prodimosieysi damianidi

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Άννας Δαμιανίδη «Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο», που θα κυκλοφορήσει στις 9 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Αλίκη

Η πρώτη γνωριμία μας με τον Δαμιανό έγινε σ’ εκείνη την κοπάνα που είχε φαγωθεί η Δάφνη να οργανώσουμε στην Έκτη Γυμνασίου. Ναι, είχε έξι τάξεις τότε το Γυμνάσιο. Δεν πιστεύω πως υπήρχαν μεγάλες διαφορές στα μαθήματα. Ίσως τα δικά μας ήταν λίγο δυσκολότερα. Ήταν εξατάξιο Γυμνάσιο, το χώρισαν στα δύο αργότερα, στη Μεταπολίτευση, όταν έγινε εννιά χρόνια η υποχρεωτική εκπαίδευση, και έγινε Γυμνάσιο-Λύκειο. Σαρξ εκ της σαρκός του Γυμνασίου και το Λύκειο.

Φορούσαμε ποδιές –αυτή μπορεί να ήταν η μεγαλύτερη διαφορά–, φορούσαμε μπλε σκούρα ποδιά και τα έξι χρόνια. Και είχαμε πολύ λίγα ρούχα γενικά. Και τα σχολεία μας λέγονταν επισήμως «Παρθεναγωγεία». Όλο παρθένες πηγαίναμε εκεί. Τι να σου πω!

Η παρθενιά για μας δεν ήταν όπως τώρα, που μπορεί να θεωρηθεί πως έχει και κάποιο ενδιαφέρον να την επιλέγει κάποια. Δεν υπήρχε θέμα επιλογής. Τότε για τους μεγάλους ήταν αδιανόητο να είμαστε κάτι άλλο παρά παρθένες, εμείς δε άλλη λύσσα δεν είχαμε παρά πώς να απαλλαγούμε από δαύτη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Εμείς, οι μαθήτριες του σχολείου, οι παρέες μας, οι συμμορίες μας. Οι άλλοι, οι δάσκαλοι, οι μεγάλοι γενικώς, είχαν άλλη άποψη. Για κείνους η παρθενιά ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχαμε. Έπρεπε να το διαφυλάττουμε ως κόρη οφθαλμού, κι όσο πέφτανε πάνω τους τα κύματα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τόσο σκύλιαζαν εκείνοι. Σκυλιά εκείνοι, λυσσασμένα σκυλιά εμείς.

Εμένα δεν μ’ ένοιαζε στην πραγματικότητα. Ήθελα να έχω τους ρυθμούς μου, οι οποίοι θα προτιμούσα να ήταν αργοί και απολαυστικοί. Ήμουν ερωτευμένη πλατωνικά με τον αδερφό της φίλης μου, αλλά ήταν μεγαλύτερος και δεν καταδεχόταν ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Ή δεν ήμουν ο τύπος του, απλώς. Στο μεταξύ, στα διάφορα πάρτι μάλλον αντιστεκόμουν στους διάφορους που μου κολλούσαν. Βαρούσε συναγερμός με μερικά φιλάκια και μερικά χουφτώματα, αν και στα δεκάξι κατέβαζα τις τιράντες του σουτιέν και στα δεκαεπτά επέτρεπα μικρές βουτιές χεριών να δω αν θα μου αρέσουν. Κι επειδή δεν μου άρεσαν εκείνοι που τους άρεσα, και δεν γινόταν να συμβιβαστώ, το έκοβα, ανέβαλλα την απώλεια της παρθενίας. Δεν ήθελα να ενδώσω βιαστικά, ακόμα κι αν με κατέκλυζαν ορέξεις. Αντιστεκόμουν για λόγους αρχής, ή μάλλον για λόγους αισθητικής πες το. Ο πλατωνικός έρωτας για τον Χάρη με προστάτευε από βιαστικές κινήσεις. Πέρασα την εφηβεία μου να ονειρεύομαι ότι κάτι θα γινόταν μαζί του, ότι θα με καλούσε να φύγουμε μαζί για κάπου μακριά, αφού πρώτα θα κάναμε στην Αθήνα μια μεγάλη αντιστασιακή κίνηση, θα ρίχναμε βόμβα στο μεγαλύτερο σήμα της Xούντας με τον αναγεννώμενο φοίνικα, θα αφήναμε το πουλί να καίγεται σε αληθινή φωτιά και θα το σκάγαμε με πλαστογραφημένα διαβατήρια. Επινοούσα διαλόγους για το πώς θα γινόταν όλο αυτό, κι έτσι με έπαιρνε ο ύπνος τη νύχτα. Το πρωί διόρθωνα τις λεπτομέρειες των διαλόγων.

