Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Σάκη Σερέφα «Άνθρωπος Μαρίκα – Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά», που θα κυκλοφορήσει στις 3 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν χρειάζεται να κάνει ενδοσκόπηση για να δει το κρύο σκοτάδι εντός της μια γυναίκα πάνω σε ένα από αυτά τα καράβια που μπαρκάρουν στα 1922 από τη φλεγόμενη πόλη. Δεν της χρειάζεται να δει το κρύο σκοτάδι που κρύβεται στο ψυγείο της, στο μέσα της δηλαδή, γιατί το έχει ήδη δει. Κάποιοι φρόντισαν να της κρατήσουν το πορτάκι ορθάνοιχτο, ώστε να τα δει όλα, ακόμα κι αυτά που δεν ήθελε, όπως το να πετσοκόβουν τον πατέρα της μπρος στα μάτια της λίγες μέρες νωρίτερα. Ούτε της χρειάζεται να καλύψει εννοιολογικά τα κενά της όρασής της, γιατί, μέχρι να ανεβεί στο καράβι, έχει δει τόσα που έχουν καλύψει κάθε υπαρξιακή πτυχή της. Δεν έχει κενά, είναι φουλ στις εικόνες το μέσα της. Φουλ στις εικόνες και φουλ σε έναν καινούργιο άνθρωπο, που φαίνεται πως ήρθε η ώρα του να βγει έξω από αυτήν, η οποία τώρα κοιλοπονά σε μια γωνιά του καταστρώματος.
«Ένας μούτσος ήμουνα εγώ στο Ευαγγελίστρια, ένα τζόβενο για όλες τις δουλειές, Μανωλιό σφουγγάρισε την κουβέρτα, Μανωλιό καθάρισε τα κατσαρόλια, Μανωλιό αποδώ, Μανωλιό αποκεί, πέντε μήνες είχα στη δουλειά, είδα καμπόσα μέρη, πότε πιάναμε Κρήτη, πότε Μυτιλήνη, πότε Χίο, άμα είσαι δεκαεφτά χρονώ κι έχεις δει μονάχα μια γαϊδαροκυλισιά γης γύρω τριγύρω απ’ το χωριό σου, όλα ωραία σού φαίνονται, αλλά εκεί που πήγαμε εκείνο το Σεπτέμβρη καθόλου δε μ’ άρεσε. Άκουγα εγώ από μικρός η Σμύρνη αυτό, η Σμύρνη εκείνο, με τα πλούτια της, με τον καλοντυμένο της τον κόσμο, με τα κιμπαρλίκια της, και αριβάρουμε στο μουράγιο ένα πρωί και βλέπω την κόλαση με τα ματάκια μου, τον κακό το χαλασμό, φωτιές, καπνούς, ερείπια, κι ένα σωρό κοσμάκη να σαβουρντίζεται όπου βρει στην προκυμαία. Εμείς ρίξαμε άγκυρα στ’ ανοιχτά, πού να πλησιάσεις... Μιλιούνια οι ανθρώποι, θα ορμάγανε όλοι μαζί και θα φουντέρναμε σούμπιτοι στον πάτο, τους κουβαλάγανε λίγους λίγους με τις βάρκες, ώσπου ήρθε και τίγκαρε το πλοίο, βελόνι δε χώραγε, κι άλλοι πέφτανε απ’ την προκυμαία στο νερό και κολυμπάγανε μέχρι τα ξένα τα καράβια, απλώνανε χέρι να πιαστούνε, τους πετάγανε ζεματιστά νερά από πάνω να ξεκολλήσουνε, να φύγουν αποκεί, τους σπρώχνανε πίσω με τους γάντζους, άσε τώρα, τι να σου λέω, δε λέω άλλα».
