (με ευφυή τρόπο γραφής) τον χρόνο που τους αναλογεί μέσα στη φόρμα του διηγήματος, έρχονται στο τέλος να χαρίσουν στον αναγνώστη τη δική τους απομυθοποίηση· ναι, είναι πλάσματα της φαντασίας του δημιουργού τους, που μπερδεύουν την αλήθεια με το λογοτεχνικό ψέμα, τον βιωμένο χρόνο των προσώπων με τον επινοημένο της μυθοπλασίας. Και ναι, τα μικρά δωμάτια πανικού, όπου εγκαταβιούν αυτοί οι ήρωες, δεν είναι παρά οι χώροι που οι ίδιοι δημιουργούν και επιτρέπουν στον εαυτό τους να κινηθεί μέσα τους – καμιά φορά βέβαια τον ορίζουν οι άλλοι αλλά κι αυτό ίσως το ίδιο να είναι τελικά. Και ο χρόνος τους, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που τους παραχωρείται με τη λογοτεχνική άδεια. Όπως θα πουν οι ίδιοι:
– Είστε καιρό εδώ;
– Δεν ξέρω. Έχω χάσει λίγο τον χρόνο.
[Ο συγγραφεας] κατορθώνει με τη γραφή του –εύστοχη στον πυρήνα της και επινοητική στις στροφές (συχνά απότομες) της αφήγησης– να δώσει [...] μια συλλογή διηγημάτων που ξεχωρίζει και σε ύφος και σε θεματική.
Ο Σαλβαρλής, όπως κάθε καλός χειριστής (μα και δημιουργός ταυτόχρονα) των μύθων, αιχμαλωτίζει μέσα στις ιστορίες του τα πρόσωπα μαζί με το βάρος της ζωής που το καθένα έχει χρεωθεί. Φτιάχνει πλήρεις ιστορίες, αποτυπώσεις μιας ολοκληρωμένης ζωής – όπως θα μπορούσε να νοηθεί η πληρότητά της με τα αληθινά ή και τα φανταστικά στοιχεία της βίωσης. Και κατορθώνει με τη γραφή του –εύστοχη στον πυρήνα της και επινοητική στις στροφές (συχνά απότομες) της αφήγησης– να δώσει στις δέκα ιστορίες, συν μία μαζί με τη συμπληρωματική/επιλογική, μια συλλογή διηγημάτων που ξεχωρίζει και σε ύφος και σε θεματική. Περισσότερο ακόμη, είναι ενδιαφέρουσα η συνύφανση των χρονικών διαστημάτων, έτσι που να προσιδιάζουν στην πραγματική ζωή, που αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ τους το τότε και το τώρα, να αποδώσει ένα και μόνο χρονικό πλαίσιο στη συνείδηση με τα πολλαπλά χρονικά σημεία που έγραψαν πάνω της.
Η συλλογή διηγημάτων Μικρά δωμάτια πανικού είναι το δεύτερο βιβλίο του Μιλτιάδη Σαλβαρλή.
Το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Το βάρος της τριχοφυΐας κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αστέρι, πριν από τριάντα οκτώ χρόνια.
|
Οι ιστορίες του λειτουργούν σαν χώροι, που ενσωματώνουν την πλοκή (στα διαφορετικά χρονικά επίπεδα) και σαν «δωμάτια» περίκλειστα που μέσα τους οι ήρωες έχουν να αντιπαλέψουν με τη ζωή τους, με τις επιθυμίες τους (συχνά καταργημένες), με τον εαυτό τους στα πολλαπλά του είδωλα. Τελικά με τον καθρέφτη τους, που αποδίδει όσα θα ήθελαν να δουν – αρνητικά ή θετικά είδωλα μιας αλήθειας προσωπικής που διστάζουν συχνά να παραδεχθούν. Πώς θα γινόταν, όμως διαφορετικά; Το παλίμψηστο των επινοήσεων αποκαλύπτει κάθε τόσο και μια άλλη όψη του πραγματικού ή αυτού που εκλαμβάνεται ως πραγματική όψη της ζωής. Ο χώρος αποκτά μια διάσταση ξεχωριστή ως οντότητα, σαν να είναι μια παρουσία ανθρώπινη που πρέπει να την αντιμετωπίσεις όπως μπορείς. Δεν είναι απρόσωπο το τοπίο εδώ. Έτσι οι χώροι στις ιστορίες είναι και αυτοί πρωταγωνιστές, είναι ήρωες κι αυτοί. Και είναι έτοιμοι να υποδεχθούν την πολυπλοκότητα των σχέσεων.