Ήμουν εγώ η ίδια μεταξύ δύο πυρών. Από τη μια είχα τη μάνα-Κέρβερο, την παρατημένη, που νόμιζε ότι κράταγε την παρθενιά μου στο χέρι σαν βαρύτιμο κόσμημα για πούλημα, από την άλλη είχα τη Δάφνη και την τρελοπαρέα που με έπρηζαν στην ειρωνεία για την προχωρημένη παρθενία μου.

Καθόμασταν στα παγκάκια της αυλής του σχολείου – οι κούνιες μάς είχαν χάσει από μια τριετία, εκτός κι αν μας έπιανε ο σαδισμός. Να καθίσουμε στη σανίδα κρατώντας τις αλυσίδες τους και να τα λέμε αφήνοντας το σώμα να λικνίζεται ελαφρά από το βάρος του την ώρα που οι μικρότερες λιμπίζονταν τις κούνιες και δεν τολμούσαν να παρακαλέσουν να σηκωθούμε.

Έτσι με φώναζαν «προχωρημένη παρθενία». Δεν είχαμε κλείσει τα δεκαοκτώ, αλλά όλες είχαν ξεσκολίσει σε όλα τα είδη σεξ, από μπρος, από πίσω, και από πλάι. Δεν είχα παράπονο, με ενημέρωναν λεπτομερέστατα για όλα πάντα την επομένη των πράξεων. Καθόμασταν στα παγκάκια της αυλής του σχολείου – οι κούνιες μάς είχαν χάσει από μια τριετία, εκτός κι αν μας έπιανε ο σαδισμός. Να καθίσουμε στη σανίδα κρατώντας τις αλυσίδες τους και να τα λέμε αφήνοντας το σώμα να λικνίζεται ελαφρά από το βάρος του την ώρα που οι μικρότερες λιμπίζονταν τις κούνιες και δεν τολμούσαν να παρακαλέσουν να σηκωθούμε. Μας το είχαν κάνει κι εμάς οι μεγαλύτερες όταν ήμασταν μικρές, και το κάναμε κι εμείς στις μικρότερες, και δεν το ευχαριστιόμασταν καν, ανεπαίσθητη ικανοποίηση ήταν, μια θέση στην ιεραρχία που είχε έρθει ο καιρός να καταλάβουμε, μια απλή επετηρίδα.

Για τις πολύ λεπτομερείς εκμυστηρεύσεις προτιμούσαμε τα παγκάκια, να χωράμε τρεις τέσσερις στριμωγμένες και να μπορούμε να αναλύουμε τα υπέρ και τα κατά των διάφορων φάσεων, στάσεων και εισδοχών λεπτομερώς, συνοδεία αγγιγμάτων από τα αθώα μπράτσα μας μεταξύ τους. Συχνά ανατρίχιαζα με αυτές τις διηγήσεις και ένιωθα την ανάγκη να πιάσω από τους ώμους τη Δάφνη, τη Μαργαρίτα ή τη Λυδία μας την πεντάμορφη, που ήταν η πιο οργανωμένη και μελετημένη σεξουαλικά, να ζουλήξω την ταραχή μου ανάμεσα στα πανομοιότυπα μανίκια μας της μπλε σκούρας ποδιάς. Εκείνες άρχιζαν τις προτροπές. Γιατί δεν δοκίμαζα το παλικάρι που μου είχαν βρει στο προηγούμενο πάρτι; Δεν μου άρεσε, έλεγα για πεντηκοστή φορά.