Είναι γνωστό πως κάθε αφηγητής, άμα καταλάβει ότι κρεμόμαστε από τα χείλη του, του αρέσει να κάνει νάζια και να το παίζει ζόρικος. Γιατί ο Μανώλης να είναι εξαίρεση; Μα είναι εξίσου γνωστό πως καίγεται να πει την ιστορία του, γιατί ένας άνθρωπος, άμα πάρει μπρος και αρχίζει να εκλύει μια ιστορία από μέσα του, δύσκολα κάνει πίσω και πιο δύσκολα σωπαίνει πριν την πει ολόκληρη. Γιατί ο Μανώλης να είναι εξαίρεση;
«Είχα ακούσει για το κακό που γινότανε στη Σμύρνη, τι κακό δηλαδή; Σφαγείο ήτανε η κατάσταση τούρκικο χασαπαριό τι να τα λέμε τώρα μα άλλο είναι να τ’ ακούς κι άλλο να βλέπεις τον χαροκαμένο τον κοσμάκη ν’ ανεβαίνει με την ψυχή στα δόντια στο κατάστρωμα και να ψάχνει να βρει γωνιά να κουρνιάσει να γιάνει την ψυχούλα του που είχε ματώσει απ’ την τόση την αγρίλα. Τρεις μέρες κάναμε να φτάσουμε στον Πειραιά γιατί δέσαμε και στη Χίο μισή μέρα να φορτώσουμε φαγιά και νερό, αφού πού να τον χορτάσεις τόσο κόσμο, και μέσα σ’ αυτές τις τρεις τις μέρες είδα κι άκουσα πράματα που δε μου φτάνουν τρεις ζωές για να τα πω».
«Μιλιούνια οι ανθρώποι, θα ορμάγανε όλοι μαζί και θα φουντέρναμε σούμπιτοι στον πάτο, τους κουβαλάγανε λίγους λίγους με τις βάρκες, ώσπου ήρθε και τίγκαρε το πλοίο, βελόνι δε χώραγε, κι άλλοι πέφτανε απ’ την προκυμαία στο νερό και κολυμπάγανε μέχρι τα ξένα τα καράβια, απλώνανε χέρι να πιαστούνε, τους πετάγανε ζεματιστά νερά από πάνω να ξεκολλήσουνε, να φύγουν αποκεί, τους σπρώχνανε πίσω με τους γάντζους, άσε τώρα, τι να σου λέω, δε λέω άλλα».
Για λέγε.
«Εκτός από δικούς μας, είχε κι Αρμεναίους, χριστιανοί κι αυτοί. Απ’ τη δικιά τους τη συνοικία ξεκίνησε η φωτιά στη Σμύρνη και τα πήρε όλα παραμάζωμα με τον αέρα που φύσαγε και τα ’κανε στάχτη και ρημαδιό. Αλλά ήτανε κι άλλοι που είχανε έρθει ξεριζωμένοι απ’ τα σπίτια τους αποκάτω απ’ την Τουρκία, απ’ την Κύπρο απέναντι από ένα μέρος, που από πολύ παλιά ζούσανε εκεί. Εγώ αρμένικα δεν ήξερα, πού να ξέρω, ούτε τώρα τα ξέρω, αλλά τον κυνηγημένο τον άνθρωπο δε χρειάζεται να την ξέρεις τη γλώσσα του για να του σταθείς στο πλάι, χρειάζεται; Εμένα με είχανε βάλει και κουβάλαγα ψωμιά και νερό στον κόσμο που είχε κουρνιάσει όπου είχε βρει ο καθένας κι όπως ανεβαίνω το πρώτο βράδυ στο πάνω το κατάστρωμα βλέπω μια κυρά με κάτι κουτσούβελα από γύρω της χάμω σ’ ένα κιλίμι να έχει αγκαλιάσει το φουγάρο και να το πασπατεύει με τα χέρια της. Τι κάνεις εκεί; Θα καούνε τα χέρια σου, της κάνω εγώ με νοήματα. Κι ανοίγει τις χούφτες της έτσι όπως τις είχε κολλήσει