Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντώνη Κοντάκη «Οι πόρνες αναπνέουν ξημερώματα», το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Book Press
Η Εύα καθόταν στην πολυθρόνα του σαλονιού, με μια φωτογραφία στα χέρια της. Τα μάτια της ήταν καθηλωμένα στον λευκό τοίχο. Οι σκέψεις της έτρεχαν αλαφιασμένες σαν μικρά παιδιά που παίζουν κυνηγητό. Άκουγε με απάθεια τις σταγόνες της βροχής. Κάποιες χτυπούσαν σε μεταλλικές επιφάνειες και άφηναν πίσω τους έναν αχό. Άλλες προσγειώνονταν σχεδόν αθόρυβα στο βρεγμένο έδαφος. Η μονοτονία του ήχου διακοπτόταν από μια ακολουθία άρρυθμων και χοροπηδηχτών βημάτων. Μια αντρική, δυσδιάκριτη φωνή αντηχούσε από το βάθος και μπερδευόταν με τα γαβγίσματα των σκύλων. Σταδιακά οι παφλασμοί δυνάμωσαν και οι ομιλίες πλησίασαν. Σηκώθηκε αδιαφορώντας για το τρίξιμο που ακούστηκε από τα ταλαιπωρημένα γόνατά της. Ώρες ώρες έκαναν σαν σκουριασμένοι μεντεσέδες που ζητούσαν αντικατάσταση. Χασμουρήθηκε και κίνησε προς το παράθυρο. Το άνοιξε διάπλατα και απευθύνθηκε στον άντρα.
«Βρε Μανώλη, ποιος πιστεύεις ότι σε ακούει; Μην κοιτάς εμάς. Εμείς έτσι κι αλλιώς στο ψέμα ζούμε» είπε και ταυτόχρονα κούνησε το κεφάλι της με απογοήτευση.
«Καλημέρα, Εύα. Πάντοτε θα υπάρχουν θησαυροί που βρίσκονται πέρα από το ψέμα. Κρυμμένοι και πολύτιμοι. Μα πρέπει κάποιος να τους ανακαλύψει» απάντησε και χαιρέτησε τη γυναίκα σηκώνοντας το χέρι του ψηλά.
«Μια πόρνη είμαι, Μανώλη. Πόση αξία έχει μία πόρνη;»
«Ταξιδιώτες είμαστε, Εύα. Πόση αξία έχουμε ως απλοί, περιστασιακοί ταξιδιώτες; Στο απέραντο του χρόνου πόση αξία έχει το μετρημένο σε στιγμές πέρασμά μας; Να θυμάσαι πως θα έρθει μια στιγμή που ολόκληρη η ανθρωπότητα θα πλύνει με στοργή τα πόδια σου» απάντησε εκείνος, ενώ το βλέμμα του επικεντρώθηκε στο πρόσωπό της.
«Ποτέ δεν έχεις πει μια άσχημη κουβέντα για μένα» είπε εκείνη συγκινημένη.
«Τα λόγια μου για κάποιους είναι ευλογία. Για άλλους είναι κατάρα. Πάντα έτσι ήταν η αλήθεια. Απελευθερώνει και υποδουλώνει ταυτόχρονα. Νιώθω ανά πάσα στιγμή έτοιμος για τη σταύρωσή μου» απάντησε εκείνος.
«Τα λόγια μου για κάποιους είναι ευλογία. Για άλλους είναι κατάρα. Πάντα έτσι ήταν η αλήθεια. Απελευθερώνει και υποδουλώνει ταυτόχρονα. Νιώθω ανά πάσα στιγμή έτοιμος για τη σταύρωσή μου» απάντησε εκείνος.
«Να κάτσεις εκεί που βρίσκεσαι και να αφήσεις τα θανατικά».
«Εύα, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που δεν θα αντέχουν τις αλήθειες. Σε κοιτούν κατάματα οι άτιμες, βγάζουν τη γλώσσα τους και σε χλευάζουν. Θέλει κότσια να τις αντιμετωπίσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που τρέφονται από το ψέμα. Είναι σαν ομφάλιος λώρος για αυτούς και η αλήθεια μοιάζει με αφαγία. Αν γκρεμίσεις την πραγματικότητα που έχουν φτιάξει, κανείς δεν γνωρίζει την αντίδρασή τους».
«Εγώ λέω να προσέχεις. Από τα υπόλοιπα δεν σκαμπάζω» αποκρίθηκε εκείνη.
«Με περνούν για τρελό, μα να θυμάσαι ότι η επανάσταση είναι παιδί της τρέλας» ισχυρίστηκε με ένταση στη φωνή του ο Μανώλης.
«Κάτι ξέρω από επανάσταση» είπε η Εύα, ενώ στράφηκε προς το δωμάτιο και έβγαλε στο μπαλκόνι ένα κόκκινο εσώρουχο. «Avanti o popolo. Να η δική μου κόκκινη σημαία» τραγούδησε, ενώ το γέλιο της αντήχησε σε ολόκληρη τη γειτονιά.
«Evviva la libertà» απάντησε εκείνος χαμογελώντας. «Η επανάσταση είναι δικό μας όραμα. Εμείς βλέπουμε το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Εμείς το εισπνέουμε. Εμάς κοντεύει να πνίξει. Αν δεν φωνάξουμε εμείς για αλλαγή, έτσι όπως είμαστε παρατημένοι στον σταυρό μας, ποιος στ’ αλήθεια να φωνάξει;»
«Tέτοια λες και σε αγαπάμε όλες» απάντησε η Εύα.
«Κάθε αναπνοή σε αυτόν τον κόσμο έχει τη δική της αξία. Μα η κάθε δική σας, ελεύθερη ανάσα είναι μια μικρή επανάσταση».
«Τα ξημερώματα, Μανώλη. Όταν είμαι μόνη. Τότε αναπνέω».