Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Ηρακλή Δ. Λογοθέτη «Έτος – Άγος ή Πῶς ἑορτάζεται παρ' Ἕλλησιν ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος», το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ἐβάδιζα στήν Πανεπιστημίου λοιπόν ὄλβιος και πανάλαφρος, δεχόμενος ἀπό δεξιά κι ἀριστερά χαιρετισμούς καί ἀντιχαιρετώντας ζωηρῶς τούς πανταχόθεν συρρέοντας φίλους καί γνωστούς, κατευθυνόμενος ἀποφασιστικῶς ὅπως κι ἐκεῖνοι πρός τό σημεῖον ὅπου, ὡς εἶπα, ἐπρόκειτο ἡ τιμητική διά τήν Ἑκατονταετηρίδα τοῦ ποιητοῦ ἐκδήλωσις νά γίνει. Μιά πελωρία ἀφίσα ἔξωθι τοῦ κτηρίου ἦτο ἀνηρτημένη, ἡ γνωστή ἀπό τόν κινηματογράφο ἐκείνη ὅπου ὁ γορίλας Κόνγκ, ὁ Μέγας Κόνγκ, ὁ βασιλεύς Κίνγκ Κόνγκ, ρίχνει μέ τό ’να χέρι πύργους τετράψηλους κι ἀεροπλάνα ἐνῶ μέ τ’ ἄλλο ἐν μέσῳ πανικοῦ καί χαλασμάτων κρατᾶ στήν ἀπαλάμη μιάν ὀλολύζουσα πανέμορφη ξανθή μέ μάτια πλάνα, προσέχοντας πολύ μέσα τήν ἄγρια χαρά του τό γυναικάκι μήν τοῦ πέσῃ καί πέφτοντας μή σπάσῃ τά πλευρά του! Μέσα δέ εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Ἀντεκπαιδευτικῆς Ἐταιρίας (εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆκεν καί τό κτήριον), δέσποζαν χρεμετίζοντας καί ἀπειλώντας νά κατέβουν ἀπ’ τους τοίχους τῆς ἑωθινῆς των παραστάσεως κόκκινοι κέλητες, πῶλοι λευκοί, ἄλογα πλαστικά καί στυτικά ξεσηκωμένα ἀπ’ τόν χρωστῆρα τοῦ Ντέ Κίρικο με ὁλόρθες χαῖτες καί οὐρές θυσσανωτές, μαστίγια δηλαδή σωστά πού καί χωρίς αὐτά, νομίζω, ἀπό την προσδοκίαν καί μόνον, λάβρως καί δεινῶς θ’ ἀνεταράσσετο τό πλῆθος – κόσμος πολύς καί βουερό θημώνιασμα ψυχῶν, μιά φρικιῶσα κι ἄπλετος θάλασσα Σαργασσῶν.
Ἦτο στ’ ἀλήθεια ἀπίστευτο τό θέαμα τῶν συνωστιζομένων! Μιά ἐθνοσυνέλευσις πολύχρωμος και ἄκρως μά συνεκτικότατα ἀντιφατική, μαχητικῶς εἰρηνική πού ἔφερνε ὁμοῦ στόν νοῦ καί στῆς καρδιᾶς τά φύλλα μιά σύναξη πολεμιστῶν ἐκστατικῶν τοῦ Παπαφλέσσα πρίν ἀπ’ τή μάχη στό Μανιάκι, φίλα προσκείμενους ἀλλοτινούς ἐχθρούς, μαινόμενους δερβίσηδες