Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων της Μαντώς Μάκκα «Αγκούσα», που θα κυκλοφορήσει στις 22 Μαρτίου από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Οι φωνές»
Όταν ήμουν μικρή, άκουγα φωνές. Μια βουή εκατοντάδων φωνών που ούρλιαζαν χωρίς να βγάζουν νόημα παρά μόνο πόνο. Φοβόμουν να το πω. Φοβόμουν ότι δε θα με πιστεύανε, ότι θα με τρέχανε σε γιατρούς για να δουν αν είναι καλά το κεφάλι μου. Έτσι έμαθα να ζω με τις φωνές μέχρι τη στιγμή που μετακομίσαμε. Ίσως το φορτηγό που μας πήγε στο καινούριο μας σπίτι ξέχασε να τις πάρει και αυτές μαζί του. Βέβαια τις φωνές δεν τις άκουγα στο σπίτι. Μόνο σε εκείνη την ανηφόρα που έπρεπε να διαβώ για να φτάσω εκεί. Ήταν δεν ήταν είκοσι μέτρα αλλά για εμένα φάνταζαν εκατό και βάλε. Η ανηφόρα άρχιζε από την Πανόρμου, δίπλα στον Σκλαβενίτη. Στο πρώτο στενό στρίβαμε αριστερά για το σπίτι. Με το που αλλάζαμε πορεία σταματάγανε και οι φωνές. Ίσως δεν τους άρεσαν οι στροφές, ίσως δεν τους άρεσε που απομακρυνόμουν.
Όταν ήμουν μόνη, την ανέβαινα τρέχοντας, ώστε οι φωνές να μην μπορέσουν να με αρπάξουν γιατί ένιωθα πάντα μια πίεση, μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα, σαν μια μεμβράνη από ζελατίνα να είχε απλωθεί και εγώ έπρεπε να σπρώξω με όλη μου τη δύναμη για να περάσω αντίκρυ. Όταν με συνόδευε η μαμά μου, πάντα της έσφιγγα το χέρι και την τράβαγα όπως ο αλωνιάρης τραβάει το άλογο. Δεν ήξερα ότι απλά ήθελαν κάποιος να τις ακούσει, να τις καταλάβει, να μοιραστούν και αυτές τον πόνο τους, να γίνει λίγο πιο ελαφρύς.
Οι τρίχες μου, κάθε φορά που πατούσα το πόδι μου στην ανηφόρα, σηκώνονταν κάγκελο και, πιστέψτε με, αυτό για ένα παιδάκι ήταν σημάδι μεγάλης ανατριχίλας και φόβου. Είμαι ακόμη εδώ άρα οι φωνές δεν με άρπαξαν, δεν έγινα και εγώ ένα ακόμη φωνήεν πόνου και μαρτυρίου. Σήμερα πάλι οι τρίχες μου επαναστατούν. Πάλι ακούω φωνές. Τις ακούω κάθε μέρα που μπαίνω στο μετρό. Σε αυτή την τεράστια αλυσίδα σιδερένιων κουτιών που κουβαλάει καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες μαρτυρίες πόνου και απόγνωσης και σα μαγνήτης τις εγκλωβίζει και κονταροχτυπιούνται η μία με την άλλη να βγάλουν νικητή. Ποιος θέλει άραγε να πάρει ένα βραβείο ζωντανής κόλασης;
Όταν ήμουν μικρή, άκουγα φωνές. Μια βουή εκατοντάδων φωνών που ούρλιαζαν χωρίς να βγάζουν νόημα παρά μόνο πόνο. Φοβόμουν να το πω. Φοβόμουν ότι δε θα με πιστεύανε, ότι θα με τρέχανε σε γιατρούς για να δουν αν είναι καλά το κεφάλι μου. Έτσι έμαθα να ζω με τις φωνές μέχρι τη στιγμή που μετακομίσαμε.
