Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου «Χάθηκε βελόνι», το οποίο κυκλοφορεί στις 27 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Book Press
Στην Κακαβιά δεν είχε κόσμο, αλλά έμεινα δύο ώρες. Εντατικοί έλεγχοι λόγω των πολιτικών εντάσεων των ημερών. Οι υπάλληλοι και των δύο χωρών, πάντως, ήταν ευγενέστατοι. Πέρασα δείχνοντας μόνο την ταυτότητα.
Ξαφνικά τα βουνά έγιναν πιο άγρια. Πιο ξερά. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν η ιδέα μου. Περνούσα από διάφορα χωριά με ελληνικές πινακίδες. Όσο προχωρούσα οι πινακίδες αυτές λιγόστευαν. Τη θέση τους έπαιρναν αλβανικές.
Από ένα σημείο και μετά οδηγούσα στην άκρη του βουνού. Στο αριστερό μου χέρι το Ιόνιο. Ο δρόμος στενός. Όλο στροφές, γαϊδούρια κι αγελάδες.
Έβλεπες παντού τσιμεντένια πολυβολεία. Γεμάτα τα βουνά. Ένιωσα πολύ άβολα. Μια αίσθηση σαν να με κατασκόπευαν διαρκώς.
Σταμάτησα σε ένα ύψωμα. Η θάλασσα άστραφτε. Ήπια ένα μπουκαλάκι νερό, ευτυχώς δροσερό ακόμη. Το κινητό έπιανε μια γραμμή από ελληνικό σήμα. Άνοιξα το ίντερνετ.
Η Αλβανία για μισό αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Από το 1946 μέχρι και το 1991 ήταν αποκομμένη, φρούριο. Σαράντα χρόνια την κυβερνούσε ο Ενβέρ Χότζα, ένας μορφωμένος μα και σκληρός κομμουνιστής ηγέτης.
Άνθρωποι έχασαν τη γη τους, δούλευαν μεροκάματο σ’ αυτήν. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια, αλλά δωρεάν παιδεία και περίθαλψη για όλους. Περίπου 170.000 τσιμεντένια πολυβολεία χτίστηκαν σε όλη τη χώρα, που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Περίπου 15.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν για πολιτικούς λόγους.
Δρεπένι λεγόταν μια ολόκληρη επαρχία με τριάντα χωριά και σαράντα χιλιάδες ανθρώπους. Οι περισσότεροι μιλούσαν ελληνικά. Μια λωρίδα με βουνά στην ακτογραμμή από Αγίους Σαράντα μέχρι Αυλώνα. Εγώ τώρα βρισκόμουν στην πρωτεύουσα της περιοχής. Κι ας μην της φαινόταν.
Διάβασα πως το όνομα σχετιζόταν με το Δερβένι της Κορίνθου. Υπήρχε μια θεωρία ότι στην αρχαιότητα είχαν μεταναστεύσει πληθυσμοί. Εμένα, πάντως, το τοπίο μου θύμισε Μεσσηνία.
Δυόμισι ώρες αργότερα ήμουν στο Δρεπένι. Αυτοκίνητα σπρώχνονταν να περάσουν από τον κεντρικό δρόμο. Τουρίστες στις καφετέριες και στις ταβέρνες. Η παραλία μπροστά γεμάτη κόσμο και ομπρέλες.
Ήταν κυρίως μια γλώσσα γης δίπλα στη θάλασσα. Προς την ενδοχώρα τα κτίρια γρήγορα λιγόστευαν. Έβλεπες μόνο βουνά. Στις πλαγιές εδώ κι εκεί άναρχα μερικές οικοδομές.
Δρεπένι λεγόταν μια ολόκληρη επαρχία με τριάντα χωριά και σαράντα χιλιάδες ανθρώπους. Οι περισσότεροι μιλούσαν ελληνικά. Μια λωρίδα με βουνά στην ακτογραμμή από Αγίους Σαράντα μέχρι Αυλώνα. Εγώ τώρα βρισκόμουν στην πρωτεύουσα της περιοχής. Κι ας μην της φαινόταν.