καί νήστεις μοναχούς, νά σμίγουν στο Ἔγια Μόλα, Ἔγια Λέσσα, μιά συναυλία θεωτική τοῦ Μόρισον ἐξικνουμένη σέ ἀρχέγονη καί βίαιη τελετή με ἐπικεφαλῆς τόν Διόνυσον, σάν ἄνοιξι τοῦ Σολωμοῦ καί τῶν ρομαντικῶν, στό πολιορκισμένο Μεσσολόγγι, μέ πνεῦμα ὑψωμένο ἴσαμε τήν τετράψηλη, προφητική βαλανιδιά τοῦ Μπλαίηκ καί τῶν Ὀρφικῶν, μέ μία λαχτάρα ταιριαστή στή νιότη τήν ἀγέραστη τοῦ Τσέ Γκεβάρα, πού ἐκδιπλούμενη ὡς ἀνταρσία ποντοπόρων ναυτικῶν γειτόνευε τοῦ Μύρωνος τόν δισκοβόλο, το πάσχα τοῦ Σικελιανοῦ καί τά ὁράματα τοῦ Βύρωνος, μία στιγμή πρίν ἀπό τήν ἐκτόξευση τῆς γενικῆς και ἀπεριφράστου ἀνυπακοῆς, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας, μέ μιά κραυγή σπαρακτική τοῦ Μπολιβάρ καί σήματα καπνοῦ, ζώνονται τ’ ἅρματα θαρρῶ στην λεωφόρο Ἠλυσίων ἐνθουσιώδεις θιασῶτες τοῦ Ἔμερσον καί τοῦ Θορώ, ἀπό κοινοῦ καί ἐν τῷ εὖ ἀδελφωμένοι μέ τούς συστασιῶτες του Γράκχου Μπαμπέφ, παιδιά τοῦ Ρήγα στά Βαλκάνια καί μαχητές τοῦ Ἐνζολωρά στά ὁδοφράγματα τῶν Παρισίων, νέοι καί νέες ἀπό campus ζείδωρα καί ἀνθηρά μίας χλωρᾶς Καλιφορνίας καί ἰνδιάνοι ἀπό δάση μητροπολιτικά ἤ τροπικά σε κίνημα χιμαιρικῆς αἰθρίας, μαζί στή σωτηρία ἤ στον χαλασμό ἀλλάζουν δῶρα πλήρεις ἐξάρσεως, μέ τον σπασμό τῶν γιορτινῶν ὡρῶν πού κορυφοῦται ὅπως ὁ ἔρως λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος κάθε προδομένης ἐπαναστάσεως, σάν ἡ χαρμόσυνη βουή ἄρτι μελλούμενων καιρῶν κι ἑνός ἀξέχαστου Μαΐου νά σμίγει στό ἡμίχρονο καί νά ξεσπᾶ ἴδια μπόρα, εἰς τοῦ Πολυτεχνείου τῶν τριῶν ἐκείνων ἡμερῶν τή ματωμένη φόρα, σαν ἕνα ἐν τέλει πανταχοῦ κι ἀνθεκτικῶς πασίχρονο: ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ!
-Ἀγέρας να φυσάει τά πλατανόφυλλα
Θεός νά τά φυλάει τά ἑλληνόπουλα!
