Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Γεωργίας Τάτση «Πίσω από τον ήχο του νερού», που θα κυκλοφορήσει στις 6 Ιουνίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Μην ανησυχείς. Μην αισθάνεσαι θλίψη. Έλα, χαμογέλα. Για σένα δεν πέθανα. Θα είμαι πάντα εδώ κι εσύ θα έρχεσαι όποτε θέλεις να μιλάμε. Θα δεις, ένα πρωί απλώς θα ξυπνήσεις κι όλα θα έχουν τελειώσει. Δεν θα χρειάζεται να μιλάμε. Δεν θα με χρειάζεσαι πια».
Η μητέρα μού μιλούσε έτσι μόνο όταν έμπαινα και κλεινόμουν στην ντουλάπα. Ήταν η μεγάλη δρύινη ντουλάπα με τα ρούχα της στη βορινή πλευρά του δωματίου, προς το ποτάμι. Κρεμάστρες με φουστάνια, φούστες, μπλούζες, πουκάμισα, παντελόνια, ζακέτες, παλτό. Αν και το ποτάμι ήταν μακριά και τίποτα δεν ακουγόταν σε κανένα δωμάτιο, μέσα στην ντουλάπα έφτανε καθαρά ο ήχος του καθώς κυλούσε. Στην αρχή δεν είχα σκεφτεί να μπω. Μου αρκούσε να ανοίγω τα φύλλα και να κοιτάζω απέξω τα φορέματά της. Έφερνα από την κουζίνα την καρέκλα της μαμάς, όπως τη λέγαμε, και καθόμουν μπροστά τους. Τα κοίταζα κάθε βράδυ πριν πάω για ύπνο, αφού πρώτα βεβαιωνόμουν πως ο πατέρας είχε ξαπλώσει στο ντιβάνι του γραφείου του. Μετά τον θάνατό της, εγκατέλειψε το κρεβάτι τους. Δεν ήθελε να κοιμάται με την πεθαμένη.
Κοίταζα, εστίαζα, συγκεντρωνόμουν με όλη μου τη δύναμη στο μαύρο φόρεμα που κρεμόταν πρώτο, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό κενό από τα υπόλοιπα. Εισπνέοντας βαθιά τη μυρωδιά της που είχε ποτίσει το ύφασμα, προσπαθούσα να τη φανταστώ μέσα του, αλλά δεν τα κατάφερνα, ως τη στιγμή που είδα να εμφανίζεται το χέρι της στο δεξί μανίκι. Εξείχε εκεί ο λευκός καρπός, τα δάχτυλά της με βαμμένα νύχια. Πάνω από τη βέρα, στον παράμεσο, φορούσε δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα. Δεν θυμόμουν να το είχα ξαναδεί.
Η μάνα μου στεκόταν μέσα στο μαύρο φόρεμα θολή, θαμπή, συρραφή τεμαχισμένων αναμνήσεων. Αυτό που της συνέβη με εμπόδιζε να τη δω καθαρά. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπό της, παρά μια ασαφή εικόνα του. Άκουγα όμως καθαρά τη φωνή της πίσω από τον ήχο του νερού.
