Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Δημοσθένη Δαββέτα «Οι δύο ζωές ενός συγγραφέα», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μόλις άγγιξε το έντυπο, αυτό το πρώτο βιβλίο της νέας του ταυτότητας, μια πρωτογενής και δυνατή αίσθηση τον κυρίευσε. Λες κι ήταν κάτι που δεν του είχε ξανασυμβεί. Όπως ένας νεαρός συγγραφέας που κρατά στα χέρια του με συγκίνηση την παρθενική του έκδοση. Λες κι είχε γεννηθεί τότε ο εαυτός του ο πραγματικός. Αυτό που ήταν ο ίδιος κι όχι το κατασκεύασμα άλλων. Ένιωθε μια ασύγκριτη χαρά. Ύψωνε τα χέρια του και νόμιζε πως ακουμπούσε τον ουρανό, πως η φωνή του γινόταν ένα με το υπερπέραν, πως το βλέμμα κοιτούσε καταπρόσωπο το όλον του κόσμου. Τάχα να ήταν αυτό η ελευθερία; Να ήταν αυτό μια μικρή θέωση, που κάποτε είχε διαβάσει σε κείμενα του Jiddu Krishnamurti και του Hermann Hesse; Αλλά τι σημασία είχε να δώσει οπωσδήποτε ένα όνομα σ’ ό,τι αισθανόταν εκείνες τις στιγμές; Αξία είχε ότι βίωνε τόσο εντυπωσιακά όλη την κατάσταση, ώστε κάθε λέξη που ήθελε να χρησιμοποιήσει για να την περιγράψει, του φαινόταν ανεπαρκής, ελάχιστη. Δεν χωρούσε στο τι ένιωθε ο ίδιος. Γι’ αυτό και αρκέστηκε στη μοναδική φωνή, στο ανείπωτο, που εμπεριείχε το παν, στην σιωπή. Αφέθηκε στα χέρια αυτής της γαλήνης που ζούσε.
Αυτό το «πρώτο» του μυθιστόρημα τον γέμιζε υπερηφάνεια. Όχι ότι όλα τ’ άλλα τ’ αρνιόταν, κάθε άλλο. Αλλά τώρα είχε και την έμπρακτη επιβεβαίωση ότι δεν χρωστούσε το ταλέντο του σε κανέναν, σε καμία Αδελφότητα. Δεν ήταν κτίσμα των άλλων· αντίθετα, όλα τα χρωστούσε στον εαυτό του.
Επρόκειτο για μια γαλήνη εμποτισμένη μ’ ένα αίσθημα δικαίου. Η δικαιοσύνη είχε και πάλι κάνει σωστά την δουλειά της αποκαθιστώντας τα πράγματα, στον δικό της χρόνο. Ναι. Αυτό το «πρώτο» του μυθιστόρημα τον γέμιζε υπερηφάνεια. Όχι ότι όλα τ’ άλλα τ’ αρνιόταν, κάθε άλλο. Αλλά τώρα είχε και την έμπρακτη επιβεβαίωση ότι δεν χρωστούσε το ταλέντο του σε κανέναν, σε καμία Αδελφότητα. Δεν ήταν κτίσμα των άλλων· αντίθετα, όλα τα χρωστούσε στον εαυτό του. Οι άλλοι δεν ήταν παρά ο καθρέφτης των ελαττωμάτων του. Και σ’ αυτό, του είχαν πραγματικά χρησιμεύσει. Εξαιτίας τους –άρα κι έμμεσα χάρη σ’ αυτούς– είχε φτιάξει και διορθώσει την πορεία του. Με την αρνητική τους ενέργεια, έστω κι αν δεν το ήθελαν, τον βοήθησαν σ’ αυτό. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν οι ίδιες οι δυνάμεις μέσα του, το θρυμματισμένο από τα τραύματα της ζωής πρόσωπό του, του οποίου τα διάφορα θραύσματα έγιναν τα θεμέλια για να χτίσει από μόνος του τον εαυτό του. Αυτόν που αν κι είχε σταθερές πια ρίζες, εντούτοις ήταν μόνιμα ανοιχτός σε νέες περιπέτειες, εμπλουτιζόταν συνέχεια. Τίποτα δεν χρωστούσε από την αξία του στην οργάνωση. Τώρα πια ήταν σίγουρος. Αυτή ήταν η γαλήνη της δικαιοσύνης.
Θυμήθηκε μάλιστα και πάλι μια συζήτηση με τον Σωτήρη, που μιλούσαν για τον Σωκράτη και για το ότι το καλό μόνιμα νικά. Κατά τον μεγάλο Αθηναίο φιλόσοφο, μόνο το καλό υπήρχε στην ζωή σαν δρόμος, ενώ το κακό ήταν μια μορφή παρέκκλισης αυτού του δρόμου, η εμπειρία της οποίας δεν οδηγούσε πουθενά αλλού παρά πίσω στην κεντρική πορεία. Κάπως ανάλογα ένιωθε κι ο ίδιος· το καλό νίκησε. Πέτυχε να βρει την ουσία του εαυτού του. Το δημιουργικό του ταλέντο υπήρχε, ήταν δικό του και δεν το χρωστούσε σε κανένα «Γαλάζιο Αστέρι».
Ήσυχος κι ανάλαφρος πια, βίωνε την καθημερινότητά του. Την μέρα που είδε δε το βιβλίο του στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, η ηθική του δικαίωση έγινε βαθιά πεποίθηση ότι υπάρχει δίκαιο στον κόσμο. Το δίκαιο αυτό, αργά ή γρήγορα, θα υπερισχύσει του αδίκου. Κι όποιος ακολουθεί κι υπηρετεί το αγαθό της δικαιοσύνης, θ’ αμειφθεί για την υπηρεσία του, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν μπορεί να ξέρει το πότε. Γιατί αν υπήρχε ένα σημείο άξιο υπογράμμισης σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν ότι ο ηθικά δίκαιος ναι μεν πράττει ορθά και υπηρετεί το καλό, όμως δεν υπάρχει καμία χρονική σιγουριά για την περίοδο που θα δεχτεί τα θετικά αντικρίσματα. Χρειάζεται να έχει αφοσίωση και πίστη σ’ αυτό που κάνει, ακόμα κι η εγκατάλειψη του εαυτού στην πορεία αυτή· κι όλα τ’ άλλα θα έρθουν ίσως σε μία ανύποπτη κι ανεξέλεγκτη στιγμή. Όλα αυτά γέμιζαν με μία συμπαντική χαρά τον Διογένη. Ένιωθε σαν ένας μικρός πλανήτης που υπηρετούσε τους παγκόσμιους κανόνες του σύμπαντος, ενώ ταυτόχρονα ήταν ο ίδιος ένας μικρός συμπαντικός πλανήτης.