ψιθύρισα συγκινημένος ἀγκαλιάζοντας μέ τό βλέμμα τήν ἔξαψη, τήν ταραχή τῆς συναθροίσεως καί τάς συνήθεις εἰς παρομοίους χώρους ἐπαφάς τάς τόσον βαρυσημάντους καί τελετουργικάς –ψαύσεις, συνθλίψεις καί προστρίψεις–, εἰς τάς ὁποίας ὅλοι καί ὅλαι ἐνέδιδον θελξικαρδίως πλήν ἐκλεκτικῶς καί ἀφιεροῦντο ἐνθέρμως καί δοξαστικῶς, ἅπαντες ριγηλοί, μετάρσιοι, διαδονούμενοι ἀπό τό ρεῦμα τό ἱμερικόν πού διέτρεχε τήν αἴθουσαν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον. Μπροστά-μπροστά εἶχον ἀπό ἐνωρίς καταλάβει θέσεις, τιμητικῶς καθήμεναι, κάποιες τους, λίγες, κι ὄρθιες οἱ περισσότερες δυό-δυό, τρεῖς-τρεῖς, σιμά-σμιχτά, ψαράκια πού ξενέρισαν ἕτοιμα νά τά κάνεις κακαβιά, τριάκοντα ἕως τεσσαράκοντα μαθήτριαι τῆς τελευταίας τάξεως τοῦ λυκείου, ὅλες μαζί μιά ὡραία καραβιά, μέ κάτασπρα παπούτσια ἀθλητικά καί κεῖνα τά κοντόλαιμα καλτσάκια, τριζάτες μέσ’ στίς ἀπαστράπτουσες κολαριστές ποδιές, ὅλες σεμνές μέ τό κεφάλι κάτω καί ὑπόδρα μόνο ἀντιγυρίζοντας τό βλέμμα τους στριφτά. Ἐπιτηροῦνταν μάλιστα οἱ ἀρσακειάδες, ἤ κάλλιον νά πῶ μουνεστιάδες, ἀπό καθηγητρίας τοῦ Εἰδικοῦ Πειθαρχικοῦ Σώματος ἐμφανίσεως ἐκτάκτου, μέ ζαρτιέρες και ψηλά τακούνια, μαῦρα φορέματα ἔξωμα σχιστά καί, σάν τά φίδια τά ἱερά, μαστίγια κουλουριασμένα στα χέρια τους σφιχτά ἤ ἀπειλητικῶς περιστρεφόμενα δίκην ἀτράκτου. Μά ἐνῶ μέ διαρκῆ καί ἀνεφάρμοστα «Προσσσ-χή!» καί «Ἄλτ!» ἐκτοξευόμενα εἰς ἀθῶα κεφαλάκια μέ φιόγκους στά μαλλιά ἀπό μπλέ κομπάλτ, συνεκράτουν τήν πνοή κάθε σκιρτήματος ἀτάκτου – οἱ ἴδιες αὐτές, σκεπτόμουν μειδιῶν, ὁμοιάζουσες μέ Βάμπ-Βαμπάιρ ἐκ τῶν ἀπωθημένων εἰς το βικτωριανό ἀσυνείδητο ἀχανῶν Ἰνδιῶν, ἤρχοντο ν’ ἀποικίσουν αἰσθησιακῶς τά κράσπεδα τοῦ βρετανικοῦ, ὅπως καί κάθε σεξοφοβικοῦ Empire.
Κορίτσια ἀμάλλιαγα, βαθύτατα αἰσθητικά μέ τά μαστίδιά των ἐμφανῶς ἀνορθωμένα νά ραμφίζουν πουκαμισάκια ἐρεθιστικῶς λεπτά, ἤ κορμάκια θερμῶν ὑποσχέσεων ἀνηλεῶς ἐφαρμοστά, νέοι μέ μακριά μαλλιά, ἐνδερματοστιξίας καί πειρατικά ἐνώτια ὁρισμένοι, στήνοντας τά εὐσταλῆ των σώματα σέ διάτασιν ἀκραία, ἐνῶ στο βάθος τῆς αἰθούσης –καί μέ πρόσχημα «νά βλέπουνε καλύτερα τά ὡραῖα»– ἰππεύτριες πού τούς ἔλειπαν μόνο τά φτερνιστήρια τινάζονταν πάνω στούς ὤμους σερνικῶν τά μάλα τερπομένων...
