Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιάννη Νικολούδη «Άδειος τόπος», το οποίο κυκλοφορεί στις 28 Ιουνίου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ύστερα νόμισα πως από κάπου πέσανε πιάτα και σπάσανε. Τινάχτηκα, το χέρι μου ακούμπησε κάτι το στεγνό, το σκαμμένο. Μια αγριελιά ήταν. Ριζωμένη, πετρωμένη εκεί. Έλεγες ότι κάποτε κάποιος την πέταξε χάμω και αυτή έμεινε από πείσμα εκεί. Εγώ ήμουνα ζαλισμένος και στηρίχτηκα πάνω της, γιατί αλλιώς θα έπεφτα. Τότε με βρήκε η βροχή, μια μονοκόμματη βροχή. Σαν από κάνουλα ανοιχτή. Δεν ξεχώριζες τις σταγόνες, μια ροή νερού μονάχα, και ξανά από κάπου ο κρότος των πιάτων που σπάνε, και τα σύννεφα στο βάθος φωτιστήκανε. Σύννεφα μαζεμένα μπάλες πάνω από το παλιό γυμνάσιο που ξαφνικά ήτανε μακριά. Σκυμμένο πίσω από τα δέντρα ήτανε. Γερμένο σαν να κρυφοκοίταζε ήτανε. Με εκείνα τα τυφλά παραθύρια του και τη μούχλα σαν φρύδια από πάνω τους. Είπα: Πότε και γιατί βγήκα από εκεί; Και είπα: Ήμουνα στ’ αλήθεια εκεί; Αυτά είπα και έμεινα ακουμπισμένος στην αγριελιά να με ξεπλένει το νερό. Μονοκόμματη βροχή. Χωρίς σταγόνες. Το κεφάλι μου σκοτισμένο, δεν καταλάβαινα τι μου γινότανε, τίποτα δεν καταλάβαινα, ούτε τι έκανα εκεί καταλάβαινα εγώ, ούτε πού πήγαινα. Το κεφάλι μου σκοτισμένο. Βαρύς ήμουνα, τόσο που λέω, στηρίξου γιατί θα πέσεις. Τα χέρια μου πάνω στο στεγνό πετσί της αγριελιάς. Το νερό έπεφτε πάνω στα κλαδιά. Το δέντρο γεμάτο καρκίνο και μαμούνια. Καρκίνος και μαμούνια ρουφούσαν ό,τι είχε μείνει από το εσωτερικό ζουμί του δέντρου και κατεβάζανε το ζουμί στο χώμα. Το χώμα. Το άκουγα το χώμα. Το άκουγα να πίνει και το νερό της βροχής, ένα στόμα ανοιχτό, και αρπάχτηκα εγώ από τον κορμό, λέω, θα πέσω εκεί μέσα, θα πέσω, θα πέσω.
