Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης», που θα κυκλοφορήσει στις 14 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
8 Απριλίου 1910
Ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε την Πέμπτη 8 Απριλίου του 1910 στα νερά του Σκαραμαγκά, στον μυχό της θάλασσας της Σαλαμίνας. Ήταν μια μέρα βροχερή. Ανοιξιάτικο ψιλόβροχο στην Αττική. Φαντάζεσαι τον ορίζοντα μουντό, μπουκωμένο στα σύννεφα, την υγρασία να κεντρίζει τη σάρκα, να μαγκώνει τις κλειδώσεις. Όμως ο σαραντάρης Περικλής ξέρει να αναμετρηθεί μαζί της.
Είχε ναυλώσει τον αμαξά του για να τον οδηγήσει από την Αθήνα ως εκεί. Γνωρίζονταν. Του ζήτησε να τον αφήσει μόνον με ένα από τα δύο άλογά του, με το οποίο επίσης γνωριζόταν. Τον διαβεβαίωσε ότι το ζωντανό δεν θα πάθαινε τίποτε. Ο αμαξάς είχε εμπιστοσύνη στον «κύριο Περικλή», τον καλοντυμένο και ευγενικό. Μπορεί στο βάθος του μυαλού του να αισθανόταν κάπως άβολα, ένα προαίσθημα σκοτεινό, προαίσθημα όμως, τίποτε συγκεκριμένο. Προσπαθούσε να το απωθήσει.
Φεύγει και τον αφήνει μόνον με το άλογο σε μια αυτοσχέδια καλύβα στην παραλία του Σκαραμαγκά. Ένα κατάλυμα που τους προστατεύει απ’ το ενοχλητικό ψιλόβροχο. Ο «κύριος Περικλής» ως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε αποφασισμένος. Όταν όμως μένει μόνος, πάει πέρα δώθε μες στην καλύβα, η οποία, εννοείται, δεν χωράει τη νευρικότητά του. Ανυπόμονος; Πάντα ήταν ανυπόμονος. Έχει αγγίξει τα όρια της ανυπομονησίας του; Το θρόισμα του ψιλόβροχου συνεχίζει. Κρυώνει. Η σκέψη του κρύου θαλασσινού νερού τού φέρνει ρίγη. Βγαίνει από την καλύβα. Το μολυβένιο φως της συννεφιάς. Μόνον στο βάθος, προς τον Κορινθιακό, ένα κενό που απελευθερώνει τη δύναμη του ήλιου. «Το φως δεν είναι μακριά. Θα πάω να το συναντήσω. Τη ζωή τη λένε ζωή, κι ας σου ανοίγει τον δρόμο για τον θάνατο». Στο μικρό σακίδιο τον περιμένει το εργαλείο του θανάτου. Ένα περίστροφο. Το ενθύμιο που του άφησε η Σοφία πριν φύγει για το Μόναχο. Σαν να του έδειχνε τον δρόμο που όφειλε να πάρει.
Η κομψότητα είναι η αισθητική της ψυχής, έλεγε ο Λόρδος Βύρων. Και ο Γιαννόπουλος δεν αμέλησε ποτέ τις υποχρεώσεις του απέναντί της. Φοράει περικνημίδες «αγγλικού τύπου», κατασκευασμένες στη Θεσσαλία, άσπρα γάντια γκλασέ, γιλέκο και σακάκι. Ο απαραίτητος λαιμοδέτης στερεωμένος με χρυσή καρφίτσα. Γεμίζει τις τσέπες του με πέτρες, για να βεβαιωθεί πως το σώμα του θα μείνει στον βυθό. Στην τσέπη του μαύρου παντελονιού του, το πορτμονέ του έχει ένα δεκάλεπτο. Το αντίτιμο του εισιτηρίου για τον περάτη Χάροντα, που θα αναλάβει τη μεταφορά του από την Αχερουσία στα Ηλύσια Πεδία. Δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η ψυχή του θα οδηγηθεί αυθωρεί και παραχρήμα στα Ηλύσια Πεδία. Στην άλλη τσέπη «ωρολόγιον», δώρο εκ Παρισίων, από τον φίλο του τον Κατσίμπαλη. Οι δείκτες του δείχνουν δέκα και τριάντα λεπτά. Την τελευταία στιγμή κόβει ένα κλαδάκι πεύκου και το περνάει μέσα από το γιλέκο του. Ένα κλαδάκι απ’ το πεύκο που είχε ζωγραφίσει η Σοφία στην τελευταία εκδρομή τους στον Σκαραμαγκά; Σαν να τον συντροφεύει η ίδια.