Ξωπίσω, παρατεταγμένοι ὡς ἀναβράζουσα τοῦ πέλαγου σπορά, σωρεῖτες ἀφροστέναχτοι σειρά, μείρακες τρυφεροί καί χαῦνοι, κυρίες θερινῆς ἀναψυχῆς, ἄνδρες κραταιοί, μυστακοφόροι, φαῦνοι ἐκρύθμου διαγωγῆς, νοικοκυρές μέ κότσο, βυζαροῦδες καί μέ πλούσια γενικῶς τά ἐλέη, κοπελοῦδες λιανές μέ τήν ὄψη ὠχρή καί κρυφή ἀγωνία, διανοούμενες σείουσες τῶν γοφῶν τους τά ὥριμα κλέη, ἴσαμε δεκαπέντε φαλακροί με λάγνα χείλη σάν χορωδία ἐκμαυλιστική σέ μιά γωνία, ἐργάτριες μέ σφριγηλούς γλουτούς καί γλῶσσα πιπεράτη, λιγοστοί ὑπερήλικες προφανῶς κοτσονάτοι. Κορίτσια ἀμάλλιαγα, βαθύτατα αἰσθητικά μέ τά μαστίδιά των ἐμφανῶς ἀνορθωμένα νά ραμφίζουν πουκαμισάκια ἐρεθιστικῶς λεπτά, ἤ κορμάκια θερμῶν ὑποσχέσεων ἀνηλεῶς ἐφαρμοστά, νέοι μέ μακριά μαλλιά, ἐνδερματοστιξίας καί πειρατικά ἐνώτια ὁρισμένοι, στήνοντας τά εὐσταλῆ των σώματα σέ διάτασιν ἀκραία, ἐνῶ στο βάθος τῆς αἰθούσης –καί μέ πρόσχημα «νά βλέπουνε καλύτερα τά ὡραῖα»– ἰππεύτριες πού τούς ἔλειπαν μόνο τά φτερνιστήρια τινάζονταν πάνω στούς ὤμους σερνικῶν τά μάλα τερπομένων καί μέ γλαρωμένα μάτια ὡς οἱ λαιμοί των περιεσφίγγοντο ἀπ’ τούς λεπτούς, θερμότατους μηρούς τῶν κοριτσιῶν, ἀτθίδες νεαρές πού ἀναπηδούσανε στά προπετῆ των ἄτια, με τά μαλλιά λυτά καί μύχιο κραδασμό, μέ τά βυζέττα των στυλά σέ πλήθιο ἀναπαλμό – δια νά ἰδοῦν τους ἄνδρας πλέον ἐκείνους πού ἐφορμώντας δίκην στασιαστῶν κατέλαβαν δρομαίως καί μέ ἅλματα την ἕδρα τῶν ὠχρῶν καθηγητῶν, τίς πανωραῖες μορφές τῶν ἱσταμένων πίσω ἀπ’ τό δρύινο τραπέζι ὁμιλητῶν πού εἶχαν μπροστά τους ἁπλωμένα ἀντί γιά τά χειρόγραφα φτενῶν ὁμιλιῶν, τά σχήματα καί φλέγματα νεκρῶν διανοημάτων, εἴχανε μπρός τούς, ’πιθωμένα, λέγω, πρό ὀμμάτων, μιά κούτα Players ἀνοικτή, μποτίλιες μέ οἰνοπνεύματα μεθυστικά, ἕνα ὀμπρελλίνο παρδαλό δεμένο μέ μακριά κορδόνια γυναικείων ὑποδημάτων, ἕνα κανοκυάλι ἑνετικό κι ἕναν ἐξάντα δίπλα σέ μία λάμπα θυέλλης, μιά σκούφια ἀρλεκίνου κι ἕνα δίστομον καυκασιανόν ἐγχειρίδιον, μαγνόλιες καί φύλλα εὐκαλύπτου, κοχύλια κι ἀστερίες, φτερά ἐξωτικῶν πουλιῶν καί κόρνες ποδηλάτων, δυό καλτσοδέτες κοκκινόμαυρες καί ποῦλιες ἀπό κεῖνες ὅπου φοροῦν εἰς τά διαδήματά των τά φανταχτερά οἱ ἀκροβάτριες τῶν τσίρκων ἤ ὀνειρεύονται κοιτάζοντας ψηλά οἱ αἰθέριες χορεύτριες τοῦ ὥριμου Ντεγκά.