Διάβασα πως το όνομα σχετιζόταν με το Δερβένι της Κορίνθου. Υπήρχε μια θεωρία ότι στην αρχαιότητα είχαν μεταναστεύσει πληθυσμοί. Εμένα, πάντως, το τοπίο μου θύμισε Μεσσηνία.
Έκατσα σε ένα καφέ. Ο σερβιτόρος μιλούσε αλβανικά, παρήγγειλα στ’ αγγλικά. Συνέχισα να παρατηρώ το μέρος. Προσπαθούσα να καταλάβω αν μου φαινόταν όμορφο ή άσχημο. Είχε κάτι κι από τα δύο. Κυρίως προσπαθούσα να συλλάβω ότι ο Αλέξανδρος είχε γεννηθεί σε έναν τέτοιο τόπο.
Άρχισα να μπαίνω σε μαγαζιά και να λέω «καλημέρα». Επιτέλους, σ’ ένα ψιλικατζίδικο μου απάντησε ένας κύριος γύρω στα πενήντα:
«Γεια σας, καλημέρα».
Ανακουφίστηκα. Ένιωσα αμέσως οικειότητα.
«Γεια σας. Ήρθα από Ελλάδα. Πώς πάνε τα πράγματα;»
«Από Ελλάδα, ε; Καλώς τον. Πώς κι έτσι; Μόνο Αλβανούς βλέπουμε φέτο. Πώς να πάνε, δεν βαριέσαι. Μας βλέπεις».
Επιθεώρησα τον χώρο. Ένας νεαρός υπάλληλος πίσω από τον πάγκο. Ο κύριος του είπε κάτι στα αλβανικά κι εκείνος έφερε μια δεύτερη καρέκλα. Κάθισα.
«Εδώ είναι σκυλία όλοι, αδερφέ» άρχισε ξαφνικά. «Θα μας φάνε, μετρημένες είναι οι μέρες μας. Τώρα που αρχίσανε να μας γκρεμίζουν και τα σπίτια; Καλά είσαι. Τ’ ακούτε στην Ελλάδα, δεν τ’ ακούτε; Θα μας ξεκάνουνε, σ’ το λέγω εγώ. Στην πιάτσα είμαι, τα βλέπω όλα. Θέλουνε να μας σκορπίσουνε και να γεμίσουνε τα χωράφια μας ξενοδοχεία. Αλλά όχι, καλά μας κάνουνε. Τέτοιοι που είμεσα, καλά μας κάνουνε. Άξιοι της μοίρας μας, δεν κάνουμε χωρίο πουθενά. Αντί να είμεσα μονοιασμένοι, κοιτάμε μοναχά πώς να βγάλουμε ο ένας το μάτι του αλλουνού».
Προσπάθησα να χαμογελάσω. Για όνομα του Θεού, ο τύπος μόλις με είχε δει πρώτη φορά.
«Ξέρετε πού μπορώ να βρω κάποιο δωμάτιο;»
«Αμ πώς, δωμάτια σωρό, από δωμάτια άλλο τίποτα εδώ. Δωμάτια, λέει. Να, εδώ δίπλα θα πας, ακριβώς όπως βγαίνεις. Είναι δικός μας, θα σε βολέψει. Από τον Αριστείδη να του πεις».
«Ευχαριστώ πολύ. Και κάτι άλλο θα ήθελα να ρωτήσω. Έναν Ζέφο, Αλέξανδρο Ζέφο, τον ξέρετε;»
«Α, του Παύλου πρέπει να λες, του μακαρίτη. Τούτος έχει να πατήσει εδώ πολλά χρόνια. Τα αδέρφια του έρχονταν καμιά φορά, κείνονε ούτε που θυμάμαι πότε τον είδα. Δεν πατάει κανένας τους τώρα. Πάει, ξοφλήσανε οι Ζεφάδες από το Δρεπένι. Η μάνα του, που λες, είχε έρθει–»
«Ξέρω, ξέρω» τον έκοψα. «Ο Αλέξανδρος σίγουρα δεν έχει έρθει τα τελευταία χρόνια αποδώ;»
«Κοίταξε να δεις, αδερφέ. Εγώ, όπως βλέπεις, στην πιάτσα το έχω το μαγαζί, όλοι αποδώ περάνε θέλουνε δεν θέλουνε. Αλλά τι να σου ειπώ, άιντε άμα θες ρώτα και σε άλλα μαγαζία εδώ, να ιδώ τι θα σου πούνε».
