Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού «Τα θαύματα του κόσμου», που θα κυκλοφορήσει στις 24 Απριλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
XVI
Η Κοκκινοσκουφίτσα στον Βασιλικό Κήπο
(ένα σκοτεινό οικολογικό παραμύθι)
Έφτασε η ώρα να πω κι εγώ την εκδοχή μου, πριν κάποιος καλός συγγραφέας δώσει στον μύθο το δικό του τέλος – πριν δηλαδή ζήσουν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Από τότε λοιπόν που είδα εκείνο τον μεγάλο ωραίο ψωριασμένο λύκο με το θλιμμένο βλέμμα να κόβει βόλτες στο περίφρακτο ηλιοδαρμένο ξέφωτο του Βασιλικού Κήπου, η ζωή μου άλλαξε.
Ήμουν επτάμισι χρονών κι ήταν προχωρημένη άνοιξη.
«Μπαμπά, τον θέλω», είπα.
«Οι λύκοι δεν ζουν σε σπίτια, κορίτσι μου», είπε ο μπαμπάς.
«Και δηλαδή ζουν κλεισμένοι σε φράχτες, δίπλα σε κρι κρι και πάπιες και χήνες; Και τότε πού βρίσκουν Κοκκινοσκουφίτσες να τις καταβροχθίσουν;»
Ο μπαμπάς με κοίταξε περίεργα. Τακτοποίησε με μια απότομη κίνηση την αιμάτινη σκούφια που μου ’χε πλέξει η γιαγιά πριν αρρωστήσει βαριά.
«Είσαι παράξενο παιδί», είπε. «Πάμε να δούμε τα παπαγαλάκια απ’ την άλλη μεριά;» Έριξε μια ματιά στον δυστυχισμένο λύκο. «Έχεις δίκιο, μου φαίνεται. Αυτά τα ζώα βρίσκονται στο λάθος μέρος».
Ο λύκος είχε σταματήσει μπροστά μου και με χάιδευε μ’ εκείνο το ικετευτικό βλέμμα που ήδη από τότε ήξερα πως έχουν οι άντρες όταν θέλουν απελπισμένα να καταβροχθίσουν Κοκκινοσκουφίτσες.
Του έτεινα μέσα απ’ το καφασωτό τις παπαρούνες που είχα μαζέψει δίπλα στην τεχνητή λίμνη με τις νεροχελώνες, εκεί όπου, όπως έλεγε ο μπαμπάς, τα πολύ παλιά χρόνια η βασίλισσα Αμαλία καθόταν και νοσταλγούσε τη Ρηνανία Βεστφαλία και τη Βάδη Βυρτεμβέργη, ενώ ο άντρας της, ο Όθωνας, έβλεπε στο παλάτι διάφορους κλεφταρματολούς και ληστοσυμμορίτες που ήθελαν να κατοχυρώσουν συνταγματικά το δικαίωμά τους στο πλιάτσικο. Ήταν η βασίλισσα που έφτιαξε αυτόν τον υπέροχο κήπο με τα τροπικά φυτά, για τον οποίο ο μπαμπάς έλεγε πως στις μέρες μας δεν μπορούν καν να τον συντηρήσουν όλοι εκείνοι οι δήμαρχοι που ασχολούνται με το Κυπριακό, τον Ερντογάν και την ανασύσταση της Σχολής της Χάλκης και διόλου μ’ αυτή την πανάσχημη, βρόμικη, γκριζωπή πόλη.
Με την τραχιά του γλώσσα, ο λύκος μού έγλειψε την παλάμη που είχα ακουμπήσει στο καφασωτό, κοιτώντας το πάλλευκο βρακάκι μου με την κόκκινη μπορντούρα κάτω απ’ την κλαρωτή φουστίτσα. Ανατρίχιασα ευχάριστα. Τα δόντια του ήταν μεγάλα, το τρίχωμά του υπέροχα θαμπό, τα νύχια του γαμψά. Η πλάτη μου με έτρωγε. Έγλειψα τον αρμυρό ιδρώτα από το πάνω χείλος μου.