Μετά τσαλαπατούσα στη λάσπη που είχε στρωθεί κάτω από το τριφύλλι. Τις σταγόνες πια τις έβλεπες. Λιγοστές, μια μια, να γυαλίζουνε σε ένα φως που ερχότανε από ψηλά, και στο χέρι μου κρατούσα κάτι, κοντοστάθηκα, είπα, τι είναι αυτό; πότε βρέθηκε στο χέρι μου αυτό; Ώσπου έφερα το κινητό μπροστά στο πρόσωπό μου, η μπαταρία κόντευε να τελειώσει, αναβόσβηνε η ένδειξη. Πότε και γιατί το έβγαλα από την τσέπη; Το πέταξα στη λάσπη και ήμουνα έτοιμος να πετάξω και τον σάκο που τόση ώρα τον κρατούσα, ήταν βαρύς, γεμάτος βροχή, τα ρούχα μέσα μουλιασμένα, αλλά τον κράτησα τον σάκο. Κάτι μέσα μου αποφάσισε να τον κρατήσει τον σάκο. Όπως κάτι μέσα μου με έκανε να προχωρώ χωρίς να ξέρω πού προχωρώ και γιατί προχωρώ και πόσο θα προχωρώ, μέσα στο φως και στις σταγόνες και στη μυρωδιά του ιδρώτα. Όχι δικός μου ιδρώτας. Ιδρώτας κορμών και φύλλων και χώματος. Λες και όλα είχαν τρέξει και είχαν σκάσει. Πού και πού έβλεπα κάποιο σπίτι ή αποθήκη σαν πίσω από ομίχλη και διάφορα άλλα πράγματα, φράχτες και κάτι άλλες κατασκευές, όλα βουτηγμένα στην ιδρωτίλα του αέρα. Κοράκοι ίδιοι με καμένες κόλλες χαρτιού να γυρίζουνε στον αέρα αργά αργά. Ένα αναποδογυρισμένο τρακτέρ βουλιαγμένο σε έναν λάκκο. Είπα: Όνειρο είναι όλα. Είπα: Κι εγώ όνειρο είμαι. Γιατί ακόμα δεν είχα εικόνα του εαυτού μου εγώ. Σαν να με σέρνανε ήμουν. Τι με έσερνε και γιατί με έσερνε δεν ήξερα εγώ. Ούτε πιο μετά ήξερα εγώ. Ούτε όταν πήδηξα τον σκουριασμένο φράχτη και μπήκα σε κάτι που ήταν κλειστό με ψάθες και καλάμια και πίσω διάφορα δέντρα. Τα βήματά μου τα ακολουθούσα σαν να μην ήτανε δικά μου, και ξανά άλλη μια βροχή άρχισε να πέφτει, και τότε σταμάτησα γιατί το είδα.
Όπως κάτι μέσα μου με έκανε να προχωρώ χωρίς να ξέρω πού προχωρώ και γιατί προχωρώ και πόσο θα προχωρώ, μέσα στο φως και στις σταγόνες και στη μυρωδιά του ιδρώτα. Όχι δικός μου ιδρώτας. Ιδρώτας κορμών και φύλλων και χώματος. Λες και όλα είχαν τρέξει και είχαν σκάσει.
Κάποτε ήτανε σκυλί, αλλά τώρα δεν ήτανε. Κρεμότανε εκεί μονάχο του. Το σχοινί δεμένο κόμπο στο δέντρο. Το σχοινί έτριζε σε έναν αέρα που είχε ξεσηκωθεί μόνο γι’ αυτό. Γιατί αέρας αλλού δεν υπήρχε. Μόνο σταγόνες νερού υπήρχανε. Κρεμότανε το σκυλί εκεί μονάχο του και ό,τι είχε μέσα του είχε φαγωθεί και ξαναφαγωθεί και είχε βραχεί και είχε στεγνώσει και είχε βραχεί ξανά και είχε καεί από ήλιους και ήλιους, και αυτό που έμενε έμοιαζε πιο πολύ με σχήμα σκύλου παρά με σκύλο. Πλακέ, πατικωμένο. Η θηλιά αρπαγμένη από το κόκαλο του λαιμού του, που μεταξύ κεφαλιού και κορμού σήκωνε το βάρος. Άλλα κόκαλα δεν έβλεπες, καλυμμένα ήταν από το πετσί, εξογκώματα από πλευρά. Μονάχα το μουσούδι είχε γυμνωθεί και γυάλιζε σαν κοκάλινο