«Τον είχατε γνωρίσει εσείς όμως;»
«Να σου πω, πολιτσμάνος είσαι;» γέλασε. «Όχι, δεν τον ήξερα, τ’ άλλα του αδέρφια που ήταν πιο μεγάλα ήξερα. Τον τάτα του, τη μάνα του, τον παππού του. Ο παππούς του, που λες, είχε ένα πρόβλημα. Είχε φάει μια σφαίρα στο κεφάλι και έζησε παράλυτος. Κι άμα ρωτήσεις εδώ σο χωρίο, θα σου λένε όλοι τα καλύτερα. Ότι ήτανε καλός, ότι ήτανε χρυσός. Και τόσα χρόνια τότες δεν εζύγωνε κανένας το σπίτι των Ζεφάδων επειδή σκιαζόντουσαν. Τέτοιοι ανθρώποι είναι εδώ, αδερφέ. Σου βγάνουνε το μάτι για ένα κομμάτι ψωμί. Οι δικοί σου, όχι οι ξένοι! Σε φουλάνε αμπροσά και σε κεράνε, και μόλις γυρίσεις την πλάτη αρχινάνε να σου σκάβουνε τον λάκκο. Σκυλία ανθρώποι, να ακούς εδώ τι σου–»
«Εντάξει, εντάξει, σας ευχαριστώ». Αν δεν τον σταματούσα, θα συνέχιζε για πάντα. «Φίλος του από το πανεπιστήμιο είμαι. Ξέρετε πώς μπορώ να πάω στο πατρικό του;»
«Πώς δεν ξέρω, αδερφέ. Να μην ξέρω, λέει. Ένα χωρίο είμεσα. Όλοι τους ξέρουμε όλους εδώ. Ψηλά είναι, πάνω. Για έλα να σου δείξω εγώ πώς θα πας. Δες εδώ, θ’ ανέβεις με το αμάξι τούτον τον δρόμο, έχει ανηφόρα μπόλικη, και μόλις δεις ένα βενζινάδικο, έχει έναν χωματόδρομο δεξιά. Αποκεί θα πας. Θ’ ανέβεις, θ’ ανέβεις και θα ιδείς το σπίτι».
Τον ευχαρίστησα και πάλι. Πήγα στο δωμάτιο που μου υπέδειξε. Ο ιδιοκτήτης μιλούσε ελληνικά, αλλά δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Ευτυχώς.
Μέσα μόνο ένα κρεβάτι και κομοδίνο, αλλά στοίχιζε πενήντα ευρώ η βραδιά. Έκανα ένα κρύο ντους και ξάπλωσα. Τα σεντόνια έτριζαν. Άκουγα τουλάχιστον τη θάλασσα.
Κοιμήθηκα μισή ώρα. Έφτασε για να ξεκουραστώ. Πήρα έναν καφέ και μπήκα στο αυτοκίνητο. Η κίνηση ακόμη μπόλικη.
Ανέβηκα τον δρόμο μέχρι το βενζινάδικο. Έστριψα δεξιά και μπήκα σ’ έναν μεγάλο χωματόδρομο. Το αυτοκίνητο τρανταζόταν. Κάποια στιγμή μια πέτρα βρήκε το σασί. Τα δόντια μου έτριξαν.
Άφηνα την πόλη πίσω μου. Τα σπίτια αραίωναν μπροστά μου. Μόνο βουνά, πουρνάρια και ελιές. Οι πέτρες στον δρόμο όλο και μεγάλωναν. Άφησα το αμάξι στην άκρη και συνέχισα με τα πόδια.
