Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να κάνω, να ρίξω στο ψαχνό σε έναν από δαύτους, άγιος θα νιώθω πάλι. Ρουφιάνοι, δαίμονες, δολοφόνοι» με τάραζε ο Αντρέας ώρες ώρες με τα τσιτάτα του. Γιατί εμένα δεν με ενδιέφερε να είμαι άγιος. Την αδερφή μου ήθελα να βρω, ζωντανή ή νεκρή. Κι αφού τη βρω, να πάω στον τάφο των γονιών μου –είχα θάψει πρόσφατα και τον πατέρα δίπλα στη μάνα– και να τους πω: «Το βρήκα το κοριτσάκι μας… Δεν είναι μονάχο του πια». Ακουμπώντας το ζακετάκι της στο μνήμα. Προκαλούσε μια γλυκόπικρη παρηγοριά αυτή η εικόνα μέσα στην ψυχή μου. Παρηγοριά και δικαίωση.
Σκατά… Δεν μου έφτανε… Όχι. Διψούσα για αίμα. Λαχταρούσα να κόψω κεφάλια, να ξεριζώσω καρδιές. Να φισκάρω τις χωματερές με διεφθαρμένα σάπια κορμιά. Προς το παρόν κατάπια τη λαχτάρα μου, την έκανα γαργάρα… Είχαμε δουλειά μπροστά μας…
Η πληροφορία λοιπόν που μας σφύριξαν, επειδή τους τα ακουμπήσαμε χοντρά, ανέφερε πως στο Συνέδριο συμμετείχαν άτομα με «στάμπα». Τη συγκεκριμένη «στάμπα» που γυρεύαμε. Την είχαν στο μέσα μέρος των πανάκριβων κοστουμιών τους. Με λίγα λόγια ανήκαν σε εκείνους τους άφαντους, απρόσωπους, τους εκλεκτούς, που μπαινόβγαιναν στο Νησί. Στο Νησί παιζόταν το «ελεεινό παιχνίδι», το σκλαβοπάζαρο. Αδιαπραγμάτευτο. Ή σωστότερα… και στο Νησί! Και η Ειρήνη μου, η αδερφή μου, υπήρξε μια σταγονίτσα που την καταβρόχθισαν οι μεγαλοκαρχαρίες.
Πήραμε θέση, προστατευμένοι, όσο γινόταν, από τα αδιάκριτα βλέμματα, σε αρκετή απόσταση από το κτήριο, περιμένοντας τη μεγάλη ευκαιρία. Θα μας καθόταν άραγε; Δεν είχαμε καταφέρει να καταστρώσουμε βαρβάτο σχέδιο, είναι αλήθεια… Εδώ που τα λέμε έμοιαζε ακατόρθωτο. Μέλημά μας ήταν η αναγνώριση έστω ενός από αυτούς που ψάχναμε. Και αυτό θα γινόταν με τη χρήση των πρόσφατων φωτογραφιών από αποκόμματα εφημερίδων που μας πούλησαν τα κατώτερα σε ιεραρχία αποβράσματα. Τα σπιουνάκια. Τα πειθήνια όργανά των «σταμπαρισμένων», που είχαμε εξαγοράσει.
«Τουλάχιστον τρεις με “στάμπα” βρίσκονται στο Συνέδριο, αλλά είναι επικίνδυνοι» μας σφύριξαν βιαστικά, διακινδυνεύοντας τις ζωές τους. Άραγε αυτοί οι «τρεις επικίνδυνοι» βρίσκονταν ανάμεσα στους μεγαλοεπιστήμονες που θα έσωζαν τον πλανήτη από την εξαφάνιση ή και στο περιβάλλον γύρω τους; Γιατί μπαινόβγαιναν με στιλ τύποι, αρχοντικότεροι του βασιλέως. Κουμάσια, ως συνήθως, κάθε είδους, κάθε ειδικότητας αλλά και μη ειδικότητας. Όπως επίσης και «κυβερνητικοί αξιωματούχοι», σύμφωνα με όσα μετέδιδαν τα τηλεοπτικά κανάλια. Άλλη φάρα αυτή. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι… Από αδιευκρίνιστο υλικό φτιαγμένη. Σαν από άλλον γαλαξία. Ουρανοκατέβατοι.
