Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Αντιγόνης Ζόγκα «Παλμίτα», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τρέλα μιας μέρας
Παλέρμο, Μπουένος Άιρες, 1974
Η γυναίκα τακτοποίησε τα χρήματα στο συρτάρι και κράτησε μερικές σημειώσεις σε μια κομψή, μικρή ατζέντα. Έφερε την πένα της στο στόμα για να σκεφτεί. Ξανακοίταξε τα πλάγια γράμματά της –ωραιοποιούσε τα πάντα, έβαζε ουρίτσες ακόμη και στους αριθμούς– και κούνησε καταφατικά το κεφάλι απαντώντας στον φανταστικό της διάλογο. Ούτε μία φορά δεν είχε παραδώσει λειψό ταμείο, και οι προϊστάμενοι το εκτιμούσαν δεόντως.
Φόρεσε το καπάκι στη Meisterstück 149 και την έβαλε στην τσάντα της. Ποτέ δεν τη βόλεψε στο γράψιμο, ήταν υπερβολικά βαριά και χοντρή για τα λεπτά της δάχτυλα, αλλά τη διασκέδαζε που οι γυναίκες συνάδελφοι την κοίταζαν με ζήλια και οι άντρες με σεβασμό. «Ω, δεν είναι τίποτα», έλεγε με έναν αέρα νωχελικότητας. «Μου την έφεραν δώρο από τη Γερμανία. Ο Ενρίκε Ρίτσμανν». Μόλις πήγαιναν να αντιδράσουν, συμπλήρωνε: «Ρίτσμανν… Με δύο νι. Όχι Εβραίος. Γερμανός», για να πικάρει την Ούκα, που η μύτη της πρόδιδε την καταγωγή της. Βέβαια, της είχε περάσει από το μυαλό ότι ο Ενρίκε δεν είχε αγοράσει την πένα για εκείνη –φαινόταν αντρική, και πιθανώς επρόκειτο για ένα από τα πολλά δώρα που του έκαναν λόγω της υψηλόβαθμης θέσης του– αλλά ήταν δεμένη με δεκατεσσάρι χρυσό και έγραφε Montblanc. Τι τα θες, σκεφτόταν και έτρωγε ένα από τα ελβετικά bombones [1] με λικέρ, που όντως είχε αγοράσει για εκείνη. Γερμανός.
Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι πάνω από τα χαρτιά της και ένα κύμα κατάμαυρων μαλλιών κάλυψε το πρόσωπό της. Κόντευε εννέα το βράδυ· ο ήλιος είχε βασιλέψει, χωρίς να μειώσει στο ελάχιστο την πνιγηρή υγρασία και την κάψα της παλλόμενης πόλης. Σε λίγο όμως θα ξεκινούσε η τελευταία ιπποδρομία, και μια μεγαλύτερη κάψα φλόγιζε τα μάγουλα και τα πνεύματα των στοιχηματιών. Οι επιλογές ήταν γκανιάν, πλασέ, δίδυμο, τρίο και τετραπλό. Η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά κοίταξε πάλι τα άλογα της κούρσας και στιγμιαία πετάρισε η καρδιά της. Blue Prince. Ο dueño [2] του, ο δον Κάρλος Γουίλσον-Πέρες, ο οποίος, παρά τη λατρεία του και την αφοσίωση με τις οποίες εξέτρεφε τα πανέμορφα purasangres [3] του, δεν κατάφερνε ποτέ να κερδίσει το Gran Premio Carlos Pellegrini, είχε φτάσει τρομερά ευδιάθετος εκείνο το πρωί.
«Καλημέρα, Linda [4]», της είχε πει τραγουδιστά. Ευθυτενής όπως πάντα, φορούσε αγγλικό κοστούμι, γιλέκο, γραβάτα με καρφίτσα, τα μαλλιά του ήταν περασμένα με πομάδα και μοσχομύριζε σαν τις πρώτες μέρες της άνοιξης. «Τι υπέροχο να ξεκινάει κανείς τη μέρα του βλέποντας ένα λουλούδι ντυμένο με λουλούδια».