ΠΑΡΕ ΤΗ ΛΕΞΙ ΜΟΥ ΔΩΣ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ
ἔγραφε μία πινακίς ἀλλά τῶν καλουμένων ἡ ἀνταπόκριση παρέμενε μισή διότι ἐνῶ χέρια ἐδίδοντο πολλά, ὡς ἐξυπακούετο ἀπό τάς περιστάσεις, λέξις ἐν τούτοις δέν ἠκούετο καμιά καί κάθε ἀπόπειρα να ἐκκινήσει ἡ λογοτεχνική βραδιά ἐματαιώνετο ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐκφραζομένην γενικήν ἀδημονίαν καί τάς ποικιλοτρόπους ἀπαιτήσεις τῶν συγκεντρωμένων πού διαμαρτυρόμενοι διά ὀργανωτικάς τινάς ὑστερήσεις, ἐπέτειναν τό πανδαιμόνιον μέ νέας καθυστερήσεις, ὁπότε ἡ ἐκδήλωσις ἀντί νά ἐπισπευσθεῖ δέν ἔλεγε ν’ ἀρχίσει! Γέλωτες ἠχηροί κι ἀναίτιοι, φωνές καμπανιστές, ἑωθινά ἀνοιχτόκαρδα συρίγματα ὡσάν ρουκέτες αὐγινές κι αἰσχρά πειράγματα σάν προσευχές βαρβαρικές ἔσκιζαν τόν ἀέρα. Μοῦ ἐφάνη μάλιστα κάποιαν στιγμήν καί ὑπό τό κράτος παραισθήσεως ἰσχυροτάτης, ἄκρως ἀνησυχητικῆς, πώς εἶδα νά ’ρχεται ἀπό πέρα, μια γυναῖκα ἀρκετά ὡραῖα ἀλλά τελείως μεθυσμένη καί ἐν ἐξάλλῳ διεγέρσει διετελοῦσα ὄχι μόνον ἀπό το κρασί ἀλλά καί ἀπό τά αἵματα, μία γυναῖκα μέ τους μαστούς της γυμνωμένους, μιά γυνή κύριος οἶδεν πόθεν ἐρχομένη, φτυστή ἡ Γλυκομούνα Μαριάννα – και νά, ἵστατο ἤδη ἐπί τῆς ἕδρας ἤ μᾶλλον τοῦ ἰκριώματος, δεινή, δίχως νά τρέχει ἀπό τόν Ἄννα στόν Καϊάφα ἀλλά μέ τήν ἰσχύν ὑπάτου ἀξιώματος ἔχουσα ἤδη ἐκ προοιμίου ἀποκεφαλίσει μόνη καί ἄνευ συνδρομῆς δημίου τούς τρεῖς ὁμιλητάς καί τόν πρόεδρον τῆς συναθροίσεως, ἐνεφανίζετο ὄχι διά νά ὁμιλήσει μά ὡς προϊσταμένη μιᾶς ἄλλης τελετουργικῆς βυθίσεως πού ὑπερέβαινε σέ ἀγριότητα τούς Σκύθες, διότι ἐκράτει ἀπ’ τά μαλλιά στό ἕνα χέρι τά κεφάλια των σαν ὁρμαθό ἤ βουνί ἀπό κολοκύθες ἐνῶ μέ τ’ ἄλλο πότε ἔλειχεν περιπαθῶς τά αἵματα πού ἀκόμα ἔτρεχαν ἀπ’ τούς λαιμούς τῶν ἄρτι σφαγιασθέντων καί πότε χάιδευε ἡδέως καί προπετῶς ἕνα θρασύμαλλο, κατέρυθρο καί φουσκωτό μουνί!