«Να πάρης ένα άτι ωραίο και κάτασπρο, χωρίς σέλα, χωρίς χάμουρα και άλλες αηδίες. Να το καβαλικεύσης γυμνός και να το πιάσης από την χαίτην του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο να κρατής υψωμένο το πιστόλι. Έχων δύο βάρη εις τα πόδια σου, να το κτυπήσης δυνατά και να μπης μαζί του με όλη την ορμή στη θάλασσα. Όταν δης ότι δεν μπορεί να προχωρήση πλέον, να γύρης τότε και να πυροβολήσης εις τον κρόταφον. Το άλογο, αφού σε ξεφορτωθή, μην ανησυχείς. Κολυμβώντας αυτό θα βγη έξω. Και ο αναβάτης του θα χαθή μέσα στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας χωρίς να αναφανή ποτέ!»
Εξομολόγηση του Περικλή στον φίλο του Δημήτριο Καμπούρογλου, έφορο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μερικές ημέρες πριν από την αυτοκτονία του.
Μετά τον πυροβολισμό το σώμα του αναβάτη βυθίστηκε στα νερά. Το άλογο επέστρεψε στην ακτή, όπου το βρήκε ο αμαξάς μερικές ώρες αργότερα. Οι δείκτες του ρολογιού στην τσέπη του Περικλή έδειχναν έντεκα και τρία λεπτά.
Το άτι ήταν εξοικειωμένο με τους θαλασσινούς περιπάτους του αναβάτη του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βούταγαν μαζί. Το νερό ήταν κρύο ακόμη από τον χειμώνα. Όμως δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν προς τα βαθιά. Εκεί στο βάθος, στον ουρανό της δύσης, το φως του ήλιου ξήλωνε τη μουντάδα της συννεφιάς.
Μετά τον πυροβολισμό το σώμα του αναβάτη βυθίστηκε στα νερά. Το άλογο επέστρεψε στην ακτή, όπου το βρήκε ο αμαξάς μερικές ώρες αργότερα. Οι δείκτες του ρολογιού στην τσέπη του Περικλή έδειχναν έντεκα και τρία λεπτά.
ΙΙ.
Την είδηση στην Αθήνα την έφερε ο αμαξάς. Άγγελος της τραγωδίας, βοσκός, φύλακας, τροφός που αναγγέλλει στους επιφανείς την ήττα του ήρωα. Χτύπησε νύχτα την πόρτα του Κατσίμπαλη, του Κρίτσα; Όπως ο Άγγελος στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη:
«Ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονονος πέλας
Ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας κλαίοντες
Ἦλθε γάρ τις ἄγγελος λέγων
Ὡς οὐκέτ’ ἐν γῇ τῇδε ἀναστρέψοι πόδα
Ἱππόλυτος, ἐκ σοῦ τλήμονας φυγὰς ἔχων».
Όσο φρόντιζε το άλογό του, εμφανίστηκε το άτι χωρίς τον αναβάτη του. Ήταν ο Άγγελος.
«Κλάψτε τον ώριο Ιππόλυτον!» θα γράψει ο Σικελιανός.
Η είδηση περνάει από στόμα σε στόμα στους κύκλους των φίλων του.
«Χάθηκε ο Περικλής».
Οι φίλοι του δεν περιμένουν τις έρευνες για να συμπεράνουν ότι ο Περικλής αυτοκτόνησε. Θα μπορούσε να έχει χαθεί στο τοπίο που τον μαγνήτιζε, να έχει απελευθερωθεί από την αθηναϊκή ζωή απλώς φεύγοντας για «κάπου αλλού», όπως συνήθιζε να πηγαίνει στο τσιφλίκι του φίλου του του Χαλκιόπουλου στη Θεσσαλία. Δεν είναι η πρώτη φορά που γυρίζει την πλάτη στους φίλους του. Όμως ο εξάδελφός του κύριος Κρίτσας τώρα μπορεί να ερμηνεύσει την αινιγματική επιστολή που του έστειλε την παραμονή: «Η ηδονή του έρωτα μόνον με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. Γαλήνη».
