Προδημοσίευση αποσπάσματος από το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», το οποίο θα κυκλοφορήσει σε νέα έκδοση στις 5 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Μανολιός σώπασε· η φωνή του είχε αρχίσει να τρέμει. Οι φίλοι ζύγωσαν το Μανολιό απάνω στο πεζούλι:
—Ποιος ήταν; ρώτησαν με αγωνία.
Κάμποση ώρα ο Μανολιός δίσταζε· μα τέλος, ήσυχα, σαν ένας καρπός ώριμος που πέφτει τη νύχτα σ’ ένα περβόλι, έπεσε ο λόγος του:
—Ο Χριστός.
Οι τρεις σύντροφοι τινάχτηκαν σα να πρόβαλε ξάφνου ανάμεσά τους, μες στο σκοτάδι, θλιμμένος, φτωχοντυμένος, κατατρεμένος από τους ανθρώπους, με τα πόδια αιματωμένα από τη μεγάλη πορεία, πρόσφυγας, ο Χριστός. Ένιωθαν ανάμεσά τους με τρόμο, με αναγάλλιαση, την αόρατη παρουσία. Κάμποση ώρα δεν μπόρεσαν να βγάλουν άχνα· τι μπορούσαν να πουν; Πού να στραφούν; Σε ποιον να μιλήσουν; Δεν έβλεπαν κανένα· όμως ποτέ σώμα δεν τους φάνηκε τόσο σίγουρο, τόσο χεροπιαστό, όσο ο αόρατος αυτός, με ταπεινό σχήμα ανθρώπινο, ανάμεσά τους, αγέρας.
Πρώτος ο Γιαννακός άνοιξε το στόμα, φώναξε, καρφώνοντας το μάτι του μέσα στο σκοτάδι:
—Ποιος είναι; Σα να χτύπησε κάποιος την πόρτα· ποιος είναι; ξαναφώναξε κι άπλωσε το χέρι.
Τα φύλλα της συκιάς κουνήθηκαν, γέμισε πάλι η νύχτα μυρωδιά – από σπαρτά, από αγιόκλημα, από ώριμο σύκο. Κι ως ανάσαναν κι οι τέσσερεις βαθιά τη μυρωδιά τούτη, ένιωσαν να κατεβαίνει μέσα τους και να διακλαδώνεται, από τη φτέρνα στην κορφή, η αόρατη παρουσία. Θυμήθηκαν όλοι, όταν ήταν ακόμα παιδιά κι η καρδιά τους ήταν ακόμα αγνή, τον ίδιο Αόρατο να μπαίνει μέσα τους και να κάνει κατοχή, τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν μεταλάβαιναν.
—Μανολιό, είπε ο Μιχελής, κι έκαμε ν’ αγκαλιάσει το φίλο του, μα κρατήθηκε· Μανολιό, από σήμερα, από την ώρα που σε είδα να προβαίνεις από την πόρτα του Αγά, δεμένος πιστάγκωνα, και πήγαινες ήσυχος, χαρούμενος, να σκοτωθείς για να σώσεις το χωριό, ένιωσα πως ένας αγέρας καινούριος, μια παράξενη λάμψη σε τριγυρίζει· σα να ψήλωσες, σα να λίγνεψες, σα να γίνηκες φλόγα. Από τη στιγμή εκείνη πήρα την απόφαση: Όπου θα πας, θα ’ρθω· όπου με πας, θα πάω· ό,τι με προστάξεις, θα κάμω.
Σώπασε μια στιγμή, σα να δίσταζε· μα ευτύς, αποφασισμένος:
—Τώρα που είδα, είπε σιγά, τον πατέρα μου να τρώει, να πίνει και να νυστάζει, κατάλαβα πως περισσότερο είμαι δεμένος μαζί σου, Μανολιό, παρά μαζί του. Δε χρωστώ πια υπακοή σε αυτόν, παρά σε σένα.
Ο Γιαννακός κι ο Κωσταντής έκαμαν κι αυτοί να μιλήσουν, μα δεν μπόρεσαν, άρχισαν τα κλάματα.
Η γυναίκα του Κωσταντή πρόβαλε στο κατώφλι, τους άκουσε να κλαίνε, κούνησε το κεφάλι της και μπήκε μέσα. Ο Μανολιός πήρε το χέρι του Μιχελή και το κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα δυο του χέρια.
Ό,τι εγώ χρόνια παιδεύτηκα να φτάσω και δεν το ’φτασα, εσύ το φτάνεις μ’ ένα ήσυχο, αλαχάνιαστο βήμα. Και η θυσία η δικιά σου έχει αξία μεγάλη· γιατί έχεις σπίτι αρχοντικό και πατέρα άρχοντα και πλούτη κι όνομα· εγώ δεν έχω τίποτα. Θυσιάζω στο Θεό το τίποτα· κι όμως ακόμα βασανίζουμαι για να κάμω κι αυτή την τιποτένια θυσία...