«Καλημέρα, Linda», της είχε πει τραγουδιστά. Ευθυτενής όπως πάντα, φορούσε αγγλικό κοστούμι, γιλέκο, γραβάτα με καρφίτσα, τα μαλλιά του ήταν περασμένα με πομάδα και μοσχομύριζε σαν τις πρώτες μέρες της άνοιξης. «Τι υπέροχο να ξεκινάει κανείς τη μέρα του βλέποντας ένα λουλούδι ντυμένο με λουλούδια».
Του χαμογέλασε πλατιά μέσα στο εμπριμέ φόρεμά της, από τη Madame Frou Frou. «Δον Κάρλος, η μέρα σας ξεκίνησε υπέροχα και για άλλο λόγο», απάντησε και του ετοίμασε σε έναν φάκελο τα κέρδη της πρώτης πρωινής κούρσας. «Ο Señor Candy τα πήγε περίφημα και σήμερα».
Εκείνος μύρισε το λουλούδι στο πέτο του. «Δεν είναι ο Lunático [5] βέβαια, αλλά ακόμη τα καταφέρνει, παρά τα χρονάκια του. Τον έχει τον τρόπο του. Και με τους αγώνες…» πήρε τον φάκελο από τον γκισέ και έβγαλε την πένα του «…και με τις yeguas [6]», τόλμησε, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την υπογραφή-σιδηρόδρομο.
«Καθαρόαιμα, δον Κάρλος. Σταθερή αξία», είπε εκείνη παιχνιδιάρικα.
«Αχ, Linda. Τι κρίμα να μην είμαι είκοσι χρόνια νεότερος». Την πρόλαβε πριν απαντήσει κάτι ευγενικό που θα τον έκανε να νιώθει είκοσι χρόνια γεροντότερος: «Πληροφορήθηκα κάτι πολύ ενδιαφέρον σήμερα. Αλλά είμαι σίγουρος πως το έχεις ήδη ακούσει».
Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Νέο άλογο, πρώτη του κούρσα. Blue Prince».
«Μα – δον Κάρλος. Αυτό είναι δικό σας άλογο».
«Α, ναι; Μπορεί. Έχω τόσα». Χαμήλωσε τη φωνή του και έγειρε προς το μέρος της. «Άκουσα ότι είναι fija [7]. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να χάσει. Όποιος το παίξει θα κερδίσει πολλά χρήματα σήμερα».
«Δον Κάρλος, ξέρετε ότι στους υπαλλήλους του ιπποδρόμου δεν επιτρέπεται να στοιχηματίσουν. Μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους», είπε δήθεν αυστηρή.
«Και ποιος είπε να το παίξει υπάλληλος του ιπποδρόμου;» απάντησε δήθεν πειραγμένος. «Μπορεί να το παίξει κάποιος άσχετος. Κάποιος φίλος τους, για παράδειγμα». Της επέστρεψε την απόδειξη, όχι πριν τοποθετήσει από κάτω ένα σεβαστό πουρμπουάρ.
«Πάντα γενναιόδωρος, δον Κάρλος», τράβηξε εκείνη διακριτικά τα χαρτιά προς το μέρος της.
«Είναι το δώρο μου για σένα, Linda», είπε λίγο χαρούμενα και λίγο πικρά ο τζέντλεμαν.
«Το ξέρετε, όμως, ότι το όνομά μου είναι Nilda, σωστά;»
«Για μένα θα είσαι για πάντα η όμορφη, αγαπητή μου», και την αποχαιρέτησε με ένα μειλίχιο νεύμα. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε, αλλά δεν το ήξερε.