Ίδρωσα γρήγορα. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, κόκκινος. Κάθισα να ξεκουραστώ σ’ ένα μικρό γεφύρι. Έβγαλα από την τσάντα ένα μπουκαλάκι νερό με ανθρακικό. Ήταν δυνατό. Μου άρεσε όπως έγδερνε τον λαιμό μου μες στη ζέστη.
Συνέχισα την ανάβαση. Μετά από μια απότομη στροφή εμφανίστηκε μπροστά μου ένας λόφος. Δεν φαινόταν όλη αυτή την ώρα, λες και τον έκρυβε το βουνό.
Ήταν γεμάτος ελιές, οι μισές ξεραμένες. Το χορτάρι μέχρι τα φύλλα. Ένα διώροφο σπίτι υψωνόταν στο κέντρο, με τα μισά κεραμίδια στο χώμα και τους τοίχους ραγισμένους. Η τσιμεντένια αυλή μπροστά του γεμάτη πρασινάδες. Μια μεγάλη συκιά στα δεξιά του μαραμένη.
Πέρασα μέσα από τα δέντρα κι έφτασα στην άκρη. Η θέα ήταν εκθαμβωτική. Πράσινο μέχρι εκεί που έφταναν τα σπίτια και άρχιζε η θάλασσα. Ο κόλπος είχε ένα γαλάζιο πιο βαθύ απ’ της Ελλάδας. Απέναντι διαγραφόταν αχνά η Κέρκυρα.
Κάθισα στο χώμα και σκούπισα το μέτωπο. Ο ιδρώτας τσιτσίρισε στο χώμα. Τα πόδια μου έκαιγαν. Καιρό είχα να βρεθώ κάπου με τόση ησυχία.
Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είδα την Κωνσταντίνα, στο γραφείο, πίσω από μια θεόρατη ντάνα χαρτιών, βαριεστημένη αλλά όμορφη. Θυμήθηκα τη μέρα του γάμου μας, που τσακωνόμασταν επειδή επέμενα να μη μαζέψει τα μαλλιά της. Θυμήθηκα τα αίματα στον πέμπτο μήνα και την υπόσχεση ότι θα ξαναπροσπαθήσουμε.
Θυμήθηκα την τελευταία φορά που είδα τον Αλέξανδρο. Είχε έρθει στο σπίτι μου για φαγητό. Του το είχα προτείνει αρκετές φορές μέχρι τότε, αλλά δεν δεχόταν. Οι γονείς μου επέμεναν να τον γνωρίσουν. Τον συμπαθούσαν. Τον θαύμαζαν, όπως άλλωστε κι εγώ.
Τους μιλούσα συνέχεια γι’ αυτόν. Ήξεραν για τα χρόνια που πέρασε αόρατος, μες στην απόγνωση. Για τα βράδια που τριγυρνούσε μόνος του στα ψυχιατρεία. Ήξεραν για τον αγώνα που είχε δώσει, για το πείσμα του. Για όσα είχε καταφέρει.
Χάρηκαν έτσι πολύ που τον είδαν. Η μητέρα μου είχε ετοιμάσει πολλά νόστιμα φαγητά. Ο πατέρας μου είχε διαλέξει το κρασί. Εκείνος ήρθε αγχωμένος, αλλά στην πορεία λύθηκε.
Έτρωγε με όρεξη. Συζητούσε μαζί τους για λογοτεχνία και σινεμά. Αυτοί τον ρωτούσαν αν έγραφε κάτι εκείνον τον καιρό. Αν μπορούσε ν’ απολαύσει το σινεμά του Ντράγερ, παρόλο που δεν πίστευε στον Θεό.
Έτρωγε με όρεξη. Συζητούσε μαζί τους για λογοτεχνία και σινεμά. Αυτοί τον ρωτούσαν αν έγραφε κάτι εκείνον τον καιρό. Αν μπορούσε ν’ απολαύσει το σινεμά του Ντράγερ, παρόλο που δεν πίστευε στον Θεό.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου του έδειξε και την ταινιοθήκη του, μια σπουδαία συλλογή δεκαετιών. Μετά καθίσαμε στο σαλόνι και συνεχίσαμε την κουβέντα με ένα γλυκό κρασί. Συζητούσαν πιο πολύ εκείνοι μεταξύ τους. Εγώ παρακολουθούσα ή έφερνα κρασί όταν τέλειωνε.