Τέσσερις ημέρες μετά, στις 12 Απριλίου 1910, ο Βλάσης Γαβριηλίδης καταλήγει στη νεκρολογία που του έχει αφιερώσει στην εφημερίδα Ακρόπολις. Είναι Μεγάλη Δευτέρα της χρονιάς εκείνης:
«Διατί ἀπέθανε; Διότι δὲν τὸν ἤθελεν ἡ Γῆ ἡ Ἑλληνική. Δὲν τὸν ἐσήκωνεν ἡ Κοινωνία ἡ Ἑλληνική. Τὸν ἀπηχθάνετο ἡ Ζωὴ ἡ Ἑλληνική. Τὸν έτρεμε ὡς πολὺ ἄγριον χειροῦργον ἡ Φθίσις ἡ Ἑλληνική. Τὸν ἐμίσει τὸν ἐρίγδουπον Ποσειδῶνα ἡ Τελματίτις ἡ Ἑλληνική. Μεταξὺ αὐτοῦ τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς συγχρόνου Ἑλληνικῆς Μικρότητος γέφυρα δὲν ἠδύνατο νὰ ζευχθῇ. Καὶ ἐπήδησεν εἰς τὸ καθάριον κῦμα ἀνθοστεφάνωτος ὁ Ἀπόλλων τοῦ Γαλανοῦ, ὁ Ἀπόλλων τῆς Ἀναγεννήσεως».
Διαβάζοντας τον Γαβριηλίδη, εύκολα μπορείς να πλάσεις με τη φαντασία σου ένα ον εξωγήινο που προσγειώθηκε στην ταλαίπωρη Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα και, αφού απέτυχε στην αποστολή του, απεχώρησε με την αξιοπρέπεια του τραγικού ήρωα. Όμως ο Περικλής ήταν παιδί αυτής της γης. Έζησε σ’ αυτήν την Κοινωνία, σ’ αυτήν τη Φθίσι, σ’ αυτήν την Τελματίτιδα, σ’ αυτήν τη Μικρότητα. Ο Απόλλων ήταν θνητός.
Γιατί το ευνοημένο παιδί της ελληνικής κοινωνίας συγκρούσθηκε μαζί της; Ποια ήταν η ποιότητα του Απόλυτου που τον είχε συνεπάρει;
Η ιστορία του εικοστού αιώνα είναι γεμάτη από ιερουργούς του Απόλυτου, ως επί το πλείστον κοινωνικούς αναμορφωτές που θέλουν να διορθώσουν την ανθρώπινη φύση, να τη μετατρέψουν σε εργαλείο της Ιστορίας. Ποιος όμως αυτοκτόνησε συνεπαρμένος απ’ την αίσθηση του τοπίου; Ποιος αυτοκτόνησε επειδή η ζωή του δεν άντεχε να σηκώσει την ένταση του μεσημεριανού ήλιου σε ένα τοπίο γυμνό από πρασινάδα; Ποιος αυτοκτόνησε επειδή λάτρεψε τα ξερόχορτα και τις κολόνες;
Ποιος αυτοκτόνησε επειδή η ζωή του δεν άντεχε να σηκώσει την ένταση του μεσημεριανού ήλιου σε ένα τοπίο γυμνό από πρασινάδα; Ποιος αυτοκτόνησε επειδή λάτρεψε τα ξερόχορτα και τις κολόνες;
Χρειάζονταν έναν αυτόχειρα για να πιστοποιήσει την ευγένεια των ιδανικών τους. Προσφέρθηκε ο Περικλής. Αυτοκτόνησε στον βωμό της απελπισίας που τον έστησε ο ενθουσιασμός του. Δεν άντεχε αυτό που έβλεπαν τα μάτια του. Ο απόλυτος θαυμασμός απ’ την απόλυτη απελπισία απέχει όσο η ζωή από τον θάνατο. Τίποτε, υπόθεση στιγμής.
Η Ελλάδα έψαχνε τον εαυτό της. Ένα κομμάτι της το βρήκε στην αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου. Ποια ήταν η ευγένεια των ιδανικών τους; Και πώς μπόρεσε να τα εκφράσει ο Περικλής Γιαννόπουλος με την αυτοκτονία του στα νερά της Σαλαμίνας;
ΙΙΙ.
