Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Χρύσας Φάντη «Οδός Ευτυχίδου», το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σμίλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Πέτρο;»
«Εμένα φωνάζεις, γιαγιά;»
«Εσένα, γιε μου. Πάμε να δούμε τη θάλασσα;»
«Να σου κάνω καλύτερα μια αγκαλιά;»
«Υποσχέσου μου πρώτα».
Σε κάποια γειτονιά της Αθήνας, στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, μπορεί όμως και στον Πειραιά, στην Κοκκινιά, στον Ταύρο, ίσως και στο Δουργούτι, υπάρχει ένα καλύβι που δεν διαφέρει και πολύ από τα άλλα της συνοικίας του. Ιδιοκτήτης του είναι μια ηλικιωμένη πρόσφυγας. Αυτοί που δεν την ξέρουν λένε ότι ο θάνατος τη βρήκε μια μέρα και την προσπέρασε. Αυτοί που την ξέρουν λένε ότι τα βράδια βγαίνει στους δρόμους και φωνάζει τα πεθαμένα της: «Γιωργάκηηηη… Μανολάκηηηηη… Φιλιώωωω…».
Η ηλικιωμένη κάθεται τώρα ήσυχα ήσυχα πάνω σε ένα σκαμνί. «Αυτή είναι η προγιαγιά σου», λέει η γιαγιά Κατίνα. «Δεν θα τη χαιρετήσεις;»
Κοιμάσαι με το στόμα ανοιχτό, ακριβώς όπως κοιμούνται κι αυτές. Όταν ξυπνάτε, παίζετε με τους εαυτούς σας, τους κυνηγάτε, σκοντάφτετε πάνω τους, τους βλέπετε κι αυτούς να σκοντάφτουν και να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο, εκείνες ίσως βλέπουν κι αυτά που εσύ δεν μπορείς ακόμη να δεις, βλέπουν τα φάλτσα και τα κενά τους∙ η γιαγιά σου η Κατίνα μπορεί να μην ξέρει τι ακριβώς της συνέβη, ξέρει όμως σίγουρα αυτό που πρόκειται να της συμβεί, αυτό που πρόκειται να της συμβεί μάλλον έχει συμβεί, συμβαίνει.
Λίγες μέρες πριν, την είχες δει να κοιτά με τις ώρες ένα φτηνό μπιμπελό, αντίγραφο της Αφροδίτης ή ίσως της Άρτεμης (και στο δικό σου μυαλό υπάρχει μια σύγχυση), σαν να επρόκειτο για το ομοίωμα κάποιας από καιρό πεθαμένης, κάποιας γνωστής της που τους υπηρετούσε στο σπίτι ή δούλευε στα χωράφια τους, ή από εκείνες τις άλλες που έβλεπαν τον κόσμο πίσω από καφασωτά, που επέμεναν να υποδύονται τις οσίες ή τις Κασσάνδρες, γυναίκες που θύμιζαν αερικά, ανυπεράσπιστες ή επικίνδυνα απειλητικές στα μάτια εκείνων που τις δυνάστευαν.
Πολύ φοβάσαι ότι στην κατάστασή της δεν θα σε ξανακυνηγήσει μ’ εκείνο το γάλα που, για να μην κολλήσει η πέτσα στον ουρανίσκο σου, έπρεπε να το πιεις μονορούφι. Αργεί να ανταποκριθεί σ’ αυτά που της λέει η Αγγελική, και η Αγγελική λέει πως η μητέρα της δεν έχει καμιά ελπίδα. Την ακούς να παραμιλά, χαμένη σ’ έναν κόσμο όχι μεγαλύτερο από το μέγεθος μιας καρφίτσας, ένα σύμπαν όπου όλοι οι χρόνοι κρέμονται από μια κλωστή, όλες οι ώρες συνυπάρχουν με έναν τρόπο που μόνον εκείνη ορίζει∙ μνήμες που την κρατούν σε μια στοιχειώδη διαύγεια αλλά και ένα είδος απάθειας ή, το αντίθετο, της ξεφεύγουν, γλιστρούν από τα χέρια της, πέφτουν και σπάνε, και από ώρα σε ώρα κάποιες από αυτές, οι πιο οικείες, οι πιο αγαπημένες της, έτσι σπασμένες, θ’ ανοίξουν τα στόματά τους και θα την καταπιούν.