Ουρλιάζουν με στόματα κλειστά, δάχτυλα μπλε από το σφίξιμο και μάτια γεμάτα με ρωγμές σπασμένου γυαλιού που νομίζεις ότι θα εκτοξευθούν και θα σε καρφώσουν. Όμως αυτοί απλά λένε τις ιστορίες τους σε αυτιά βουλωμένα ήδη από τα δικά τους ουρλιαχτά, ελπίζοντας πως κάπου μέσα στο χάος και στο σκοτάδι μια φωνή πιο δυνατή από τις άλλες θα βγει στο φως και θα βρει τη λύτρωση.
Το κορίτσι με την μπλε φούστα και τις φακίδες στη μύτη σφίγγει την κούκλα του και φωνάζει για το αντρικό χέρι που νιώθει το βράδυ κάτω από τα σκεπάσματα αλλά η μαμά του δεν ακούει. Μέχρι και η κούκλα σφίγγει τα μάτια αλλά τα χέρια της είναι πολύ μικρά για να το αγκαλιάσει. Ο άντρας με το πράσινο κοστούμι ουρλιάζει στη γυναίκα του που πηδιέται με τον καλύτερό του φίλο. Η κυρία με το γκρι ταγιέρ ωρύεται για το αφεντικό της που της χαϊδεύει τον πισινό κάθε φορά που του πηγαίνει τον καφέ στο γραφείο και τα σχόλια που ακούει από τους συναδέλφους της, λες και αυτό που γίνεται το προκαλεί. Ο νεαρός με τα ακουστικά στα αυτιά σκύβει το κεφάλι να μη δουν τη μελανιά στο δεξί του μάτι και φωνάζει στον πατέρα του που γύρισε χθες πάλι μεθυσμένος και άρχισε να διαλύει το σπίτι τους. Ο παππούς με την καφέ μαγκούρα ψάχνει τη γυναίκα του, η οποία έχει πεθάνει χρόνια. Γιατί πια δε θέλει να τον βλέπει; Γιατί τον έκλεισαν σε αυτό το τεράστιο σπίτι με τόσους αγνώστους; Ο άντρας με την τραγιάσκα βρίζει όσους διασταυρώνουν το βλέμμα τους με το δικό του και δεν το χαμηλώνουν λες και δεν ξέρουν πόση δύναμη έχει και πως μπορεί να τους συνθλίψει όλους εάν το θελήσει.
Η νεαρή με το κόκκινο μπουφάν κλαίει για τις φίλες που δεν της μιλάνε και τρέμει το διάλειμμα που θα το περάσει μόνη στις σκάλες του σχολείου. Η μητέρα με το μωρό αγκαλιά φωνάζει στον άντρα της που δεν την αγκαλιάζει πια και νιώθει τόσο κουρασμένη. Ο κύριος με την τεράστια κοιλιά βαρέθηκε να ακούει πόσο χοντρός είναι και ότι πρέπει να το ράψει για να αδυνατίσει. Η γυναίκα με τo γαλάζιο μαντήλι ουρλιάζει ότι δεν είναι δίκαιο που πεθαίνει, που η αρρώστια της τρώει το σώμα λίγο λίγο κάθε μέρα. Και άλλες τόσες άλαλες φωνές που μαστιγώνουν η μία την άλλη άθελά τους μέχρι να βρουν διαθέσιμο ελεύθερο αυτί.
Όταν το βράδυ αποσύρονται οι συρμοί, τα σίδερα τρίζουν, αναστενάζουν, η απουσία των φωνών είναι σαν το βαμβάκι που απλώνει το ιώδιο στις πληγές. Μόνο ο ηλικιωμένος με τα σκισμένα βρώμικα ρούχα, που προσπαθεί ακόμη να βγάλει το λάδι από πάνω του είναι ο τελευταίος που τους αποχαιρετά πριν τον πετάξουν έξω. Τους μιλάει ήρεμα και με στοργή:
«Σωπάστε, σωπάστε, δεν είστε μόνοι, θα περάσει και αυτό, αύριο ξημερώνει μια άλλη ημέρα».