Όσο κι αν περίμενα, δεν εμφανίστηκε κανένα άλλο μέλος του σώματός της. Πήρα τότε το κεφάλι της από παλιότερη ανάμνηση, όταν η μάνα μου στεκόταν με το κομπινεζόν εδώ μπροστά στην ίδια ντουλάπα, και το ακούμπησα στη λαιμόκοψη του φουστανιού. Από την ίδια ανάμνηση πήρα τα πόδια που έλαμπαν γυμνά και της τα φόρεσα κάτω από τη φούστα. Μάζεψα κομμάτια από άλλες θολές αναμνήσεις και τα ένωσα, την έφτιαξα ολόκληρη, αν και οι αρμοί της άφηναν κενά, αλλά αυτά δεν είχα υλικό να τα καλύψω. Σε τούτην όμως τη γυναίκα με τις ραφές δεν αναγνώριζα τη μάνα μου, εκτός από μια στιγμή που αναγνώρισα το στόμα της καθώς μου φάνηκε πως μου χαμογελούσε, αλλά κι αυτό αμέσως αλλοιώθηκε. Η μάνα μου στεκόταν μέσα στο μαύρο φόρεμα θολή, θαμπή, συρραφή τεμαχισμένων αναμνήσεων. Αυτό που της συνέβη με εμπόδιζε να τη δω καθαρά. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπό της, παρά μια ασαφή εικόνα του. Άκουγα όμως καθαρά τη φωνή της πίσω από τον ήχο του νερού. Γαντζώθηκα από τη φωνή της και κλείστηκα μαζί της στην ντουλάπα. Με καθησύχαζε, με βοηθούσε να υπομένω: «Μην ανησυχείς. Για σένα δεν πέθανα. Θα είμαι πάντα εδώ κι εσύ θα έρχεσαι όποτε θέλεις να μιλάμε».
Μια φορά, όπως ήμουν κλεισμένος και την άκουγα, με άγγιξε δειλά. Ύστερα με πήρε από το χέρι και με οδήγησε έξω. Σταθήκαμε μπροστά στα συρτάρια της ντουλάπας, πέντε συρτάρια τοποθετημένα κάθετα, όπου έβαζε πράγματα εντελώς δικά της – μαντίλια, γάντια, κορδόνια, κάλτσες, εσώρουχα. «Τράβηξε ένα συρτάρι» μου είπε, αλλά εγώ δίσταζα, ντρεπόμουν, φοβόμουν πάντα αυτά που κρύβουν στα συρτάρια. «Εδώ φυλάω πράγματα μόνο για σένα» μου είπε: «Τράβηξε όποιο συρτάρι θέλεις, μη φοβάσαι». Τράβηξα το πρώτο. «Τώρα άνοιξε το χέρι σου».
Έπαιρνε από μέσα μία μία τις αναμνήσεις και τις ακουμπούσε στην παλάμη μου:
πώς μου σκούπιζε τη μύτη με το μαντίλι·
πώς έβγαζε το γάντι της τραβώντας ένα ένα τα δάχτυλα από την άκρη·
πώς σάλιωνε τα δάχτυλά της και τα περνούσε στο τσουλούφι μου·
πώς πίεζε το τσουλούφι μου να μην πετάει·
πώς έσκυβε να δέσει τα κορδόνια μου·
πώς μου έσφιγγε το χέρι όταν περπατούσαμε.
«Μαμά, δεν μ’ αγαπούσες; Γιατί είσαι ανάμνηση και πρέπει να σε συναντάω στα συρτάρια;» τη ρώτησα, ελπίζοντας σε μια απάντηση που θα επανέφερε τα πράγματα στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν πεθάνει, αλλά δεν υπήρξε καμιά απάντηση.
Ο χρόνος επέστρεφε πάλι στη φυσιολογική του ροή και μεγαλώνοντας σταμάτησα να κλείνομαι στην ντουλάπα. Τώρα τη συναντούσα σ’ αυτό που κατοικούσε μέσα στα πράγματα:
στα επιχρυσωμένα χείλη του φλιτζανιού που ακουμπούσε τα δικά της·
στα ανοξείδωτα κουταλοπίρουνα·
στο μαχαίρι που έκοβε ψωμί·
στην ποδιά καθώς την έδενε μπροστά στον νεροχύτη για να πλύνει τα πιάτα·
στο ψυγείο να παίρνει το γάλα από την ανοιγμένη πόρτα του·
στον καθρέφτη του νιπτήρα να σηκώνει τα μαλλιά ψηλά, να τα πιάνει πίσω και να τα περνάει μέσα στο μαύρο λαστιχάκι.