Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη «Πλατεία Κλαυθμώνος», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 12 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το αστυνομικό τμήμα στεγάζεται σε απόμερη πολυκατοικία πολύ κοντά, στο μέσο της απόστασης από την πλατεία Κλαυθμώνος μέχρι το Σύνταγμα, και καταλαμβάνει αρκετούς, ίσως και όλους τους ορόφους του κτιρίου. Δυο τρεις τους ανεβήκαμε από τη σκάλα με τα πόδια. Σταματήσαμε για λίγο στον δεύτερο κατά πάσα πιθανότητα όροφο (δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως γιατί συναντήθηκε και κάτι γελαστικό είπε με κάποιους συναδέλφους του στον διάδρομο του δεύτερου, κι εκείνοι κάτι άσχετα μ’ εμάς έγγραφα θυμήθηκαν κι έτρεξαν να του φέρουν), για να καταλήξουμε ύστερα στον τρίτο, μπροστά στην κλειστή πόρτα του Αξιωματικού Υπηρεσίας.
Πρώτα μπήκε εκείνος ο άνετος ξανθός νεαρός που μας είχε φέρει, και που τον περιμέναμε ωσότου τέλειωσε με την αναφορά του και βγήκε, οπότε και μας έσπρωξε για να μας βάλει κι εμάς μέσα και αμέσως κατόπιν έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε.
Τα διατρέξαντα, όπως τα άκουσα από τα χείλη του Αξιωματικού Υπηρεσίας, είχαν ως εξής: με το άλλο παιδί γνωρίστηκα εκεί όπου κατουρούσαμε. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε και με το που βγήκαμε αρχίσαμε τα πάρε δώσε στο παγκάκι που καθίσαμε.
Υπήρχε και μια δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο ένας από τους δύο, αυτός που είχε ήδη κλείσει τα είκοσι ένα –σύμφωνα με το δελτίο της ταυτότητας που κρατούσε και έπαιζε στα χέρια του ο αξιωματικός–, πήρε στο κατόπι και είχε πλευρίσει και προσπαθούσε να παρασύρει τον άλλο. Και ο άλλος ήταν μόνο δεκαεννέα ετών, ανήλικος και αθώος και άσχετος. Ας διάλεγα κι ας έπαιρνα, ειπώθηκε σ’ εμένα.
Δεν μου δόθηκε χρόνος να το σκεφτώ. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε, αστυνομικοί με πολιτικά, μελαχρινοί και δασύτριχοι οι περισσότεροι, όπως κι ο Αξιωματικός Υπηρεσίας άλλωστε, καμία σχέση με τον δικό μας, τον πραγματικά ξανθό –πιθανόν λόγω της κοινής καταγωγής τους, έκανα τη σκέψη–, αστυνομικοί που έφερναν μέσα πολίτες με υποθέσεις ανάλογες ίσως, και με τα μάτια χαμηλωμένα σαν τα δικά μας, που παρέδιδαν την ταυτότητά τους για να καταγραφούν κι εκεινών τα στοιχεία στα βιβλία της υπηρεσίας κι ύστερα έφευγαν και περίμεναν έξω από το γραφείο τη σειρά τους.
Κόκκινο από τον θυμό έγινε το δασύτριχο καλοξυρισμένο πρόσωπό του. Όρθιος σηκώθηκε και καταφερόταν και κατηγορούσε τους γονείς, και πιο πολύ τη μάνα, εκείνη που με γέννησε και με διέπλασε, αυτή κυρίως του έφταιγε, καθώς και οι άνθρωποι γενικώς που του δυσκολεύουν τη ζωή, όλοι εμείς που, αντί να καθόμαστε στα σπίτια μας, ξαμολιόμαστε νυχτιάτικα στους δρόμους.
Μπορεί να μην είπα τίποτα, μπορεί με ελάχιστες λέξεις, με ένα «όχι» και ένα «δεν» ή ίσως μόνο με μία κίνηση του κεφαλιού να αρνήθηκα. Εν πάση περιπτώσει, και τις δύο ιστορίες του, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να τις επιβάλει, άλλοτε με το καλό και άλλοτε με το άγριο, τις αρνήθηκα και τον εκνεύρισα. Κόκκινο από τον θυμό έγινε το δασύτριχο καλοξυρισμένο πρόσωπό του. Όρθιος σηκώθηκε και καταφερόταν και κατηγορούσε τους γονείς, και πιο πολύ τη μάνα, εκείνη που με γέννησε και με διέπλασε, αυτή κυρίως του έφταιγε, καθώς και οι άνθρωποι γενικώς που του δυσκολεύουν τη ζωή, όλοι εμείς που, αντί να καθόμαστε στα σπίτια μας, ξαμολιόμαστε νυχτιάτικα στους δρόμους.