Την ακούς να παραμιλά, χαμένη σ’ έναν κόσμο όχι μεγαλύτερο από το μέγεθος μιας καρφίτσας, ένα σύμπαν όπου όλοι οι χρόνοι κρέμονται από μια κλωστή, όλες οι ώρες συνυπάρχουν με έναν τρόπο που μόνον εκείνη ορίζει∙ μνήμες που την κρατούν σε μια στοιχειώδη διαύγεια αλλά και ένα είδος απάθειας...
Κάτι τέτοιες ώρες το μυαλό της Κατίνας βρίσκεται οπουδήποτε, μπορεί στη μέρα που της έφεραν νεκρό το μωρό της, μπορεί στην τελευταία φορά που βγήκε για ψώνια, τότε που ένα αμάξι την παρέσυρε και παραλίγο να την αφήσει στον τόπο (γωνία Σπύρου Μερκούρη και Πρατίνου, έξω από το περίπτερο του ανάπηρου) – μπορεί όμως και πιο πριν, στο κορίτσι που πολύ θα ήθελε να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να τρέχει με τα αγόρια στις αλάνες ή που προσπαθούσε, κρυμμένο πίσω από τίποτα θημωνιές, να πιάσει πεταλούδες, από αυτές που όταν τις πιάνεις αφήνουν στο χέρι σου κάτι σαν τρέμουλο∙ εικόνα για εσάς του υπόλοιπους ασύλληπτη.
Θες να της δείξεις την σχολική σου έκθεση, αυτήν που έγραψες με θέμα «Η γιαγιά μου η Σεβδικιώτισσα», καθαρή, χωρίς ούτε μια κόκκινη μολυβιά, αλλά το κορίτσι που ποτέ δεν ήταν σε κοιτάει έτοιμο να σε κόψει φετούλες. Το κορίτσι που ποτέ δεν ήταν δεν είναι πλέον κορίτσι, είναι ένα αφηνιασμένο άλογο∙ ένα ξέφρενο άτι που χλιμιντρίζει με σηκωμένα τα μπροστινά του πόδια, έτοιμο να ορμήσει πάνω της με έναν όλο θυμό καλπασμό. Κάτι πρέπει να κάνετε γι’ αυτό το κορίτσι, ο θυμός του φτιάχνει φωλιές στο κρεβάτι της, ανακατεύει σεντόνια και αναποδογυρίζει στρώματα, σφυρίζει πίσω από κουρτίνες και ανοίγει με πάταγο τα συρτάρια της σιφονιέρας∙ εκείνη, το βλέπεις, δεν μπορεί πια να το συγκρατήσει, δεν έχει τη δύναμη να το γυρίσει στη θέση του, να το εξαφανίσει όπως τις μύξες σου ή τα ψίχουλα που άφηνες στο τραπέζι∙ στο πρόσωπο του κοριτσιού βλέπει το χτύπημα, αλλά είναι ένα χτύπημα που έρχεται από παλιά, εκείνο δεν ήταν ποτέ του χεριού της.
Το κορίτσι κάθεται τώρα σιωπηλό πίσω από ένα μεγάλο πιάνο με ουρά κι έχει τα χέρια ακουμπισμένα στα πλήκτρα. Το μόνο που ακούγεται είναι το ρυθμικό τικ τακ του μετρονόμου. «Να σας συστήσω», λέει η Κατίνα. «Αυτή είναι η Αγγελική, η κόρη μου. Πραγματικό ταλέντο. Ίδια ο πατέρας της».