Τους είχε προϊδεάσει. Ελεγαν πως τον είχαν δει αργά τη νύχτα, ξαπλωμένο σε ένα μόνιππο με άνθη πασχαλιάς, να περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας. Μέγας θεατρίνος ο Γιαννόπουλος, όμως δεν έδινε ποτέ δωρεάν τις παραστάσεις του. Πάντα έβγαζε δίσκο μετά για να εισπράξει νόημα. Νόημα. Τι λέξη κι αυτή; Ένα σκαλοπάτι πιο πάνω απ’ τη σημασία της λέξης, της χειρονομίας. Αν θέλεις να το συναντήσεις, είσαι υποχρεωμένος να περάσεις μέσ’ απ’ τη δουλεία των λέξεων, της χειρονομίας. Τα άνθη της πασχαλιάς είναι η πανοπλία του. Ποιο νόημα έψαχνε ξαπλωμένος στο μόνιππο, τις πρώτες νύχτες της άνοιξης της χρονιάς εκείνης; Με το βλέμμα καρφωμένο στον έναστρο ουρανό;
Όταν είσαι ξαπλωμένος, Περικλή, ο έναστρος ουρανός είναι το οπτικό σου πεδίο. Τα υπόλοιπα γύρω σου είναι σκιές. Η Αθήνα σου γέμισε σκιές. «Σκιάς όναρ».
❈ ❈ ❈
Εφημερίδα Εστία, Μεγάλη Δευτέρα 12 Απριλίου. Το άρθρο είναι ανυπόγραφο. Δεν είναι νεκρολογία. Είναι ρεπορτάζ. Καταγράφει όσα συνέβησαν τη νύχτα πριν από την αυτοκτονία του:
«Ὁ Γιαννόπουλος ἐπεσκέφθη τὸν φίλον του κατὰ τὰς δέκα τῆς νυχτός. Μαζὺ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ τὴν κυρίαν του ἐπῆγαν εἰς τὸν Κινηματογράφον. Ἐκεῖ ὁ Γιαννόπουλος κατελήφθη ἀπὸ ἀλλόκοτον εὐθυμίαν. Ἤνοιξε συνομιλίαν τόσον οἰκείαν μὲ κάποιον διπλανόν του ἄνθρωπον τοῦ λαοῦ, τόσον εὔθυμον καὶ διακοπτομένην ἀπὸ ἠχηροὺς γέλωτας, ὥστε προσείλκυσε τὴν προσοχὴν ὅλων. Μετὰ τὸν κινηματογράφον ὁ Γιαννόπουλος, ὁ φίλος καὶ ἡ σύζυγός του ἐμπῆκαν εἰς μίαν μπύραν γιὰ νὰ πάρουν κάτι. Τὸ κατάστημα ἦτο ἔρημον πελατῶν. Εἰς μίαν στιγμὴν ὁ μακαρίτης, ἀνασκαλεύων τὶς τσέπες του, εἶπε μὲ γλυκύπικρον μειδίαμα:
“Σταθῆτε… σταθῆτε… Ἔχω κάτι νὰ σᾶς διαβάσω. Εἶναι κάποιο ἀγαπητό μου κομμάτι… Το Τριαντάφυλλο και τ’ αηδόνι του Όσκαρ Ουάιλδ που το έχω μεταφράσει… Ἐνθυμεῖσθε;”».
Το τελευταίο μονόπρακτο το παρουσιάζει σε μιαν έρημη μπιραρία της Αθήνας τη νύχτα πριν από την αυτοκτονία του. Το αηδόνι τρυπάει την καρδιά του για να βάψει με το αίμα του άλικο το τριαντάφυλλο. Δίνει τη ζωή του για να υπηρετήσει τον έρωτα του φοιτητή. Μόνον αν πρόσφερε ένα άλικο τριαντάφυλλο στην εκλεκτή της καρδιάς του, εκείνη θα δεχόταν να χορέψει μαζί του. Και η τριανταφυλλιά έχει μόνον άσπρα τριαντάφυλλα. Τέλος σπαρακτικό. Εκείνη του γυρνάει την πλάτη. Τόνος μελοδράματος. Καμία σχέση με τον τόνο των γραπτών του, τα ορμητικά του ελληνικά, το σαρωτικό του βλέμμα. Όμως:
«Αύριο θα κάμω μία εκδρομή…».