πάνω στο καυτό το φουγάρο και τι να δω, είχε κάτι πιτούλες και τις έψηνε. Πού τα βρήκες αυτά; Της κάνω πάλι νόημα. Ανοίγει ένα ζεμπίλι, μου δείχνει, είχε σιμιγδάλι μέσα, το είχε φέρει μαζί της η έρμη, και παίρνει στη χούφτα της απ’ το σιμιγδάλι και φτύνει μέσα, το βρέχει, το πλάθει τσάκα τσάκα και, φαπ!, το κολνάει κι αυτό πάνω στο φουγάρο και το ζουπάει από πάνω να ψηθεί καλά καλά. Χάζεψα να κοιτάω εγώ κι έτσι όπως κοιτούσα, νιώθω κάτι να με τραβάει απ’ το μπατζάκι απ’ την άκρια κάτω κάτω, κοιτάω ένα απ’ τα κούτσικα που ήτανε πάνω στο κιλίμι με τράβαγε απ’ το πανταλόνι και γέλαγε, να παίξει ήθελε το κακόμοιρο, τι να κάνω, του γέλασα κι εγώ, και τι κάνει τότε το μπαγάσικο; Παίρνει μια πιτούλα που την είχε στο στόμα και την πιπίλαγε και μου κάνει με το χέρι “πάρε πάρε”, δεν τόλμαγα εγώ, κοιτάω τη μάνα του “πάρε πάρε” μου κάνει με τα μάτια άπλωσα έκοψα μια ακρούλα, εδώ τώρα ούτε σιχασιές ούτε ντροπές χωράγανε, τη μασάω, με τα ξένα τα σάλια που είχε μέσα, α, μωρέ! πενήντα έξι χρόνια περάσανε από τότε, τέτοια γεύση δεν την ξεχνάω, να εδώ, κάτω απ’ τη γλώσσα μου την έχω ακόμα, τέτοια γλύκα είχε, του καλού του ανθρώπου τη γλύκα είχε. Την έχεις δοκιμάσει ποτέ;»
Παραμένουμε στο καράβι. Ένα καράβι κουβαλάει πάντα πολλές ιστορίες, δεν ξεμπερδεύεις εύκολα μαζί του.
«Δεν πρόλαβα να καταπιώ τη βούκα μου, ακούγονται από παραπέρα φωνές, τρεχάτε, καλέ τρεχάτε, πάω τι να δω, ένα γύρο κόσμος μαζεμένος και στη μέση μια γυναίκα στο ανάσκελο χάμω στο κατάστρωμα να βογκάει να χτυπιέται να σφίγγει τις γροθιές και οι άλλες από τριγύρω να της λυγίζουνε τα ποδάρια και να της βάζουνε κάτι παλιόπανα από κάτω απ’ τη μέση να σηκωθεί ψηλά κι έτσι όπως έσκυψα να δω αρχίσαν να με φωνάζουνε “χερανάλμπρε χερανάλ” και να κουνάνε τα χέρια λες κι ήμουνα μύγα που τη διώχνεις απ’ το πιάτο σου να φύγει παραπέρα, πισωπάτησα κι εγώ τι να ’κανα; Κι ίσα που άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά να πάω στο κάτω το κατάστρωμα βλέπω τον γιατρό του πλοίου τον κύριο Ιωαννίδη, το θυμάμαι, κύριο Ιωαννίδη τον ελέγανε, ν’ ανεβαίνει με το βαλιτσάκι του φουριόζος, με βλέπει, σύρε γρήγορα να φέρεις μια λεκάνη με καυτό νερό κουνήσου! μου κάνει γεννάει η γυναίκα δεν τη βλέπεις; άντε ντε! ε, κι αποκεί και πέρα, έγινε ό,τι ήτανε να γίνει, γέννησε η γυναίκα, με μια φωνή, μια κι έξω, δεν παιδεύτηκε. Στο κάτω το κατάστρωμα ήμουνα εγώ, είχε ξεράσει μια γριά και σκούπιζα τα ξερατά, ανθρώποι άμαθοι από θάλασσα πρώτη φορά που μπαίναν σε καράβι, κι