Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιάννη Καρκανέβατου «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι' αυτά», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Εστία.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μέχρι κάποια ηλικία η μνήμη θυμίζει πατάρι· στοιβάζεις ό,τι άχρηστο δεν θέλεις στα πόδια σου. Στη νεότητα οι αναμνήσεις φαντάζουν σχεδόν άχρηστες και η ζωή μια ατέρμονη γιορτή. Τη γιορτή τη ζεις, δεν προσπαθείς να τη συγκρατήσεις στο μυαλό ούτε καν την ανακαλείς. Τα χρόνια περνούν και όλο αναβάλλεις τη στιγμή που θα πρέπει να ανεβείς στο ψυχικό πατάρι να ξεσκαρτάρεις. Όταν το αποφασίσεις, κάποια έχουν σαπίσει, άλλα πάλι τα ανακαλύπτεις, αφού είχες ξεχάσει πως υπήρχαν, και μερικά –στα οποία συχνά αναφερόσουν σε φίλους και γνωστούς– έχουν κρατήσει το σχήμα και το περιεχόμενο από την τελευταία φορά που μίλησες γι’ αυτά. Κραυγές, ανάσες, δισταγμοί, αγωνίες σ’ ένα κοκτέιλ που μυρίζει θάνατο. Εγχειρίδιο χρήσης ανύπαρκτο. Κάν’ το σωστά με την πρώτη ή θεώρησε πως έτσι θα έπρεπε να γίνει. Τις μέρες της βροχής τις θυμάμαι ξεχωριστά. Ντύνουν μ’ έναν ιδιαίτερο ήχο την κάθε σκηνή.
Σ’ εκείνο το ταξίδι για το Βουκουρέστι το καλοκαίρι του 1977, που ανέφερε ο πατέρας, βρισκόμασταν όλοι στο αυτοκίνητο. Μια κούτα τσιγάρα –δεν κάπνιζε κανένας– για πιθανούς ελέγχους της τροχαίας κι ένα μπουκάλι Μεταξά στα πόδια της μάνας-συνοδηγού για το τελωνείο. Περνώντας τα τελευταία σύνορα της Βουλγαρίας κι ενώ η μητέρα επέμενε να βάλουμε βενζίνη –ο πατέρας σταθερά αισιόδοξος–, η τελευταία σταγόνα κύλησε στον θάλαμο καύσης, προκάλεσε μια βραχνή έκρηξη σαν κύκνειο άσμα και το αμάξι κύλησε σβηστό στο χωματένιο ανάχωμα. Η βροχή, που είχε ξεκινήσει δειλά νωρίς το απόγευμα, είχε γίνει πλέον κατακλυσμός. Ένα κακό σπάνια σε επισκέπτεται μόνο του. Ο πατέρας, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη, μας άφησε στο προστατευμένο αμάξι-κιβωτό και βγήκε βάζοντας το μπουφάν πάνω στο κεφάλι. Ένας ακέφαλος γίγαντας που απομακρυνόταν ώσπου χάθηκε στη θολούρα της καταιγίδας.
Τα περισσότερα αυτοκίνητα, νταλίκες και τριαξονικά, έσκιζαν τη νύχτα στο δικό τους κυνήγι του χρόνου. Μακρινά φώτα, στη συνέχεια ένα βουητό που πλησίαζε, δυνάμωνε κι όταν έφτανε στην κορύφωση, κουνούσε ελαφρά το μικρό μας αμάξι ενώ ο θόρυβος ξεμάκραινε μαζί με τα κόκκινα φώτα που έσβηναν στο σκοτάδι.
Μετά από καμιά ώρα επέστρεψε λέγοντας πως δεν μπορούσε να βρει βενζινάδικο, αλλά σ’ ένα σπίτι τον άφησαν να κάνει ένα τηλεφώνημα στον αδερφό του και αυτός θα ερχόταν με το αυτοκίνητο κάποιου φίλου να μας πάρει. Έσταζε από παντού ρουφώντας τη μύτη και η μάνα θεώρησε πως είχε τιμωρηθεί αρκετά, για να αρχίσει τα στοχαπεί. Εγώ, παιδί στα έντεκα, καθόμουν στο παράθυρο προς τον δρόμο και παρατηρούσα από τον καθρέφτη του οδηγού. Ο αδερφός μου, δίπλα, αδιαφορούσε για την αναμονή παραδομένος σε ατάραχο ύπνο. Τα περισσότερα αυτοκίνητα, νταλίκες και τριαξονικά, έσκιζαν τη νύχτα στο δικό τους κυνήγι του χρόνου. Μακρινά φώτα, στη συνέχεια ένα βουητό που πλησίαζε, δυνάμωνε κι όταν έφτανε στην κορύφωση, κουνούσε ελαφρά το μικρό μας αμάξι ενώ ο θόρυβος ξεμάκραινε μαζί με τα κόκκινα φώτα που έσβηναν στο σκοτάδι.
Έπειτα από ώρα ένα αυτοκίνητο έκανε αναστροφή και πάρκαρε πίσω από το δικό μας. Βγήκαμε ενώ η καταιγίδα μαινόταν ασταμάτητη, και ο πατέρας έπιασε τα χέρια του Αντρέα – φειδωλοί, όπως πάντα, σε φιλιά και συναισθηματικές εξάρσεις οι Μακεδόνες. Αλλά δεν έλεγε να τ’ αφήσει. Πιστέψαμε πως θα στριμωχνόμασταν όλοι με κάποιον τρόπο στο ξένο αυτοκίνητο. Ο Αντρέας εξήγησε πως δεν θα ήταν φρόνιμο να παρατήσουμε το δικό μας στη μέση του πουθενά. Κινδυνεύαμε να το βρούμε χωρίς λάστιχα, υαλοκαθαριστήρες –πολλοί οδηγοί τούς έβγαζαν το βράδυ για να τους επανατοποθετήσουν το πρωί–, ίσως και χωρίς μηχανή... Θα έμενε ο ίδιος να το φυλάει και θα μας οδηγούσε ο φίλος του στο Βουκουρέστι. Η θεία μάς περίμενε. Ο πατέρας συμφώνησε αμέσως, αλλά δήλωσε πως θα έμενε κι αυτός εκεί. Καθώς απομακρυνόμασταν, γύρισα προς τα δυο αδέρφια στο αυτοκίνητο. Είχαν ανάψει το φως του θαλάμου και παρατηρούσαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ο ένας του άλλου. Την επομένη μάς είπαν πως δεν κοιμήθηκαν καθόλου το βράδυ. Μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης. Τριάντα χρόνια είχαν ζήσει χώρια.