Κόντευε εννέα. Σε λίγο θα έτρεχε ο νεαρός επιβήτορας του Γουίλσον-Πέρες. Μπορεί να μην τα άκουγε, αλλά καταλάβαινε την ταραχή και την ανυπομονησία των αλόγων στην αφετηρία, που ανασήκωναν τις οπλές τους, τίναζαν τις χαίτες τους, τρεμούλιαζαν τα ρουθούνια τους, αδημονούσαν. Τεστοστερόνη και αδρεναλίνη ετοιμάζονταν να ξεχυθούν – σχεδόν τις μύρισε, σαν να βρίσκονταν δίπλα της. Ή μπροστά της. Η γυναίκα, με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο, συνοφρυώθηκε. Τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και σηκώνοντας το βλέμμα είδε στον γκισέ της έναν άντρα που την κοιτούσε με κάτι σκοτεινά μάτια, αξύριστος και αγριωπός. Έμοιαζε με ληστή στις ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε. Εκείνη τρόμαξε και συνάμα αναστατώθηκε. Ίσως και να τρόμαξε ακριβώς επειδή αναστατώθηκε.
Ο άντρας βιαζόταν, λες και τέλειωνε η ζωή του. Με ένα μείγμα γλωσσών και νοημάτων, της εξήγησε ότι μόλις είχαν δέσει στο λιμάνι. Από το καράβι είχε έρθει γραμμή στον ιππόδρομο, για να δοκιμάσει την τύχη του με τον Montecristo, γιατί αγαπούσε τον Δουμά. Μπορούσε να τον βοηθήσει να ποντάρει; Κι έβγαλε φρενιασμένα ένα πάκο χαρτονομίσματα. Μοντεκρίστο, επανέλαβε με μια βαριά, περίεργη προφορά. Εκείνη φόρεσε ένα γερό χαλινάρι στο φρουμασμένο άλογό της για να το κάνει λογικό, και του έδειξε τη διαδικασία, όσο σκεφτόταν: Ένας ξένος. Ένας γοητευτικός ξένος που θα μείνει απένταρος. Η καρδιά της πετάρισε.
Πριν φύγει σαν τον τρελό για να παρακολουθήσει τον αγώνα, εκείνη, απαλά αλλά αποφασιστικά, ακούμπησε το περιποιημένο νύχι της δίπλα σε ένα όνομα. Blue Prince. Αυτός έσμιξε τα φρύδια χωρίς να την κοιτάξει και μετά άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Ήταν τα τελευταία του πέσος, δεν μπορούσε να παίξει με δολάρια. Τα άφησε μπροστά της. «Αν κερδίσω, απόψε το βράδυ πρέπει να βγεις μαζί μου», της είπε σε μια άγνωστη γλώσσα που εκείνη κατάλαβε.
1. Bombones: σοκολατάκια
2. Dueño: ιδιοκτήτης
3. Purasangre: καθαρόαιμο
4. Linda: όμορφη
5. Lunático: το φημισμένο άλογο του Carlos Gardel, με αναβάτη τον κορυφαίο Irineo Leguisamo
6. Yegua: φοράδα
7. Fija: σιγουράκι
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μπουένος Άιρες 1974. Λίγο πριν απ’ το πραξικόπημα. Μια γυναίκα και ένας άντρας, σε ένα γύρισμα της τύχης.
Αθήνα 2018. Λίγο πριν απ’ την πανδημία. Ένας άντρας και μια γυναίκα, σε μια εξομολόγηση εκ βαθέων.
Υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας; Κι αν ναι, από τι εξαρτάται; Από την τρέλα μιας μέρας, ή από το πεπρωμένο της καρδιάς, όπως τραγουδούν οι ποιητές του τάνγκο;
Δύο ερωτικές ιστορίες που στροβιλίζονται στον δικό τους ρυθμό, όσο οι άντρες και οι γυναίκες, με τα λάθη και τα πάθη που τους ενώνουν, τυλίγονται σε κόμπους πιο σφιχτούς από την αγάπη, πιο ισχυρούς από τον πόθο, πιο αέναους από τον θάνατο, καταραμένους σαν το διαγενεακό τραύμα, να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές – μέχρι να καούν για να ξαναγεννηθούν.
Γιατί το τανγκό χορέυεται από δύο