—Αδερφέ μου, είπε, είσαι πιο καλός, πιο αγνός, πιο κοντά στο Χριστό από μένα. Δε σε δέρνουν δαιμονικές φωνές εσένα, και βρίσκεις πιο απλά και πιο σίγουρα τη στράτα. Ό,τι εγώ χρόνια παιδεύτηκα να φτάσω και δεν το ’φτασα, εσύ το φτάνεις μ’ ένα ήσυχο, αλαχάνιαστο βήμα. Και η θυσία η δικιά σου έχει αξία μεγάλη· γιατί έχεις σπίτι αρχοντικό και πατέρα άρχοντα και πλούτη κι όνομα· εγώ δεν έχω τίποτα. Θυσιάζω στο Θεό το τίποτα· κι όμως ακόμα βασανίζουμαι για να κάμω κι αυτή την τιποτένια θυσία. Όπως ο γέροντάς μου, ο πάτερ Μανασής, είχα κι εγώ, ο παρακεντές, σχέδια μεγάλα· δε με χωρούσε το μαντρί μου, δε με χωρούσε το χωριό, λαχτάριζα να μπω, λέει, σ’ ένα μεγάλο καράβι, να πάω στην άκρα του κόσμου, να βρω τη λύτρωσή μου. Θαρρούσα πως ο Άγιος Τάφος είναι μακριά πολύ, στην άκρα του κόσμου, και καταφρονούσα το σβώλο αυτόν της γης όπου μ’ έριξε ο Θεός... Μα τώρα κατάλαβα· ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός στο πλούσιο τούτο κεφαλοχώρι, όπου ζουν και βασιλεύουν οι Αγάδες, οι Λαδάδες, οι παπα-Γρηγόρηδες. Φτωχός, κι έχει και παιδιά που πεινούνε. Ζητιανεύει, χτυπάει τις πόρτες και τις καρδιές, και τον διώχνουν από πόρτα σε πόρτα, από καρδιά σε καρδιά.
Σηκώθηκε απάνω ο Μανολιός, μέσα στο σκοτάδι το πρόσωπό του άστραψε.
—Αδέρφια, φώναξε, εμείς θα τον περιμαζέψουμε, εμείς θα του ανοίξουμε τις πόρτες μας και τις καρδιές μας. Πρωτύτερα δεν τον έβλεπα, δεν τον άκουγα· τώρα τον βλέπω και τον ακούω. Προχτές τη νύχτα που ανέβηκε ο Γιαννακός να με βρει στη μοναξιά μου, τον άκουσα να με φωνάζει καθαρά, με τ’ όνομά μου, και κατέβηκα στο χωριό. Θαρρούσα πως με φώναξε για να πεθάνω· μα δε με φώναξε γι’ αυτό. Το ξέρω τώρα γιατί με φώναξε· και πήρα απόφαση.
Μια φωνή ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι, θα ’ταν του Κωσταντή:
—Τι απόφαση, Μανολιό μου;
—Τι απόφαση; έκαμε ο Μανολιός κι έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένος. Πώς να την παραστήσω με τα λόγια; Δεν μπορώ. Θαρρώ μονάχα με την πράξη, αν θέλει ο Θεός, θα μπορέσω. Αδέρφια, πήρα απόφαση ν’ αλλάξω τη ζωή μου ολότελα, ν’ απαρνηθώ τα περασμένα, να περμαζώξω το Χριστό από το δρόμο. Θα πηγαίνω μπροστά με την τρουμπέτα, σα σεΐζης του, και θα φωνάζω. Τι θα φωνάζω, δεν ξέρω. Ούτε και νοιάζουμαι· όταν θ’ ανοίξω το στόμα μου, ο Χριστός θα βάλει τα λόγια που πρέπει στη γλώσσα μου. Αδέρφια, αυτή την απόφαση πήρα.
Σώπασε. Κάμποση ώρα δεν άκουγες στην αυλή παρά το βουερό θρόισμα από τα συκόφυλλα· μα σε λίγο σηκώθηκαν πάλι οι φωνές και τα ρωτήματα.
—Κι εμείς, εμείς με το γαϊδουράκι μας, με τις πραμάτειες μας, με τις ψιλικατζίδικες δουλειές μας; ρώτησε ο Γιαννακός.
—Εμείς με τη γυναίκα μας, με τα παιδιά μας, με τον καφενέ μας; ρώτησε ο Κωσταντής.
—Εγώ δε ρωτώ, είπε ο Μιχελής· πήρα απόφαση. Πριν να ’ρθω απόψε να σας βρω, είχα πάρει απόφαση: θ’ αφήσω το σπίτι του πατέρα μου.
Ο Μανολιός δε μιλούσε· στο ανάριο φως που έριχναν από πάνω τ’ άστρα, ξεχώριζε τα πρόσωπα του Γιαννακού και του Κωσταντή σκυμμένα κατά το πρόσωπό του να ρωτούν ακόμα και να προσμένουν απάντηση. Τι ν’ απαντήσει; Πώς μπορούσε να πάρει απόφαση γι’ αυτούς και ν’ αναστατώσει τη ζωή τους; Καθένας έχει την ώρα της λύτρωσής του· μονάχα καθένας μόνος του μπορεί να κρίνει και ν’ αποφασίσει το πώς και το πότε.
—Αδέρφια, είπε τέλος, σαν τον καρπό του δένδρου είναι κι η κάθε απόφαση του ανθρώπου. Αργά, υπομονετικά, με τον ήλιο, με τη βροχή, με τον αγέρα, ο καρπός ωριμάζει και πέφτει. Κάντε υπομονή, αδέρφια μου, μη ρωτάτε κανένα· θα ’ρθει κι η ώρα η βλογημένη η δική σας – και τότε πια δε θα ρωτάτε· ήσυχα, χωρίς να πονέσετε, θ’ αφήσετε γυναίκα και παιδιά και γονιούς κι εμπόρια, θα ξεπουλήσετε όλα αυτά τα μικρά μαργαριτάρια και θα βρείτε το Μεγάλο Μαργαριτάρι, το Χριστό.