Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Γιώργου Κόκκαλη «Jackville», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ασφαλώς και δεν υπήρχε η περίπτωση η Μάρτα να επιτρέψει στον εαυτό της να μεθύσει (με τη θεατρική έννοια του όρου). Ήταν κάτι που συνέβαινε με τη συχνότητα που ο κομήτης του Χάλεϊ επισκέπτεται τη Γη. Και σήμερα δεν ήταν, σίγουρα, μια από αυτές τις επισκέψεις.
Η μοναδική της ικανότητα στο να καταναλώνει αλκοόλ ήταν αδιανόητη. Οι άντρες έδειχναν να τη θαυμάζουν, ενώ στην πραγματικότητα τη ζήλευαν. Οι γυναίκες την τοποθετούσαν αβίαστα κάπου μεταξύ της αλκοολικής και της εύκολης. Δύο καταστάσεις συνυφασμένες μεταξύ τους σε σεξουαλικά υποανάπτυκτα και υποσιτισμένα μυαλά. Η ίδια το έβλεπε περισσότερο σαν τα βασανιστήρια του Ταντάλου. Μια ατέρμονη προσπάθεια που πλέον εκπλήρωνε μόνον τον αυτοσκοπό της.
Κανείς στην οικογένειά της δεν έπινε. Όσο αλκοόλ είχε καταναλώσει μονό σε αυτήν την πτήση, ο πατέρας της το είχε κατανείμει σε όλη του τη ζωή. Η μητέρα της, κυνηγός της γεύσης, αλλά όχι και της μέθης. Μετρημένα και τα δικά της ποτήρια. Σίγουρα όμως υπήρχε −ακόμη− ένα καλά κρυμμένο γονίδιο αλκοολισμού κάπου στο γενεαλογικό της δέντρο, που ανυπομονούσε να αναλάβει τα ηνία της παρεγκεφαλίδας της, να τοποθετήσει πρίσματα σε όλες τις χαραμάδες και να της δείξει τη ζωή κάτω από νέα φώτα.
Πρώτη φορά γοητεύτηκε από το αλκοόλ, ούσα γοητευμένη από τον Ιάκωβο. Παρατηρούσε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του κάθε που η ουσία τον κυρίευε, και της ήταν πραγματικά ζηλευτή. Λες και απέβαλλε όλο το φορτίο από πάνω του, έπειτα, ελαφρύτερος και με ανασηκωμένους ώμους, αντιμετώπιζε την κάθε στιγμή σαν μια στιγμή μοναδικής σημασίας. Νόμιζες ότι ανά πάσα στιγμή θα του αποκαλύπτονταν όλα τα μυστικά του σύμπαντος, ενώ αυτός συνοφρυωμένος θα απαντούσε: «Αυτό είναι όλο;» Το κορμί του δεν έδειχνε να αντιδρά στο αλκοόλ. Μονάχα το μυαλό του. Δεν παραπατούσε, δεν τραύλιζε· ποτέ. Μονάχα το μυαλό του δούλευε διαφορετικά με αυτόν τον αρχέγονο καταλύτη. Έδειχνε να φωτίζεται, έχανε το ελαφρύ καμπούριασμά του και βλεφάριζε σπάνια. Αυτό το φως έψαχνε και η Μάρτα στα μπουκάλια του μπέρμπον ακολουθώντας τον Ιάκωβο πιστά σε νέες συνταγές, διαδικασίες και ιεροτελεστίες, σαν ψαρωμένη ιέρεια πρώτη μέρα στον ναό. Στις πρώτες της περιπλανήσεις νόμιζε ότι τα κατάφερνε. Τον εμπιστευόταν τυφλά και αυτό τη βοηθούσε στο να απολαμβάνει περισσότερο κάθε της γουλιά, απαλλαγμένη από κάθε άγχος. Στην αρχή το δέλεαρ ήταν μονάχα γευστικό. Αμέτρητες ώρες σε σκαμπό μπαρ να κατεβάζουν από τα ψηλά ράφια σκονισμένες ετικέτες μπουκαλιών προς αναζήτηση της γεύσης, που θα έκανε τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας της Μάρτας να παραδοθούν μεθυσμένοι στον μοναδικό συνδυασμό οξύτητας, γλυκύτητας, τανινών, αρωμάτων και αλκοόλ. Όταν η γεύση βρέθηκε, τότε άρχισε και το ενδιαφέρον παιχνίδισμα. Της έμαθε ποιο ποτήρι αναδεικνύει ποιο ποτό, τη σωστή ποσότητα νερού που απαιτείται να προστεθεί στα ιρλανδέζικα ουίσκι για να αναδείξουν τα κρυμμένα τους αρώματα, της έμαθε να μη χρησιμοποιεί ποτέ πάγο ούτε νερό όταν καταναλώνει μπέρμπον, της έμαθε επίσης την ακριβή ποσότητα υγρού που πρέπει να έχει ένα σφηνάκι, ώστε να απολαμβάνει τη γεύση και να δέχεται τη συμπυκνωμένη ένεση εξωπραγματικότητας, χωρίς να βανδαλίζει το στομάχι της. Η Μάρτα αποδείχθηκε φυσικό ταλέντο. Της ήταν εύκολο να αναγνωρίζει όλες τις ετικέτες ποτών που είχε δοκιμάσει και το φλερτ της με τη μέθη μετατράπηκε σε συζυγική σχέση χωρίς προγαμιαίο συμβόλαιο. Άρχισε σιγά σιγά να βλέπει και το φως.