«Παραδεχτείτε το και υπογράψτε, να σας αφήσουμε να πάτε στο καλό, να ησυχάσουμε κι εμείς» κατέληξε ο αξιωματικός. Όμως κανείς από τους δυο μας δεν δέχτηκε να τον διευκολύνει.
Ανεβήκαμε μετά και κατεβήκαμε συνοδευόμενοι τους ορόφους, προς τα πάνω μια δυο φορές και στο ενδιάμεσο προς τα κάτω και μετά ακόμα πιο κάτω, ενώ κάποια στιγμή είχα την αίσθηση ότι βρισκόμασταν σε μέρος ολωσδιόλου διαφορετικό, σε πολυκατοικία διπλανή και σε όροφο χαμηλοτάβανο μάλλον και ημιυπόγειο, αφού στον ίδιο μ’ εμάς διάδρομο κυκλοφορούσαν κάτι νέοι άντρες, μεστωμένοι, με μοναδικό ρούχο ένα πανί, μια πετσέτα του μπάνιου δεμένη στη μέση, οι οποίοι έβγαιναν από μια πόρτα, ασφαλώς κάποιου λουτρού, γιατί διέκρινες και τον ατμό που έβγαινε από την ίδια πόρτα, και έμπαιναν δίπλα σε μιαν άλλη, του δωματίου τους, ξέρω γω, ή του κοιτώνα τους, αν στεγάζονταν σε χώρο κοινό. Ένα κατάλυμα, περίπου υπνωτήριο, και με μια έννοια κοινόβιο, όλα αυτά μαζί όπως τα αντιλαμβανόμουνα μέσα στην παραζάλη των στιγμών, αλλά φυσικά ενήλικων και πολύ μεγαλύτερών μας, ήταν ο όροφος, ανδρών του Τμήματος, υποθέτω, που μας κοίταζαν κι εκείνοι με απορία.
Μέρος να μας βάλουν δεν είχαν. Μετά από ώρα μάς έκλεισαν, τρόπος του λέγειν, σε ένα τυφλό δωμάτιο με κάγκελα στη μία του πλευρά, κρατητήριο σαν κι αυτά που δείχνουν οι ταινίες στο σινεμά, αλλά χωρίς κλειδαριά και κλειδιά, και με την πόρτα σχεδόν μόνιμα ανοιχτή· καμιά δεκαπενταριά άτομα, αναγκαστικά όρθιοι οι περισσότεροι, που πιάσαμε ο καθένας μας από μιαν άκρη για να σκεφτούμε αυτό που μας είχε συμβεί και βρισκόταν σε εξέλιξη.
Επόμενη στάση για πέντε από εμάς, μισή ώρα αργότερα, σ’ έναν διάδρομο που μας οδήγησαν και όπου τουλάχιστον υπήρχε και κάποιος πάγκος με πλάτη, αρκετά μακρύς για να καθίσουμε όλοι, περιμένοντας τη σειρά μας για κάτι άλλο. Τι; Άγνωστο.
Ήμουν έξω έξω στον πάγκο και κλήθηκα να περάσω πρώτος, σ’ έναν μακρόστενο χώρο δίπλα μας, κλειστό μέχρι τότε, όπου σ’ ένα μικρό τραπέζι, τοποθετημένο στο κέντρο, υπήρχε ένας πάκος χαρτιά και μία μαύρη πλάκα πέτρινη. Μαύρη από το μελάνι, με το οποίο την πέρασε ο ένστολος αστυφύλακας, που έπιασε την παλάμη μου και τα άκαμπτα δάχτυλά μου και τα καθοδήγησε ένα προς ένα στην ψυχρή επιφάνεια της πλάκας, και ύστερα στο πρώτο, το πάνω πάνω, χαρτί της στοίβας.
Σε τετράγωνα κουτάκια τα αποτυπώματα όλων μας· όχι μόνον της ομάδας μας του διαδρόμου αλλά και των άλλων που έπονταν στο κρατητήριο, όλων ανεξαιρέτως, που δεν είχαν πάψει να καταφθάνουν – να τους φέρνουν στο Τμήμα και να τους βάζουν εκείνη τη νύχτα όπου έβρισκαν και μπορούσαν.
Παραπάνω από διπλάσιοι ήταν πλέον όσοι ξεροστάλιαζαν, γιατί τους μέτρησα με το που επιστρέψαμε στο κρατητήριο, κι οι χούφτες ολωνών, καθώς συν καιρώ ολωνών ερχόταν η σειρά, μέσα στα μελάνια και μετά στο σάλιο που έφτυναν κι έτριβαν καλά καλά για να απαλλαγούν απ’ τη μαυρίλα.