«Μπαμπά, αυτός ο λύκος πεινάει», είπα, αλλά ο πατέρας μου είχε ήδη προχωρήσει στο καφασωτό με τα παπαγαλάκια.
Τον κοίταζα, με κοίταζε, και άκουγα τη σκέψη του. Αναγκάστηκα να του πω ότι δεν θα έμενα πολύ γιατί έπρεπε να πάμε τα φάρμακα στην κατάκοιτη γιαγιά μου που έμενε με μια Γεωργιανή στο Παγκράτι.
Πού ακριβώς; άκουσα τη σκέψη του.
Του είπα, φυσικά.
Κάνε μου μια χάρη, Κατερίνα, είπε η σκέψη του. Ξεμαντάλωσε εκείνο το πορτάκι πριν φύγεις.
Με την τραχιά του γλώσσα, ο λύκος μού έγλειψε την παλάμη που είχα ακουμπήσει στο καφασωτό, κοιτώντας το πάλλευκο βρακάκι μου με την κόκκινη μπορντούρα κάτω απ’ την κλαρωτή φουστίτσα. Ανατρίχιασα ευχάριστα. Τα δόντια του ήταν μεγάλα, το τρίχωμά του υπέροχα θαμπό, τα νύχια του γαμψά.
Έκανα όπως μου είπε: έσκυψα να κόψω τάχα μου λίγο χαμομήλι, τραγουδώντας αμέριμνη ενώ πλησίαζα προς το πορτάκι. Ένας εποχικός φύλακας ροχάλιζε στη σκιά μιας τζακαράντας, οι μόνιμοι, ως συνήθως, απεργούσαν, κίνδυνος δεν υπήρχε. Πιο πέρα κάτι εθελοντές της WWF μοίραζαν φυλλάδια περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης στους λιγοστούς περιφερόμενους άνεργους αλλοδαπούς, αντί, όπως έλεγε ο μπαμπάς, να πιάσουν ένα ποτιστήρι κι ένα κλαδευτήρι.
Ανέβασα το σκουριασμένο μάνταλο με ένα αίσθημα αμετάκλητου και σάρωσα με το βλέμμα μου τον κήπο. Τίποτα δεν κουνιόταν – η στιγμή είχε παγώσει, η ατμόσφαιρα είχε πήξει σαν ζελέ κεράσι, τα φυλλώματα κρέμονταν βαριά σαν φρεσκοπλυμένες κουρτίνες. Ο παμπόνηρος γερόλυκος έκανε τώρα πως λαγοκοιμόταν στη σκιά μιας μεγαλόσωμης χουλιαρομύτας που τον ξεψείριζε με το μακρύ κουταλόμορφο ράμφος της. Του έκλεισα το μάτι.
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Φτάσαμε στης γιαγιάς μετά από μια μεγάλη βόλτα στον Λόφο του Αρδηττού, κι εκεί ο μπαμπάς με άφησε στην πόρτα αφού χτύπησε το κουδούνι. Είχε, λέει, κάτι δουλειές να κάνει. Αργά το βράδυ άκουσα στην εξώθυρα τον λύκο.
Η διαφορά από το παραμύθι είναι πως η Γεωργιανή τού έπεσε βαρυκόκκαλη, κι όλη τη νύχτα ο γερόλυκος βογγούσε στην αγκαλιά μου.
