Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Μάνου Χατζηγιάννη «Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας», το οποίο κυκλοφορεί στις 20 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Και να ήθελε να κλείσει μάτι, δεν μπορούσε. Δεν ήταν από εκείνους που θα έκαναν φλάμπουρο την ανδροσύνη, μα η παρθενική φορά δεν ξεχνιέται. Έπρεπε να φύγει κι ας το σιχαινόταν. Εκείνη, μαλωμένη με το σεντόνι που είχε κυλήσει στο ξύλινο πάτωμα, καθρέφτιζε καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού τη γύμνια της, παρατηρώντας τον να ντύνεται πίσω από το είδωλό της. Η πιο άβολη στιγμή για τον Αλέξανδρο ήταν τα δευτερόλεπτα που κράτησαν μέχρι να βάλει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, να βγάλει δυο χαρτονομίσματα και να τα ακουμπήσει ευλαβικά στο κομοδίνο. Ακριβώς σαν πρωτάρης.
Του έκανε εντύπωση πως ενώ το βλέμμα της τον παρακολουθούσε μέσα από τον καθρέφτη, η έκφρασή της δεν γλύκανε ούτε στιγμή. Η στάση της τον έκανε να ντραπεί να την αποχαιρετήσει με ένα τελευταίο φιλί και αρκέστηκε σε ένα χάδι στην πλάτη της.
Βγαίνοντας στον διάδρομο μύρισε καπνό από το χολ. Στο τέταρτο βήμα άκουσε γνώριμη φωνή.
«Τα ίδια κάνει κάθε φορά που βρίσκεται με κάποιον από δικό μου καράβι» ακούστηκε. Κρατούσε πάλι έναν καφέ σε ποτήρι του κρασιού. Δεν έστρεψε το βλέμμα του από το παράθυρο, από την Ανατολή, που ζωγράφιζε με πορφυρά χρώματα τον ορίζοντα.
Ο Συριανός καρδιοκατακτητής της μιας βεγγέρας δεν ήθελε να το χωνέψει πως σώθηκε το ρομάντζο. Και το επόμενο χαστούκι ήταν δυνατότερο κι από τη σφαλιάρα και από όλα τα εκπαιδευτικά κροσέ του Όλαφ μαζί.
«Είναι κόρη μου» κατάπιε τον λόγο του με μια ρουφηξιά καφέ ο καπετάν-Αργύρης και μόνο τότε στράφηκε να τον κοιτάξει στα μάτια χωρίς περιστροφές. Κι ήταν ίδια η ματιά του με τη δική της, μα την αλήθεια.
Λέξεις δεν βγήκαν από το στόμα του Αλέξανδρου, αλλά ο καπετάνιος μάντεψε τη βουβή ερώτηση και συνέχισε. «Το κάνει για να με πληγώνει. Για να με εκδικείται».
Ο Αλέξανδρος ένιωσε να πνίγεται, μα δεν έβγαλε άχνα. Τα λόγια του καπετάνιου σαν αλισάχνη μούσκεψαν τη ζωντανή ακόμη ανάμνηση της περασμένης νύχτας.
Του έκανε εντύπωση πως ενώ το βλέμμα της τον παρακολουθούσε μέσα από τον καθρέφτη, η έκφρασή της δεν γλύκανε ούτε στιγμή. Η στάση της τον έκανε να ντραπεί να την αποχαιρετήσει με ένα τελευταίο φιλί και αρκέστηκε σε ένα χάδι στην πλάτη της.
«Μ’ αυτόν 38, όσο η μάνα μου όταν την έχασα κι εσύ μας είχες παρατήσει» ακούστηκε πίσω του με τη χροιά της να παραλλάσσει τη μέχρι πριν από λίγες ώρες τρυφερότητα σε απέχθεια. Ο Αλέξανδρος δεν έστριψε καν το κεφάλι του. Είχε μουδιάσει ολόκληρος.
Φωνές ακούστηκαν από το βάθος του διαδρόμου. Το γνώριμο γέλιο τού φάνηκε τρανή ευκαιρία για απάγκιο από την καταιγίδα που μαινόταν. Ο Σαρίφ μπήκε με φόρα στο χολ και σαν να είχε ξαναϋπάρξει μάρτυρας σε τέτοια σκηνή, τράβηξε τον Αλέξανδρο από το μπράτσο. «Άγαρμπα το έμαθες» απολογήθηκε.
Το μισό κορμί του Αλέξανδρου κινήθηκε να τον ακολουθήσει, αλλά το άλλο μισό αντιστάθηκε. Η σκέψη υπερκέρασε το ένστικτο. Ο Αλέξανδρος για όλα όσα είχε μάθει μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα εκείνο το πρωινό ρώτησε μόνο ένα πράγμα: «Και η πρύμνη;»
Η πέτρα του σκανδάλου ξεκαρδίστηκε. Ο καπετάνιος σφάλισε τα μάτια. Μόνο ο Σαρίφ τού έδειξε και με τα πέντε μεγάλα δάχτυλά του μια ταμπέλα κοντά στην είσοδο: Καλώς ήρθατε στην «Πρύμνη». Ήταν γραμμένο σε 4 γλώσσες, αλλά όχι στα ελληνικά.
«Κατάλαβες τώρα γιατί ο θερμαστής με τον λοστρόμο γελούσαν χθες όταν έλεγαν “θα πάμε στις πρυμνιτζούδες”» του έδωσε τη χαριστική βολή ο Αιγύπτιος όταν βγήκαν στον –αν και βρόμικο– πιο καθαρό από του σπιτιού αέρα στο σοκάκι του λιμανιού. Του Αλέξανδρου τού είχε φανεί έτσι κι αλλιώς χυδαίο το σχόλιο της προηγούμενης μέρας κάνοντας τον συνειρμό με τις κοπέλες και το πίσω μέρος του καραβιού. Τώρα του ερχόταν να ξεράσει.