Αν ήταν ίδιος ο λόγος της σύλληψης και των άλλων ανθρώπων δίπλα μου, αν ίσως και ο τόπος, εννοώ το κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος απ’ όπου με είχαν περιμαζέψει, ήταν ίδιος, δεν ήξερα. Προσπαθούσα να μαντέψω. Ένας τους έδειξε ενδιαφέρον και με ρώτησε για το σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο παντελόνι που φορούσα, αλλά κι ένας από τους δεσμοφύλακες λίγο αργότερα με ρώτησε μέσα από τα κάγκελα για το αναλόγου χρώματος πουκάμισό μου, από πού το είχα αγοράσει δηλαδή, για να πάρει κι εκείνος κάτι παρόμοιο, έτσι κατάλαβα – και μετά από αυτό τι συμπέρασμα να βγάλω;
«Η εξακρίβωση πάντοτε αργεί» μας είπε. Είχαμε μαζευτεί γύρω του πέντε έξι άτομα κι εκείνος εξηγούσε: το αστυνομικό τμήμα έστελνε σήμα με τα στοιχεία μας στη Γενική Ασφάλεια και στην Ασφάλεια Προαστίων, και τα αρμόδια γραφεία τους, που ήταν τα κεντρικά για την Αττική και για ολόκληρη την επικράτεια, απαντούσαν. Κι αν βέβαια υπήρχε σε βάρος σου κάποιο ένταλμα συλλήψεως, δεν σε άφηναν, σε κρατούσαν.
Στα τριάντα και στα σαράντα ήταν οι περισσότεροι κρατούμενοι, μερικοί κάπως μεγαλύτεροι, περίπου στην ηλικία του πατέρα μου· ήσυχοι άνθρωποι και το ντύσιμό τους συνηθισμένο, καθημερινό, αλλά δυο τρεις που το μάτι τους έπαιζε κινούνταν εκεί μέσα με άνεση και ξεχώριζαν. Ήταν πιο ομιλητικοί, πιο ζωηροί αυτοί κι έμοιαζαν να γνωρίζουν τα κατατόπια. Ένας τους μου έδειξε πού έπεφτε στον όροφο το αποχωρητήριο, κάποιος άλλος, έτσι όπως μίλησε, φάνηκε να ξέρει κι άλλα πολλά, ακόμα και το χωριό της Μεσσηνίας απ’ όπου καταγόταν ο διοικητής του τμήματος. «Η εξακρίβωση πάντοτε αργεί» μας είπε. Είχαμε μαζευτεί γύρω του πέντε έξι άτομα κι εκείνος εξηγούσε: το αστυνομικό τμήμα έστελνε σήμα με τα στοιχεία μας στη Γενική Ασφάλεια και στην Ασφάλεια Προαστίων, και τα αρμόδια γραφεία τους, που ήταν τα κεντρικά για την Αττική και για ολόκληρη την επικράτεια, απαντούσαν. Κι αν βέβαια υπήρχε σε βάρος σου κάποιο ένταλμα συλλήψεως, δεν σε άφηναν, σε κρατούσαν. Και χρειαζόταν υπομονή, γιατί έπαιρνε χρόνο εάν επρόκειτο και μέχρις ότου σε απολύσουν. Το άλλο που είπε αφορούσε τη Σήμανση. Δεν αρκούσαν τα δακτυλικά αποτυπώματα, σε λίγο θα μας φωτογράφιζαν κιόλας, είπε. Με μια ευχαρίστηση στη φωνή, με την ικανοποίηση που παίρνει εκείνος ο οποίος σύντομα θα επαληθευτεί και προκαταβολικά χαίρεται και θριαμβεύει. Και κάτι ακόμα, για τον διοικητή αυτό, που ερχόταν στο Τμήμα μερικές μόνον ώρες το πρωί για τις πιο σοβαρές υποθέσεις, γιατί ήταν άνθρωπος της Επαναστάσεως, και στον υπόλοιπο χρόνο του χειριζόταν σοβαρότερα θέματα, στο πλευρό του υπουργού, στο Υπουργείο.
Δέκα λεπτά αργότερα με πήραν μαζί με το άλλο παιδί – που δεν είχα καταφέρει μέχρι εκείνη τη στιγμή να αντικρίσω καταπρόσωπο, να δω καλά καλά τα μάτια του, αν ήταν μαύρα, καστανά ή γαλανά, που δεν είχα προλάβει ούτε και το ανάστημά του να συγκρίνω με το δικό μου– και μας ανέβασαν σ’ έναν όροφο πιο πάνω, όπου σταθήκαμε και περιμέναμε μπροστά στην κλειστή πόρτα του γραφείου του κυρίου διοικητή.