Αν ο Χάρης είχε ασχοληθεί μαζί μου λιγουλάκι, πίστευα, θα είχα ξεμπερδέψει με αυτή την αναπηρία. Αλλά εκείνος δεν εννοούσε να με δει σαν γυναίκα, κι εγώ αργούσα να το πάρω απόφαση. Ίσως να έβρισκα τρόπο να τον συγκινήσω αν γινόμουν κάπως αλλιώς από αυτό που ήμουν. Κάπως που θα με πρόσεχε, θα γύριζε προς το μέρος μου, θα με ανακάλυπτε. Πώς ήταν αυτό το «κάπως»; Έφταιγε το μεγάλο στήθος, αυτό θα τον απωθούσε. Δεν πίστευα όσους έλεγαν ότι τους άρεσε ακριβώς το πληθωρικό του μέγεθος, ήμουν σίγουρη ότι βρισκόμουν εκτός προδιαγραφών. Αν αδυνάτιζα, μίκραινε το στήθος, κατάφερνα να ισιώσω τα σγουρά μαλλιά, ίσως άλλαζαν όλα. Τέτοιες σκέψεις συνέχιζα να κάνω, αλλά δεν τις ομολογούσα, και σταματούσα άλλους επίδοξους ξεπαρθενευτές στο κρίσιμο σημείο. Όσο και να ήθελα να απαλλαγώ από την παρθενία, είχα τη ρομαντική μου άποψη να ζήσω κάτι έντονο, σπουδαίο, να είμαι ερωτευμένη.

Αλλά ζούσα με τη μαμά μου και ήταν όλα δύσκολα. Ο πατέρας είχε φύγει πια από το σπίτι. Όσο κι αν είχα πονέσει, δεν τον κατηγορούσα, για μένα εκείνος ήταν αθώος για όλα. Του προξένεψαν μια υψηλής αριστοκρατίας δεσποινίδα που πλησίαζε τα τριάντα. Είχε πίσω της έναν διαλυμένο αρραβώνα, δεν ζήτησε να μάθει το γιατί ο αφελής μπαμπάς μου. Ήταν άνθρωπος μοντέρνος, αρχιτέκτονας αλλά καλλιτέχνης στην ουσία, άνθρωπος καλών προθέσεων, ρομαντικός και ευγενικός. Γνώρισε μια κοπέλα με σγουρά κοντά μαλλιά, όπως ήταν τότε στη μόδα, που φορούσε σφιχτή τη ζώνη στο εμπριμέ φουστάνι της και, καθώς έστριβε σβέλτα, η φούστα σηκωνόταν γύρω της σαν να χόρευε, μέσα σ’ ένα πολυτελές εξοχικό στον Κοκκιναρά. Την άκουσε να γελάει και διασκέδασε με τη σνομπ ειρωνεία της. Υποθέτω δηλαδή. Αυτό το δηλητήριο που τίναζε γύρω της ακατάπαυστα σε κάθε κατεύθυνση θα πρέπει κάποτε να ήταν δροσερή σνομπ ειρωνεία. Αλλιώς γιατί; Δεν είχε άλλο λόγο να τον γοητεύσει. Δεν ήταν όμορφη, απλώς νέα και κομψή, δεν ήταν πλούσια, γιατί τα είχαν κάνει ρημαδιό τα πλούτη τους στην οικογένειά της. Εκείνος ερχόταν από φτωχότερο περιβάλλον και πάντα θα τον θάμπωναν οι πολυτέλειες, οι πόζες, οι πέρλες που φορούσε στον λαιμό, η αυτοπεποίθηση των δικών της. Υποθέτω, δεν ξέρουμε ποτέ τι έκαναν στ’ αλήθεια οι γονείς μας πριν γίνουν γονείς.

Καταλάβαινα ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Με έβαζε να του τηλεφωνώ σχεδόν κάθε βράδυ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. «Έλα, πάρε τον μπαμπά! Πάρε να ρωτήσεις γιατί άργησε». Δεν μου άρεσε το τηλέφωνο, το μισούσα. Το ακουστικό από βακελίτη, εκείνα τα παλιά τα μαύρα, μου έκοβε τα χέρια. Έπαιρνε ένα ψεύτικα τρυφερό ύφος, ανυπόμονο. Αν αργούσα, αν αρνιόμουν, αγρίευε. «Θα μας παρατήσει και θα φύγει» μου έλεγε απειλητικά. Κουνούσε το δάχτυλο με τα δαχτυλίδια –δυο δυο τα φόραγε– και μ’ έπιανε τρόμος. Στο τέλος τα κατάφερε, μας παράτησε και ησύχασε. Δεν ησύχασε καθόλου δηλαδή, του έψησε το ψάρι στα χείλη.