Μ’ εμένα βέβαια τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Η ζωή μου είναι σπαρμένη με λύκους. Συχνά είμαι εγώ που τους καταβροχθίζω. Με βοηθούν να διατηρώ την αθωότητά μου, να εκπλήσσομαι με τα πράγματα, να τρομάζω τόσο όσο χρειάζεται για να έχει η ζωή νοστιμιά, να παραμένω τρυφερή. Φυσικά, μεγαλώνοντας έκανα όλα όσα οι άλλοι περίμεναν από μένα. Τα φαντάζεστε. Μπήκα στη σχολή, έκανα τη διπλωματική μου, κόβω βόλτες στις λαϊκές, έγινα αριστερή κι αργότερα αντιμνημονιακή, έκανα δεσμό μ’ αυτόν τον τύπο πείθοντας τον εαυτό μου ότι τον αγαπώ. Και πράγματι τον αγαπώ. Τον νοιάζομαι, που λένε κι οι φίλες μου. Έμαθα να υποτάσσομαι σ’ αυτές τις απέραντες ενδοσκοπήσεις του, που αποβλέπουν, λέει, στο βάθεμα των αισθημάτων μας, προσποιούμαι τη λυπημένη όταν χωρίζουμε για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, στέλνω κι εγώ sms και αναρτώ φωτογραφίες στο instagram όπως όλες και όλοι, κι όταν μένω ξάγρυπνη τις νύχτες στο πλάι του, αναρωτιέμαι γιατί δεν έχει μεγάλα δόντια και ορθωτά αφτιά και γαμψά νύχια, και γιατί είναι τόσο τέλειος, τόσο ήρεμος και απαλός, τόσο συγκαταβατικός και υπέρ του θεσμικού διαλόγου και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Κι όταν τα χαράματα με παίρνει επιτέλους ο ύπνος, ονειρεύομαι λύκους και κοκκινοσκουφίτσες που δουλεύουν ταξιτζούδες και είναι τρυφερές με τους εραστές τους, και μένουν έκπληκτες κάθε φορά που ο πελάτης τις ικετεύει με το βλέμμα, και του χαρίζουν το κόμιστρο και τον πάνε μια βόλτα στον αναδασωμένο Υμηττό για να τον καταβροχθίσουν.
Με ρωτάνε συχνά οι φίλες μου γιατί δεν το παλεύω περισσότερο με ένα τόσο υγιές και καλοβαλμένο παιδί, από καλή οικογένεια, διορισμένο μέσω ΑΣΕΠ στο Υπουργείο Ευτυχίας του Πολίτη, που αν και χωρίς μουστάκι μοιάζει τόσο μ’ εκείνο το άλλο βασιλόπουλο που έριξε τη χώρα στην Ανυποληψία, στην Επιτροπία και στη Χρεωκοπία – ξέρετε, εκείνον που έκανε τους κηπουρούς του υπουργούς, με αποτέλεσμα να ξεραθεί ο Βασιλικός Κήπος, όπου φυτρώνουν πια μόνο αγριόχορτα.
Τους απαντώ, «Μα ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους». Και επιπλέον γιατί, όπως γράφει η μυστική Βίβλος της Βάρης Βυρτεμβέργης, ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε επτά ημέρες, κι έπειτα, αποθαυμάζοντας το Έργο του, φοβήθηκε ότι θα πέθαινε από την πλήξη. Την όγδοη ημέρα λοιπόν έπλασε τον Λύκο, την ένατη την Κοκκινοσκουφίτσα, και τους ξαμόλησε στο δάσος. Τότε όλα απέκτησαν νόημα, ο κόσμος διαποικίλθηκε, το Κακό γεννήθηκε, και μαζί του φτιάχτηκαν οι ιστορίες που ανέκαθεν αφηγούνταν οι άνθρωποι δίπλα στη φωτιά – αργότερα, ατυχώς, τις έγραφαν κιόλας.
Ας είναι. Εγώ θα τον περιμένω τον καλό μου, χωρίς πολλές ελπίδες ότι θα μάθει να παίζει τον ρόλο του. Τόσο το χειρότερο για κείνον. Γιατί, δόξα τω Θεώ, ο κόσμος είναι γεμάτος από θλιμμένους τριχωτούς και πονηρούς λύκους, που δεν χρειάζεται καν να υποδύονται τον δικό τους ρόλο. Τους αρκεί να είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα, που ατενίζει έκθαμβη τα θαύματα του κόσμου.