«Ηρέμησε, ρε μαλάκα, θα μας μυριστούν» μούγγρισε ο Αντρέας. Δεν το ήθελα. Ειλικρινά δεν το ήθελα, όμως με διαπερνούσε πάλι ηλεκτρικό ρεύμα μεγάλων κιλοβάτ. Από την κορυφή ως τα νύχια των ποδιών. Χτυπιόμουνα όπου έβρισκα μπας και ξεφορτώσω. Τελικά άρπαξα βάναυσα από τα χέρια του τα κιάλια που είχαμε βουτήξει από ένα μαγαζί. Ομολογουμένως έκαναν σπουδαία δουλειά. Βλέπαμε ακόμα κι από τόσα μέτρα απόσταση τα πάντα.
«Εμπρός, βιαστείτε, γρήγορα, πιο γρήγορα, παρακαλώ» διέταζαν τους λιγοστούς περαστικούς. Εκείνοι υπάκουαν χωρίς την παραμικρή αντίρρηση ή δυσφορία. Με το κεφάλι σκυφτό, μην τυχόν και δουν κάτι «απαγορευμένο». Επιτάχυναν όπως όπως το φοβισμένο, ετοιμόρροπο βήμα τους. Ως γνωστόν ο κόσμος πια μόνο υπακούει. Ετοιμόρροπος από φόβο. Γιατί δέχεται απειλές, συνέχεια.
«Βαρέθηκα να περιμένω. Ορμάμε» μούγγρισα. Ο Αντρέας δεν έβγαλε λέξη. Και τι να πει; Αφού έλεγα μαλακίες και το ήξερα.
Το γυάλινο μεγαθήριο ήταν «οχυρωμένο» κυριολεκτικά από κάθε μεριά. Ακόμη και τα πουλιά, με το που πλησίαζαν πανικόβλητα, φτερούγιζαν γι’ αλλού. Μπάτσοι και στρατός, με μισοκαλλυμένα πρόσωπα και με τα όπλα παραμάσχαλα, είχαν δημιουργήσει μια σφιχτή αλυσίδα. Υπήρχαν και «μυστικοί» με πολιτικά. Πηγαινοερχόντουσαν λες και είχαν πάρει φωτιά τα μπατζάκια τους. «Τι σκατά κάνουν όλοι αυτοί, ρε;» είπα.
«Εμπρός, βιαστείτε, γρήγορα, πιο γρήγορα, παρακαλώ» διέταζαν τους λιγοστούς περαστικούς. Εκείνοι υπάκουαν χωρίς την παραμικρή αντίρρηση ή δυσφορία. Με το κεφάλι σκυφτό, μην τυχόν και δουν κάτι «απαγορευμένο». Επιτάχυναν όπως όπως το φοβισμένο, ετοιμόρροπο βήμα τους. Ως γνωστόν ο κόσμος πια μόνο υπακούει. Ετοιμόρροπος από φόβο. Γιατί δέχεται απειλές, συνέχεια. Από παντού. Όλα κι όλοι τον απειλούν «καλοπροαίρετα». Ακόμα και τα διαφημιστικά σποτ της τηλεόρασης προωθούν το προϊόν απειλώντας… Ροπή στην απειλή, στα μουλωχτά και στοχευμένα. Νέο κεφάλαιο στην ιστορία των δημοκρατικών αξιών.
Από την άλλη, οι σοφοί του πλανήτη διατυμπανίζουν σε όλες τις γλώσσες συνθήματα, προγράμματα και υποσχέσεις για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία των λαών. Πιθανόν να αναφέρονται σε μια άλλη ζωή. Ονειρική. Ή να έχουν μπλέξει απλώς την έννοια της ανθρωπιάς με την έννοια της απατεωνιάς.
Εν συντομία… «Ακραίος αποσυντονισμός του κοσμάκη». Ο Αντρέας κι εγώ όμως συντονιζόμασταν στον δικό μας… μικρόκοσμο. Και τους είχαμε ολότελα χεσμένους. Έτσι θέλαμε να πιστεύουμε. Αν μη τι άλλο!