Ο πατέρας μου κάποια στιγμή, που δεν την ξέρουμε, τα έφτιαξε με τη γραμματέα του. Καθόλου πρωτότυπο, αλλά κάπου έπρεπε κι αυτός να βρει λίγη στοργή, λίγο ενδιαφέρον και τρυφερότητα. Ήταν ένα κορίτσι νέο, με αδύνατο, χλωμό πρόσωπο, ίσια καστανά μαλλιά και κάπως θαμπά, ξεψυχισμένα – αυτή ήταν η αίσθηση που μου έδωσε όταν την πρωτοείδα. Και σαν να ήταν ολόκληρη κάπως ξεψυχισμένη, έτσι που στεκόταν μονίμως με τα μάτια χαμηλά. Καμία σχέση με τη ζωντάνια και το μπρίο της μάνας μου. Έμοιαζε ήσυχη και σεμνή. Μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά εκείνος το είχε ανάγκη φαίνεται. Έπειτα από χρόνια φθορά στην εξαλλοσύνη τού χρειαζόταν λίγη σιωπή, λίγος σεβασμός, όπως διψά κανείς για νερό κρύο. Ένα κορίτσι από την Ερμιόνη, από οικογένεια ταπεινή, όπως η δική του. Τον ξεκούραζε, υποθέτω. Καμία σχέση με την πληθωρική μου αριστοκράτισσα μάνα.

Έμοιαζε ήσυχη και σεμνή. Μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά εκείνος το είχε ανάγκη φαίνεται. Έπειτα από χρόνια φθορά στην εξαλλοσύνη τού χρειαζόταν λίγη σιωπή, λίγος σεβασμός, όπως διψά κανείς για νερό κρύο. Ένα κορίτσι από την Ερμιόνη, από οικογένεια ταπεινή, όπως η δική του. Τον ξεκούραζε, υποθέτω. Καμία σχέση με την πληθωρική μου αριστοκράτισσα μάνα.

«Να προσέχεις τις σιγανοπαπαδιές» έλεγε η μάνα μου «γιατί θα την πατήσεις κι εσύ έτσι. Θα πας χαμένη, όπως πήγα εγώ, θα χαραμίσεις τη ζωή σου!» Έπρεπε να βρίσκω μέσα μου απαντήσεις. Δεν θα πήγαινα χαμένη. Εκείνη φώναζε κι εγώ έλεγα στον εαυτό μου: Όχι, δεν θα πάω χαμένη! Δεν θα χαραμίσω τη ζωή μου! Όχι! Όχι! Όχι!

Αλλά δεν έπιανε αυτό το μυστικό ξόρκι. Με όσα έλεγε έκανε τους ανθρώπους γύρω μου να μοιάζουν με δαίμονες. Όλοι ήθελαν το κακό μου, να με εκμεταλλευτούν, να μου φάνε την προίκα. Ποια προίκα; Δεν ήξερα τι σημαίνει, για χρόνια άκουγα τη λέξη χωρίς να την καταλαβαίνω. Άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο να λέει ό,τι της ερχόταν στο μυαλό. «Οι φίλες είναι φίδια» έλεγε όταν με έβλεπε χαρούμενη να ξεκινώ για να τις συναντήσω. «Κοίτα αυτή τη Δάφνη. Τι θέλει από σένα; Σε έχει σαν δουλικό. Μόλις σου ζητήσει κάτι, αμέσως γίνεσαι χαλί να σε πατήσει. Μην τρέχεις από πίσω της, δεν έχεις αξιοπρέπεια; Εκείνη έπρεπε να τρέχει ξοπίσω σου. Και τι εμφάνιση, σαν σανίδα είναι!»