Λένε ότι τα πρόωρα (όπως και οι ασθενείς με άνοια) δυσκολεύονται να νιώσουν τον ιδιαίτερο δεσμό που δημιουργείται μέσα από τις θετικές αποκρίσεις στο άγγιγμα και το κοίταγμα. Μην ανησυχείτε. Αφήστε το βρέφος (τον ασθενή με άνοια) να σας καθοδηγήσει. Σεβαστείτε αυτό που σας εκφράζει όταν κοιτάει αλλού ή όταν δεν έχει διάθεση να ανταποκριθεί. Το να κρατάτε το μωρό (τον άνθρωπο με άνοια) κοντά σας, ώστε να νιώθει τη στήριξη και τη θέρμη του σώματός σας, ή να το(ν) τυλίγετε σε μια κουβερτούλα είναι πολύ σημαντικό. Το τάισμα είναι ιδιαίτερα δύσκολη ώρα, καθώς απαιτεί πολλή συγκέντρωση και οργάνωση. Το να μείνετε σιωπηλοί αυτή την ώρα είναι ίσως η καλύτερη στρατηγική.
Σκέφτεσαι ότι συχνά αρκεί μια παρένθεση για να συμπληρωθεί ένας κύκλος.
Στην αρχή σε άφηναν να την επισκέπτεσαι κάθε απόγευμα, μετά όμως προσπάθησαν με διάφορες προφάσεις να σ’ αποτρέψουν, ώσπου πλέον, μ’ ένα πάτωμα μόνο να σας χωρίζει, την έβλεπες σπάνια.
Στην αρχή σε άφηναν να την επισκέπτεσαι κάθε απόγευμα, μετά όμως προσπάθησαν με διάφορες προφάσεις να σ’ αποτρέψουν, ώσπου πλέον, μ’ ένα πάτωμα μόνο να σας χωρίζει, την έβλεπες σπάνια. Το ένιωθες ωστόσο πως μέσα στο σώμα της κάτι μυστήρια πλάσματα είχαν κάνει φωλιά και, όταν για λίγο την εγκατέλειπαν, φρόντιζαν ν’ αφήνουν πίσω τους μια στυφή μυρωδιά, μια αψιά οσμή που κόλλαγε πάνω στο δέρμα της, πιο αψιά κι από τα ούρα που πότιζαν τα σεντόνια της∙ αρουραίοι, που γρήγορα επανέρχονταν με τη μορφή εκείνου του κοριτσιού, που φορούσε για κάλυψη τα ρούχα και τα παπούτσια σας.
Ένα φως αχυρένιο κι απόκοσμο εισχωρεί από τις μισόκλειστες γρίλιες της μπαλκονόπορτας και σε βιδώνει στην καρέκλα. Σαν να μην άλλαξε, να μη μεσολάβησε κάτι, απλώς να μην έμεινε τίποτα που θα μπορούσε να σ’ το πει με λέξεις. Τα λόγια, όπως τη φύτρα της πατάτας όταν πολυκαιρίζει, με δυσκολία τα βγάζει κανείς από το στόμα της. Κάτι σου ψιθυρίζει, που το νόημά του μένει αδιευκρίνιστο, κανείς δεν θα μπορούσε να το ξεκλειδώσει∙ μηχανή που της έχεις βγάλει τον μηχανισμό και την έχεις αφήσει κουφάρι.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Στην Οδό Ευτυχίδου, ο αφηγητής, λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του χρόνια, βρίσκεται αντιμέτωπος με καταστάσεις πρωτόγνωρες και ερωτήματα που δεν έθεσε όταν αυτά θα μπορούσαν ίσως να απαντηθούν. Εικόνες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, ποικίλα οικογενειακά βιώματα κι ένα πακέτο επιστολών του πατέρα του από τον καιρό του Εμφυλίου, θα τον γυρίσουν πίσω στον χρόνο, στη γέννηση και την ενηλικίωσή του σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα της δεκαετίας του ’60. Στη δευτεροπρόσωπη αφήγησή του, μέσ’ από έναν νοερό διάλογο με τον εαυτό του και τους οικείους του, βγαίνουν στην επιφάνεια γεγονότα άγνωστα ή αμφίσημα – θραύσματα του περασμένου αιώνα από το Παγκράτι και τους κατοίκους του». (από το οπισθόφυλλο)