άκουσα τη φωνή της αλλά κλάμα μωρουδίστικο δεν άκουσα λέω θα βγήκε πεθαμένο το μωρό αλλά σε λίγο έτσι όπως στεκόμουνα με τη σκούπα στο χέρι βλέπω κατεβαίνει τα σκαλιά ο γιατρός, πάλι φουριόζος, με βλέπει, σύρε γρήγορα να φέρεις καθαρά πανιά απ’ την καμπίνα μου κι έλα να με βρεις κάτω στο αμπάρι, στο αμπάρι θα είμαι, άκουσες; κουνήσου! τι με κοιτάς; Αλλά εγώ δεν κοιτούσα εκείνον, τόσες φορές τον είχα δει, τι να κοιτάξω; το μωρουδέλι κοιτούσα που το κράταγε στην αγκαλιά του, ένα πραματάκι κούτσικο μια σταλιά, τίγκα στις μελανιές εδώ κι εκεί σαν τον μπάκακα, το μούτρο του ζαρωμένο ίδιο με της γριάς το λαιμό, δεν έβγαζε κιχ,είχε μόνο το ένα μάτι μισάνοιχτο, για λύπηση ήτανε. Τρέχω κατεβάζω τα πανιά στο αμπάρι, τα παίρνει ο γιατρός το τυλίγει το μωρό και το βάζει ανάμεσα σε κάτι σακιά με στάρια που ήτανε εκεί κι είχε ζέστα καλή είχαν ζεσταθεί τα στάρια απ’ τις λαμαρίνες, ήτανε βλέπεις οι μηχανές από κάτω κι ανέβαινε ζέστα, έτσι το κράτησε όλη τη νύχτα ο γιατρός το μωρό ζωντανό να πάρει λίγη δύναμη το έρμο που το ’βλεπες κι έλεγες τη βγάζει δεν τη βγάζει τη νύχτα. Και την έβγαλε τη νύχτα κι έγινε ξακουστό πολύ και την παίζαν και τα ραδιόφωνα χρόνια μετά και την άκουγα κι έλεγα μέσα μου αστέρι έγινες γιατί στα στάρια πήρες τις πρώτες σου ανάσες, πες το χαζομάρα που το σκέφτομαι έτσι αλλά έτσι το σκέφτομαι εγώ με το μυαλό μου».
«Μια φορά πήγα και την είδα στο κέντρο που τραγουδούσε πήρα τη γυναίκα μου και πήγαμε κι ύστερα στο διάλειμμα πήγα και τη βρήκα στο καμαρίνι και της έδωσα γνωριμία κι όταν τ’ άκουσε όλα αυτά την είδα βούρκωσε κι όταν ξεβούρκωσε κάπως με ρωτάει πες μου Μανώλη ποιο τραγούδι σού αρέσει; “Τα λερωμένα τ’ άπλυτα” κυρία Μαρίκα τής λέω, δε χορταίνω να σ’ ακούω να το λες στο ράδιο, εντάξει μου κάνει, τράβα τώρα στο τραπέζι σου, που έχεις αφήσει και την κυρά σου μονάχη τόση ώρα, τράβα πάαινε μην πάει κάνας άλλος μου κάνει και γελάει μ’ εκείνο το ωραίο το γαργαριστό το βραχνό το γέλιο που είχε. Πηγαίνω εγώ, βγαίνει εκείνη, λέει ένα τραγούδι, λέει ένα δεύτερο, και πάνω που τελείωνε το δεύτερο έρχεται το γκαρσόνι βλέπω ακουμπάει μια σαμπάνια στο τραπέζι μας. Πριν προλάβω να του πω τι ’ναι τούτο, απ’ την κυρία Μαρίκα μού κάνει στ’ αυτί κι αρχινάει τότε εκείνη να λέει “Τα λερωμένα τ’ άπλυτα” κι έρχεται και στέκεται πάνω απ’ το τραπέζι μας και το είπε όλο εκεί δεν έφυγε μέχρι να το τελειώσει. Ε τι με θες εμένα, στον Παράδεισο πετούσα και χόρευα ζεμπεκιές με τον άγιο Πέτρο, ναι, μάλιστα, έτσι που λες».