Όταν χαιρετηθήκαμε, φαινόταν ευδιάθετος. Χάρηκα κι εγώ πολύ που είχε περάσει καλά. Δεν τον είχα ξαναδεί τόσο καλόκεφο. Την επομένη περίμενα να με πάρει τηλέφωνο για να μου πει εντυπώσεις. Περνούσαν οι μέρες και δεν το έκανε.
Ρώτησα τους γονείς μου αν είχαν προσέξει τίποτα περίεργο στο δείπνο. Επέμεναν πως όλα είχαν πάει θαυμάσια. Ο πατέρας μου δεν σταματούσε να μιλάει για κείνον. Του είχαν κάνει εντύπωση τα ελληνικά του. Ιδίως ο τρόπος που μιλούσε όταν η κουβέντα πήγαινε στο γράψιμο. Ζωντάνευε, έπαιρναν φωτιά τα μάτια του, είπε.
Σηκώθηκα. Τίναξα το παντελόνι από τα πετραδάκια. Έκοψα ένα φύλλο από μια ελιά. Τώρα έπιανα κι άλλες μυρωδιές. Υπήρχε θυμάρι. Ρίγανη. Σκίνος.
Πέρασα ξανά από τις ελιές. Στάθηκα για λίγο κι έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι. Για μια στιγμή μου φάνηκε γεμάτο κόσμο. Για μια στιγμή είδα όλους τους ανθρώπους που το είχαν κατοικήσει. Για μια στιγμή το σώμα μου ένιωσε όλο τον πόνο που είχε στεγάσει.
Ακόμη δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη. Ακόμη δεν ξέρω γιατί δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο ο Αλέξανδρος. Ακόμη δεν ξέρω γιατί δεν τον πήρα ποτέ ούτε εγώ. Ευχήθηκα να το έκανα επειδή τον εμπιστευόμουν. Επειδή σεβόμουν την επιλογή του και πίστευα πως ήξερε τι έκανε.
Ευχήθηκα, κυρίως, ο Αλέξανδρος να ήταν ακόμη ζωντανός. Να διάβαζε, να έβλεπε ταινίες, να έγραφε, να αγαπούσε. Να μην τον είχε κερδίσει η τρέλα. Να μην είχε ενδώσει στο σκοτάδι.
Ξεκίνησα να περπατάω. Όταν έφτασα στην πύλη, έφερα το φύλλο της ελιάς στα χείλη μου. Προσπάθησα να παίξω μια μελωδία. Δεν τα κατάφερα.
Το βράδυ είχα γυρίσει σπίτι. Η Κωνσταντίνα μού άνοιξε και ρίχτηκε στην αγκαλιά μου. Με το κεφάλι μου στον ώμο της, κοίταξα το στρωμένο τραπέζι με το μπορντό τραπεζομάντιλο. Τους σιέλ τοίχους και το φωτιστικό που κρεμόταν στο ταβάνι. Μύρισα τα μαλλιά της. Τα είχε μόλις λούσει.
«Αγάπη μου, μου έλειψες πολύ. Συγγνώμη που δεν σου απαντούσα στα μηνύματα και δεν σήκωνα το τηλέφωνο. Συγγνώμη για τα νεύρα μου. Δεν ξέρω τι με πιάνει κάθε τόσο. Είμαι μια ηλίθια, όλο τέτοια κάνω, είμαι–»
«Σσσ. Μη μιλάς» της είπα. «Μη μιλάς».
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» από τις εκδόσεις Πολύτροπον (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα «Η Λάσπη» (υποψήφιο για το Athens Prize of Literature 2015) και τη συλλογή διηγημάτων «Τραμπάλα», από τις εκδόσεις Μελάνι.