Θα πήγαινε στη Θεσσαλία, στο τσιφλίκι του Χαλκιόπουλου; Δεν απαντάει. Βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό γύψινο αντίγραφο ενός ανάγλυφου. Τους το προσφέρει. Είναι η επιτύμβια στήλη του Δεξίλεω, του νέου αθηναίου ιππέα που έπεσε στην Κόρινθο. Ο χιτώνας του, ξεσηκωμένος σαν τον άνεμο απ’ τον καλπασμό του αλόγου, κι ο ίδιος λογχίζει τον ξαπλωμένο στο έδαφος αντίπαλο. Στο ανάγλυφο οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο νεκρός Δεξίλεως, στον οποίον είναι αφιερωμένο, είναι αυτός που θριαμβεύει απέναντι στον θάνατο. Ο νεκρός Δεξίλεως είναι η δύναμη της ζωής. Το ανάγλυφο φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Η συγγένειά του με τη χριστιανική αγιογραφία που παριστάνει τον Αϊ-Γιώργη τη στιγμή που σκοτώνει τον Δράκο είναι προφανής.
Ποιος είναι ο Δράκος με τον οποίον ετοιμάζεται να αναμετρηθεί ο Γιαννόπουλος την επομένη;
Η τελευταία πράξη της προετοιμασίας πριν από τη μονομαχία διαδραματίζεται στο σπίτι του. Στη σόμπα θα κάψει όλα του τα χειρόγραφα. Ανάμεσά τους και η Αρχιτεκτονική, την οποία έχει μόλις ολοκληρώσει. Σήμερα ξέρουμε μόνον όσα είχαν εκδοθεί πριν από τη νύχτα εκείνη, πριν ο ίδιος καταστρέψει το έργο του για να προλογίσει την αυτοχειρία του.
Ποιος ξέρει αν κοιμήθηκε τη νύχτα εκείνη; Ίσως να την πέρασε ξάγρυπνος συνομιλώντας με τη Σοφία, παλεύοντας με τον ίλιγγο του πελάγους. Τον ήξερε πολύ καλά. Πόσες φορές δεν τον είχε μαγνητίσει ο ύπνος και το σκοτάδι του βυθού; Η απόλυτη σιωπή. Ο ίλιγγος του κενού είναι ο μαγνήτης της ψυχής.
Χαράματα άρχισε τις τελευταίες ετοιμασίες. Ξυρίστηκε με ακρίβεια, περιποιήθηκε το μουστάκι του και διάλεξε τα ρούχα. Όλα φρεσκοσιδερωμένα, σαν να ετοιμαζόταν να περάσει το πρωινό του στου Ζαχαράτου. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διόρθωσε μια ατίθαση τούφα στα κατάξανθα μαλλιά του. Η ευπρέπεια πάνω απ’ όλα.
❈ ❈ ❈
Ναι, Περικλή, ακόμα και τη στιγμή της ύστατης μοναξιάς δεν θέλεις να απογοητεύσεις το βλέμμα που παρακολουθεί το κάθε σου βήμα, την κάθε σου χειρονομία, την κάθε σου λέξη. Είσαι ηθοποιός, Περικλή. Η ζωή σου ολόκληρη είναι μια παράσταση. Λάτρεψες τον εαυτό σου, τη ζωή σου, επειδή πίστεψες πως ήσουν παιδί αυτού του τοπίου. Ένα κυπαρίσσι, ένα πεύκο, μια μαρμάρινη δωρική κολόνα, που περνούσες ώρες κοιτάζοντάς τη σαν να βλέπεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Και θέλεις να αποχωρήσεις από τη σκηνή όπως έζησες, σαν μοναχική «άκανθα της Αττικής» που δίνει μορφή στο μεσημεριανό φως. «Τὸ κάθε τι, ὅσον μικρὸν κι ἂν εἶναι, θέλει νὰ φαίνεται σὰν Ἕλλην πηγαίνων περίπατο» έγραψες.
Το θέλεις πραγματικά; Αμφιβάλλεις; Διστάζεις;
Όταν ο αμαξάς σού φωνάζει «κύριε Περικλή, είμαι έτοιμος», αναρωτιέσαι αν ξέχασες κάτι. Το ωρολόγιον, το δεκάλεπτο. Όλα είναι στη θέση τους. Σε περιμένουν, Περικλή.