Βρισκόταν εκεί από νωρίς ή είχε μόλις έρθει κι ευθύς για κάποιο λόγο μάς ξεχώρισε και ενδιαφέρθηκε για την περίπτωσή μας; Ποιος ξέρει. Πάντως ήταν εκείνος, με τη στολή και τα διακριτικά του μεγάλου βαθμού του, χωρίς αμφιβολία ο διοικητής του τμήματος που αντικρίσαμε. Ένας πατρικός γκριζομάλλης, αυστηρός και δίκαιος, που θα έβαζε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους. Τίποτα λοιπόν απ’ όσα μας καταμαρτυρούσε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας δεν έστεκε και δεν είχε στην πραγματικότητα συμβεί ανάμεσα στους δυο μας.
«Κανένα πάρε δώσε, καμία σχέση με το ψώνισμα… πώς το λέτε εσείς οι νέοι –ε ναι, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω–, αυτή είναι τέλος πάντων η λέξη» είπε ο διοικητής.
Εμείς ακούγαμε χωρίς άλλο και περιμέναμε τη συνέχεια. Σύμφωνα με την οποία, είχαμε την υποχρέωση να το σκεφτούμε καλά και να μην αρνηθούμε αυτό που μας πρόσφερε, «να μην αρνηθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό» όπως είπε.
«Σκεφτείτε το και υπογράψτε. Δεν θα υπογράψετε ότι κάνατε κάτι κολάσιμο, όχι, τίποτα κακό δεν κάνατε και τίποτα τέτοιο δεν θα γράψουμε. Παραδεχτείτε μόνον ότι εν γνώσει σας πήγατε όπου πήγατε, πως δεν βρεθήκατε τυχαία στην πλατεία. Αυτό που είσαστε κι αυτό που ψάχνατε παραδεχτείτε, τίποτα άλλο δεν σας ζητάω» είπε.
Πρόσθεσε και κάτι ακόμα: το χαρτί με την υπογραφή μας θα παρέμενε στην Υπηρεσία. Κανείς άλλος δεν θα λάβαινε γνώση, καμία απολύτως μνεία στο ποινικό μας μητρώο δεν θα γινόταν και καμία επίπτωση δεν θα είχε. Σ’ εμένα ειδικά ο διοικητής μίλησε σαν σε συνάδελφο, αφού πτυχιούχος της Νομικής Σχολής ήταν κι εκείνος και γνώριζε, όπως κι εγώ γνώριζα ως πρωτοετής φοιτητής έστω, ότι έτσι είχαν τα πράγματα.
Το καλύτερο το άφησε για το τέλος. Γιατί επέμενε αυτός, αλλά επιμείναμε στην άρνηση, με το να κρατάμε το στόμα κλειστό κι εμείς. Καθώς αποχωρούσαμε, στάθηκα στην πόρτα για να τον ακούσω, όταν και πάλι σ’ εμένα απευθύνθηκε λέγοντας ότι έπρεπε να τηλεφωνήσει στους δικούς μου: «Είσαι ανήλικος και έχω υποχρέωση να τους ειδοποιήσω» είπε. «Εκτός και αν…» μπορεί να είπε ύστερα, στοίχημα δεν βάζω αν έμεινε μια τέτοια φράση εκκρεμής, τίποτα δεν πρόσεχα από ένα σημείο και μετά, ίσως κι εκείνος να το μετάνιωσε και καμία υπόσχεση να μην έδωσε. Μέχρις ότου έκλεισε κάποτε την πόρτα ο αστυφύλακας που μας συνόδευε και φύγαμε.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Αθήνα από το φθινόπωρο του 1967 ως την άνοιξη του 1968. Ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα σπίτι με τη μάνα του, τον πατέρα του κι έναν άλλο άνδρα, φίλο και των δύο. Αυτή η παράξενη σχέση, ιδωμένη από τα μάτια του παιδιού.
Ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών μέσα από τα μάτια ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής. Η σύλληψή του στο κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος και η περιπλάνησή του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής. Η αναδρομή στο παρελθόν της ενηλικίωσης του νεαρού αφηγητή και ταυτόχρονα μία κατάδυση στον θολό βυθό του οικογενειακού του περιβάλλοντος: Η μητέρα, ο πατέρας και ο τρίτος άνθρωπος που μπαινόβγαινε παλιά στο σπίτι.