Την εμφάνιση σανίδας εγώ τη ζήλευα, αφού ήταν πολύ περισσότερο κοντά στο πρότυπο της Φρανσουάζ Αρντί και της Τουίγκι, είχε μάλιστα ακριβώς τα ίδια ίσια μαλλιά, τα καστανόξανθα πράσα που έπεφταν πειθαρχημένα από τον νόμο της βαρύτητας στους ώμους της και ακολουθούσαν την κλίση του κεφαλιού της όταν το έγερνε χαριτωμένα από τη μια και από την άλλη και δεν αναπτύσσονταν σε αναρχικούς φουντωμένους όγκους, σαν τα δικά μου.

«Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της;» είχε ρωτήσει όταν με είχε καλέσει πρώτη φορά σε πάρτι, στο Δημοτικό. «Δικηγόρος; Α, μάλιστα…» Εκεί κλονίστηκε λίγο. «Καλό επάγγελμα η δικηγορία. Πού μένουν; Εξάρχεια; Μου κάνει εντύπωση να έρχονται στο σχολείο σου παιδιά των Εξαρχείων. Νόμιζα ότι έχει κάποιο επίπεδο. Και πληρώνει ένα σωρό λεφτά ο πατέρας σου!»

«Κι αυτή η Μαργαρίτα τι κακάσχημη που έγινε!» έλεγε αργότερα, όταν πια τις είχε όλες γνωρίσει και τις παρακολουθούσε. «Έχει πρόσωπο ποντικίσιο και τα μαλλιά της πάντα μέσα στη λίγδα! Γιατί την έχετε μαζί σας; Δεν μπορείτε να φτιάχνετε ένα σύνολο πιο αρμονικό; Επίτηδες έρχεται στην παρέα σας, για να κρύβει την ασχήμια της».

Είχαμε όμως και την όμορφη στην παρέα μας, τη Λυδία, αλλά ούτε αυτή της άρεσε. «Γιατί περπατάει και κουνιέται έτσι, μικρό κορίτσι; Γιατί φοράει μίνι; Μήπως βάφει τα μαλλιά της; Κανονικά, στην ηλικία της το ξανθό χρώμα υποχωρεί. Σίγουρα θα τα βάφει. Το ξέρουν αυτό οι καθηγητές σας; Προκαλεί τους άντρες! Όλοι μαζί της θα ασχολούνται και δεν θα γυρίζουν να σας κοιτάξουν εσάς. Ειδικά εσένα, έτσι που εμφανίζεσαι σαν σουρουκλεμές. Έρχεται μαζί σας για να ξεχωρίζει. Αν ήταν καλός άνθρωπος, θα έβρισκε φίλες του δικού της επιπέδου εμφάνισης».

Φούντωνα, έβαζα τις φωνές, έφερνα αντιρρήσεις, βράχνιαζα, υπερασπιζόμουν τον πατέρα της Δάφνης και τη γειτονιά της, τη φάτσα της Μαργαρίτας και την ομορφιά της Λυδίας. Αλλά το δηλητήριο έσταζε μέσα μου.

Γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το σπίτι της Δάφνης ήταν πολύ απλό, πολύ παλιό, και επιπλέον νοικιασμένο, και έμεναν μέσα έξι άτομα χωρίς υπηρέτρια, καμιά σχέση με το δικό μας δηλαδή, και η Μαργαρίτα μας όντως ήταν ασχημούλα και συχνά έβλεπες στο πρόσωπό της ένα είδος παράπονου όταν χάζευε τη Λυδία, με το τριανταφυλλένιο στόμα, να φτιάχνει τα πλούσια ξανθά μαλλιά της. Το έβλεπα ή νόμιζα πως το βλέπω από τα πολλά που είχα ακούσει να λέει η μάνα μου;