«Ἠλί, Ἠλί, λαμά σαβαχθανί!» ψέλλισα κάτωχρος, πειρώμενος, μέ μίαν χειρονομίαν ἀπώσεως δηλωτική, νά σβήσω ἤ τουλάχιστον νά ἐκδιώξω ἐν σπουδῇ την ἀποτροπαϊκήν εἰκόνα, νά κάμω πέρα, νά ἐξορίσω τῶν Βακχῶν τήν ἐπωδή στόν Κιθαιρώνα, μά διερωτώμενος ἀκόμα, ἀπό ποιόν κυκεῶνα ἔρχονται ἄραγε τά τρομερά τοῦτα ὁράματα, τί κεραμῖδα ὡσάν τοῦ Πύρρου ἦταν αὐτή πού μοῦ ’ρθε στό κεφάλι ἐν μέσῳ τελετῆς ἐκπύρου; Γιατί τόσο πυκνό καί ἀνερμήνευτο σκοτάδι ἐντός μου νά γενεί, ὅταν οἱ συνακροατές μου ὁμάδι καί ἡ συγκέντρωσις ἐν γένει ἐπρομηνύετο λαμπρά και ἐπιβλητική; Γιατί ἀπροσδοκήτως, σάν ἕνας Ὑδραῖος στή Λάρισα, ἀπό τά φωτεινά ποιήματα τοῦ Ἐγγονόπουλου ἤ ἑνός Ράντου ἤ Σπιέρου, ἀντί γιά τήν ἐκπλήρωση μίας αἰθρίας ἀνεσπέρου, προβάλλει ἀκαθορίστως ἀρχικά καί σχηματίζεται δειλά, παίρνοντας ὄγκο ἀπό τό πλῆθος πού ὀρχεῖται ὁμοθυμαδόν – καί ἐπιβάλλεται καί κραταιοῦται βαθμηδόν ἡ ζοφερά μορφή τοῦ Ροβεσπιέρου; Γιατί οἱ ὁμιληταί, ἄνδρες ἐξαίσια σφριγηλοί κι ὄχι ἐπίγονοι κατιόντες, νά πέσουν ἀπό τό λεπίδι, εἰ καί προθυμότατοι ὄντες νά διεξέλθουν εὐθαρσῶς, μέ στόματα γεμᾶτα, δαψιλῶς, ὅλα τά ἐμπειρίκεια ρήματα χωρίς ψαλίδι; Γιατί, ἀφοῦ οὔτε στά διάσελα καί στίς κορφές τῶν εὐτόλμων τοῦ Ἀνδρέου γαμημάτων ὑψοῦται κάποια λαιμητόμος, οὔτε στούς πέρα κάμπους ὁποῦ ’ναι οἱ ἐλιές καί τό ἐκκλησάκι τῶν λυγερῶν γραμμάτων κυριαρχεῖ ἀνόσιος νόμος, γιατί, ἀφοῦ τα μέχρι τοῦδε ἀφράστως ἐννοούμενα καί βλακωδῶς ἐξορκισμένα θά τιναχθοῦν μιά μέρα ὥς τ’ ἄστρα ἀπεριφράστως, τότε γιατί, ἐναγωνίως διερωτώμην, γιατί, γιατί; – ἐνῶ ἡ ταραχή στήν αἴθουσα ἐξηπλοῦτο ὡσάν παλίρροια καταβροχθιστική κι ἐσάρωνε ὡς ἀθύρματα παρόμοια ἐρωτήματα, ἀνεμοστρόβιλος δεινός πού ὅλα στό πέρασμά του τά σηκώνει κι ὅλα τά σκορπᾶ ἤ πυρκαϊά ἀσυδότως μαινομένη πού κατακαίει ὅσο κρατᾶ δάσα, ρουμάνια, θάμνα, λόγγους καί σπαρτά! – γιατί, ἐπέμενα νά μάθω στανικῶς, ὥσπου ἀφήνοντας ἀνεξιχνίαστα αἰτούμενα, ἀβαρή καί αἰωρούμενα, παρακινήθηκα νά δράσω ἀποφασιστικῶς:
-Τί στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον ἐκστατικός;
Τινάξου στό Μπαλκάνι, φώλιασε σάν ἀιτός!
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Με αφορμή τις εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο συγγραφέας προσκαλεί τους αναγνώστες του μεγάλου ερωτικού μας ποιητή στη δική του ονειρική γιορτή. Στη μεθυστική της ατμόσφαιρα τα δεσμά που καθηλώνουν τον άνθρωπο σε μια άχαρη ζωή σπάνε, ο άνεμος της σεξουαλικής ελευθερίας σαρώνει όλες τις προκαταλήψεις και η γενική ανάφλεξη ψυχών και σωμάτων συμπαρασύρει τους πάντες σ' έναν οργιαστικό χορό με απρόβλεπτο τέλος.