«Έχω κακό προαίσθημα. Δεν είναι πρώτη φορά. Απλώς σήμερα είναι κάπως διαφορετικό. Αν πρέπει να το περιγράψω, μοιάζει με κάποιες μέρες του χειμώνα. Ενώ ξέρεις ότι το σπίτι είναι κρύο, σαν άδειο, λες και κάποιος άφησε ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου, κι ενώ προετοιμάζεσαι ψυχολογικά να το αντέξεις, χιμάει η παγωνιά κατά πάνω σου και σφίγγει την καρδιά σου. Σαν το σπίτι να είναι ακόμα πιο παγωμένο. Ακόμα πιο άδειο. Λες και κάποιος να άφησε ανοιχτές τις πόρτες και του ψυγείου και της κατάψυξης».
Η παιδική ηλικία πάντοτε κυριαρχικά παρούσα να ορίζει συμπεριφορές και να αποτυπώνεται στα πρόσωπα που νομίζουν πως ωρίμασαν, κι όμως συνειδητοποιούν πως πρώτα πρέπει να συμφιλιωθούν με το παιδί που αγρυπνά μέσα τους.
Μικρές ή μεγάλες μάχες, σχέσεις που διαπλέκονται παράξενα, η παιδική ηλικία πάντοτε κυριαρχικά παρούσα να ορίζει συμπεριφορές και να αποτυπώνεται στα πρόσωπα που νομίζουν πως ωρίμασαν, κι όμως συνειδητοποιούν πως πρώτα πρέπει να συμφιλιωθούν με το παιδί που αγρυπνά μέσα τους. Αλλά και σχέσεις μυστικές με πρόσωπα που κάποιος περιμένει να έρθουν και ποτέ δεν εμφανίζονται. Και άλλοι άρρηκτοι δεσμοί με τις προηγούμενες γενιές που επιμένουν να δίνουν το στίγμα τους στους επόμενους.
«Η Όλγα, η εγγονή, πέθανε στα εξήντα πέντε της. Ένα κομμάτι παξιμάδι κάθισε στον λαιμό της και κανείς δεν βρισκόταν πλάι της να τη βοηθήσει καθώς πνιγόταν. Το πρόσωπό της μπλάβισε όσο η ανάσα της λιγόστευε. Και αντίθετα από όσα λένε, καμιά εικόνα από τη ζωή της δεν πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της. Ίσως γιατί έσβησε γρήγορα. Ίσως, πάλι, επειδή, χωρίς καλά καλά να το αντιληφθεί, είχε αρχίσει με τη φαντασία της να ζει τις ζωές άλλων και να πλάθει ιστορίες τις ώρες τις ατέλειωτες πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν στο καράβι, τις ώρες της μοναξιάς της. Ποτέ δεν τη φώναξαν "Καπετάνισσα". Δεν ήταν. Άλλωστε, ούτε τη γιαγιά την Όλγα στο νησί φώναζαν "Καπετάνισσα". Διότι ούτε κι εκείνη ήταν».
Όλες οι ιστορίες μια αναμέτρηση του προσώπου με τον εαυτό του, με τον χρόνο και τον χώρο του.
Άνθρωποι με μνήμες, συνδεδεμένοι με τους χώρους, που μέσα τους κλείνουν τις αφηγήσεις τους. Όλες οι ιστορίες μια αναμέτρηση του προσώπου με τον εαυτό του, με τον χρόνο και τον χώρο του. Απολύτως συνδεδεμένο το εξώφυλλο του βιβλίου (η φωτογραφία της Χριστίνας Καζαντζίδου) με το περιεχόμενο. Ο άδειος καναπές, ο ξεφτισμένος στις άκρες του, η μοναξιά και ο κλειστός χώρος με μόνο το μικρό άνοιγμα. Όσο αντέχει το λιγοστό φως να περάσει και να φωτίσει εικόνες ζωής μέσα στις ιστορίες του βιβλίου.
Ιστορίες που δένουν όλες μαζί στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου, το τόσο αποκαλυπτικό για τα μυστήρια της γραφής. Και ο συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο θα εξομολογηθεί:
«Πολλά πράγματα δεν έχω κουράγιο να κάνω τα τελευταία χρόνια. Μόνο να γράφω θέλω. Να βγάζω από μέσα μου μνήμες, ανθρώπους και βλέμματα».
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © Christopher Furlong.
Μικρά δωμάτια πανικού
Μιλτιάδης Σαλβαρλής
Μετρονόμος 2019
Σελ. 234, τιμή εκδότη €14,85