τασάκι. Εγώ έμεινα εκεί και το κοίταζα έτσι όπως το τίναζε μαλακά ο αέρας, σαν να ήθελε να το νανουρίσει. Και το τρίξιμο του σχοινιού με ζάλισε εμένα. Με πάγωσε εμένα. Τόσο, ώστε άργησα να δω το λουλούδι που φύτρωνε ακριβώς από κάτω, θρεμμένο από τη σκόνη του ψοφιμιού, ένα παράξενο μαβί λουλούδι σαν καμωμένο από κρέας, πέταλα ανοιχτά, πρησμένα μουνόχειλα, σε ένα χαμόγελο, το χαμόγελό της, το φουστάνι από κουρέλια, η βαλίτσα η αγορασμένη από τα Τίρανα – μάνα, πού πας, πού πας, σκύλα. Παγωμένος, ζαλισμένος, και μονάχα μετά από ώρα άκουσα τη μηχανή του αμαξιού, στο ρελαντί, να δουλεύει από κάπου μέσα στα φυλλώματα, κάπου πίσω από πορτοκαλιές και λεμονιές βαρυφορτωμένες, γεμάτες βυζιά πορτοκαλιών και λεμονιών που δεν μύριζαν λεμόνια ή πορτοκάλια αλλά ιδρώτα, μόνο ιδρώτα, ο ιδρώτας της έτσι όπως με βάσταγε κάτω από τις μασχάλες της όταν μου καθότανε το φαΐ και με ταρακουνούσε, άχου το, άχου το, βυζιά, βυζιά στα δέντρα, χυσίματα, φτυσιές, ο Χατζής, ο Χατζής – όλο αυτό εμένα με γονάτισε και έπεσα στη λάσπη και από το στόμα μου ξεχύθηκαν σχοινιά χολής και μπόλικο νερό που είχα πιει από το μπάνιο εκείνου του γυμνασίου. Αυτό το λιγοστό πράγμα που είχε μείνει από εμένα το έχανα και αυτό. Με έπνιγαν ο ιδρώτας, οι φτυσιές, τα χυσίματα. Εγώ πεσμένος στη λάσπη και είπα ότι, τέλος, χάθηκα, ότι δεν υπάρχω. Αλλά εκείνη η μηχανή συνέχιζε να γρυλίζει στο ρελαντί κάπου πίσω από τα φυλλώματα. Κάποτε σηκώθηκα εγώ και προχώρησα εκεί μέσα και πρόσεχα μη με αγγίξουν τα βυζιά εκείνα που κρεμόντουσαν στα δέντρα, το δέρμα τους δεν το ήθελα στο δέρμα μου εγώ. Και τελικά το είδα, ένα αγροτικό μόνο του εκεί, η μηχανή να γρυλίζει σκυλίσια, λες και η ψυχή του κρεμασμένου σκύλου είχε χωθεί μέσα στη μηχανή. Άνθρωπος πουθενά. Ένα μπούκωμα στ’ αυτιά μου. Ο κόσμος όλος σαν κάτω από νερό. Άνοιξα την πόρτα του αμαξιού και μπήκα μέσα και το ξεμπούκωσα το ρημάδι όσο κι αν κλοτσούσε και δεν ήξερα πόσο είχα απομακρυνθεί όταν βγήκα σε κανονικό δρόμο και είδα κι άλλα αμάξια και το μπούκωμα σταμάτησε και μπορούσα να ακούω πάλι κανονικά. Ο δίσκος του αμαξιού βρόμαγε, κάτι το καμένο μέσα στην καμπίνα, αλλά είδα τότε πρώτη φορά στο ταμπλό ότι είχα πετρέλαιο μπόλικο, για μπόλικα χιλιόμετρα, και τα χέρια μου είχαν δεθεί στο τιμόνι και οδηγούσα σε έναν δρόμο που τον ήξερα χωρίς να τον θυμάμαι, έναν δρόμο που σίγουρα τον είχα περάσει παλιά μαζί με τον πατέρα. Και τον σκέφτηκα τον πατέρα, τον σκέφτηκα και αυτόν, σαν τον σκύλο τον σκέφτηκα, να κρέμεται, να ζυγίζεται στον αέρα, η θηλιά περασμένη στο κόκαλο του λαιμού, να γρυλίζει λέξεις, να λέει, όλα καλά, ο καιρός καλός, πάμε βόρεια, πάμε βόρεια, και οι νύχτες είναι ζεστές έξω από τη Σόφια.