Της έμαθε ποιο ποτήρι αναδεικνύει ποιο ποτό, τη σωστή ποσότητα νερού που απαιτείται να προστεθεί στα ιρλανδέζικα ουίσκι για να αναδείξουν τα κρυμμένα τους αρώματα, της έμαθε να μη χρησιμοποιεί ποτέ πάγο ούτε νερό όταν καταναλώνει μπέρμπον, της έμαθε επίσης την ακριβή ποσότητα υγρού που πρέπει να έχει ένα σφηνάκι, ώστε να απολαμβάνει τη γεύση και να δέχεται τη συμπυκνωμένη ένεση εξωπραγματικότητας, χωρίς να βανδαλίζει το στομάχι της. Η Μάρτα αποδείχθηκε φυσικό ταλέντο.
Προς εκπλήρωση όμως κάθε στερεότυπου που θέλει το αδύναμο φως να περιβάλλεται από το ισχυρό σκοτάδι, έτσι και στην περίπτωση της Μάρτας, το φως αφομοιώθηκε. Το φως απαιτεί ενέργεια, το σκοτάδι υπάρχει από μόνο του, λόγω έλλειψης αυτής της ενέργειας. Μια στιγμή να ξεχαστείς, να αποσπάσεις την προσοχή σου, και το σκοτάδι σε καταπίνει.
Τώρα το αλκοόλ μονάχα το σκοτάδι έφερνε. Χωρίς τον μέντορα και συμπότη της, οι αλκοολικές της συνευρέσεις πήραν άλλη διάσταση. Τα ποτά άλλαξαν γεύση, τα μυστικά του σύμπαντος παρέμεναν σθεναρά κρυμμένα, κάνεις δεν έδειχνε ψηλότερος και το σκοτάδι έγινε υγρό και παχύρρευστο. Ένα σκοτάδι γεμάτο αναθυμιάσεις από ξεραμένα κατακάθια μισοτελειωμένων ποτών, μια κολλώδη αφή και μια αίσθηση τυφλότητας από τον υπερβολικό καπνό.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
H Μάρτα «δραπετεύει» με αεροπλάνο. Μια ζωή πετά μακριά από τις δύσκολες καταστάσεις… και από τον Ιάκωβο. Μόνο που πια αυτός είναι νεκρός κι εκείνη πρέπει να ταξιδέψει στην πατρίδα για την κηδεία του. Η πτήση της θα αποδειχθεί πιο παράξενη από ό,τι φαντάζεται. Αναμνήσεις, απωθημένα, καθώς και η απίστευτη περιπέτεια που της εξιστορεί ένας συνταξιδιώτης της, προκαλούν σεισμό στην πόλη που έχτισε η ίδια… το Jackville.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Κόκκαλης γεννήθηκε στη Χάλκη, ένα χωριό της Θεσσαλίας, το 1978. Από τα παιδικά του χρόνια, ταλαντεύεται μεταξύ των τεχνών και των επιστημών. Στην εφηβεία του αρχίζει να γράφει στίχους. Πνεύμα ανήσυχο, ξεκινά το 1996, στο Preston της Αγγλίας, σπουδές Σκηνοθεσίας και καταλήγει να αποφοιτά από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Coventry, το 2003. Τα επόμενα χρόνια, πίσω στην Ελλάδα, δημιουργεί ζωγραφικά έργα για προσωπική τέρψη. Το 2006 μετακομίζει στην Ισπανία για έναν χρόνο. Εκεί γράφει την πρώτη του νουβέλα και δημιουργεί μια μικρού μήκους ταινία. Από το 2007 ζει στην Ελλάδα.