Λίγα λόγια για το βιβλίο

metaixmio damianidi dyo kalokairiaΑθήνα, αρχές της δεκαετίας του 1970. Τελειώνοντας το σχολείο, τέσσερις φίλες καλούνται να αποφασίσουν για τη ζωή τους σε μια εποχή που στην Ελλάδα η Χούντα ελέγχει κάθε δομή εξουσίας, αλλά και την καθημερινότητα των πολιτών, ενώ από τη Δύση φτάνουν μηνύματα μιας δεκαετίας ανατρεπτικής, όπου οι νέοι διεκδικούν «φαντασία στην εξουσία». Τέσσερις φίλες ολότελα διαφορετικές μεταξύ τους: η καλή μαθήτρια, που όμως κατά βάθος θα ήθελε να είναι κάτι άλλο, η κακή μαθήτρια, που θα μπορούσε να είναι και καλύτερη. Αλλά και η πιο σοβαρή, που θα μπορούσε τελικά να κάνει τη μεγαλύτερη γκάφα, και η φοβισμένη, που θα αποτολμήσει το μεγάλο βήμα. Όλες έχουν μπροστά τους τον μεγάλο στόχο, την επιτυχία στις εξετάσεις του φθινοπώρου. Το μυαλό τους όμως βρίσκεται αλλού, στα βάσανα του έρωτα και στο πώς θα προστατεύσουν τις ζωές τους από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά και από το καθεστώς.
Ιστορίες απλές, οικείες και τρυφερές, που σε όλους κάτι έχουν να θυμίσουν από τα σχολικά τους χρόνια. Ιστορίες όπου δεν συμβαίνει τίποτα το τρομερό, πέρα από το πιο τρομερό, αυτό που συμβαίνει την 21η Απριλίου 1967 και καταπατά την καθημερινότητα όλων, ενηλίκων και ανηλίκων. Και όλα αυτά τα γεγονότα, τα μικρά και τα μεγάλα, καθόρισαν εκείνη την περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου –πριν από το Πολυτεχνείο– και ίσως καθορίζουν ακόμη, υποδόρια και σιωπηλά, και τις νεότερες.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή αφηγημάτων της Μαρίας Αμανατίδου «My HERoines – Μικρές ιστορίες, μεγάλες ηρωίδες», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Μηκραίνεις»

...
«Με το στανιό» του Γιάννη Νταουλτζή (προδημοσίευση)

«Με το στανιό» του Γιάννη Νταουλτζή (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Γιάννη Νταουλτζή «Μελένικο, Γανόχωρα, Με το στανιό στη Δράμα», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Γεννήθηκε, όπως οι πρόγονοί της το ’χαν συν...

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Σωματογραφία», το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου από τος εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κεφάλαιο 2ο

Εκείνη την εποχή καταπιανόμουν με την κατα...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία 2024: Όλες οι υποψηφιότητες σε όλες τις κατηγορίες

Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία 2024: Όλες οι υποψηφιότητες σε όλες τις κατηγορίες

Το Υπουργείο Πολιτισμού ανακοινώνει τις Βραχείες Λίστες των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2024 (για τις εκδόσεις 2023). Πρόκειται για τις Βραχείες Λίστες στις οποίες κατέληξαν οι αρμόδιες Επιτροπές: α) η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, β) η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Οι Βραχείες Λίσ...

«Πέρα από το Τείχος» της Κάτια Χόγιερ (κριτική) – Μια άλλη ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία

«Πέρα από το Τείχος» της Κάτια Χόγιερ (κριτική) – Μια άλλη ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία

Για το βιβλίο-έρευνα-μαρτυρία της Κάτια Χόγιερ [Katja Hoyer] «Πέρα από το Τείχος – Ανατολική Γερμανία, 1949-1990» (μτφρ. Νίκος Ρούσσος, εκδ. Παπαδόπουλος). Κεντρική εικόνα από το εξώφυλλο της βρετανικής έκδοσης του βιβλίου.

Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης

...
«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη (κριτική) – ένα τρυφερό ερωτικό αφήγημα με έμφαση στον λόγο και την ποίηση

«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη (κριτική) – ένα τρυφερό ερωτικό αφήγημα με έμφαση στον λόγο και την ποίηση

Για το αφήγημα της Βάσιας Τζανακάρη «Γεννιέται ο κόσμος» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: η Λόρα Ντερν και ο Νίκολας Κέιτζ στην «Ατίθαση καρδιά» του Ντέιβιντ Λιντς.

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός

Η ερωτική επιθυμία στο μεγαλύτερο μέρος της κλασικής λογο...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από την Εισαγωγή της μελέτης του Γιώργου Αριστηνού «Νάρκισσος και Ιανός – Οι μεταμορφώσεις του Μοντερνισμού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Από την Εισαγωγή

...
«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