
Προδημοσίευση αποσπάσματος από την επιστολική νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου & της Ελένης Κοφτερού «Άρης», η οποία θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[Ένας ερευνητής στον Άρη επικοινωνεί με τη σύντροφό του στη Γη· τα μηνύματά τους είναι ύμνος στη ζωή και συνάμα βύθιση στη μοναξιά, καθώς εκείνος συντρίβεται από τη σιωπή και την ερημιά του πλανήτη, ενώ αυτή νιώθει να τον χάνει. Η δική του φωνή (του πεζογράφου Μιχάλη Μακρόπουλου) και η δική της (της ποιήτριας Ελένης Κοφτερού) συνομιλούν και ἀλληλοσυμπληρώνονται σ᾽ ένα ξεχωριστό αφήγημα, ποιητικό και στοχαστικό].
Μοῦ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ προσέξω ὅ,τι δυσκολεύομαι ὁλοένα καὶ περισσότερο νὰ ἀναγνωρίσω. Τώρα πλέον κοιμᾶμαι μέσα σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ὑδροπονικά μας θερμοκήπια. Αὐτὰ τὰ πράσινα φυλλαράκια, ποὺ μᾶς δίνουν τὸν ἀέρα μας, τὸ νερό μας, τὴν τροφή μας, εἶναι ἐδῶ ἡ μόνη ἄλλη ζωή. Ὁ Ἰβὰν ἔχει γίνει πιὰ ἕνα μὲ τὰ ἐδάφη καὶ τὰ πετρώματα τοῦ Ἄρη, ποὺ μὲ τόση προσοχὴ ἀναλύει.
Τὸν ἀποφεύγω, ἀλλὰ μὲ βρῆκε τὸ πρωὶ γιὰ νὰ μοῦ πεῖ κάτι ποὺ θεωροῦσε πολὺ σημαντικό. Μοῦ εἶπε πὼς οἱ ἀναμνήσεις, ὅ,τι μᾶς κρατᾶ δεμένους μὲ τὴ Γῆ, εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀποστολή μας ἐδῶ στὸν Ἄρη. Μοῦ ζήτησε νὰ πάψω νὰ ἐπικοινωνῶ μαζί σου καὶ νὰ σβήσω κάθε φωτογραφία σου καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο μοῦ θυμίζει τὴ ζωή μου ἐκεῖ. Ὅ,τι φωτογραφίες ἔχω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, τὸν κῆπο μας· ὅ,τι στιγμιότυπα ἔχω φυλαγμένα ἀπὸ ταξίδια, ἐκδρομές, γιορτές. Τοῦ ἀπάντησα πώς, ἀπεναντίας, ἡ μοναδική μας ἐλπίδα στὸν Ἄρη εἶναι αὐτὰ ποὺ θυμόμαστε. Εἶναι ὅ,τι δίνει γιὰ μᾶς νόημα στὸν ἔρημο πλανήτη, ποὺ ἀπὸ μόνος του δὲν εἶχε ποτὲ νόημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο οὔτε καὶ πρόκειται ποτὲ ν’ ἀποκτήσει. Τοῦ ἐξήγησα ὑπομονετικὰ ὅτι χωρὶς τὸ παρελθόν μας στὴ Γῆ θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι. Ὅτι θὰ παύαμε τότε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ δὲ θὰ ἤμασταν τίποτα. Τὸν παρακίνησα ὕστερα νὰ μοῦ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἤξερα τίποτα γιὰ τὸ παρελθόν του, γιὰ τὴ ζωή του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολή. Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, τὸν τόπο του, τοὺς φίλους του. Ἁπλῶς μὲ ἄκουγε καὶ περίμενε νὰ τελειώσω, κοιτώντας με μὲ τὶς νεκρὲς ἐρήμους τῶν ματιῶν του. Ἀφοῦ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ πῶ, ἐπέμεινε πὼς γιὰ νὰ καταλάβω τὸν Ἄρη ἔπρεπε νὰ διαγράψω τὴ Γῆ, εἰδάλλως θὰ ἤμουν ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν ἀποστολή. Εἶπε μάλιστα πὼς οἱ ἀναλύσεις μου ἦταν λανθασμένες καὶ πὼς ἔστελνα ψευδῆ στοιχεῖα, ἴσως χωρὶς κὰν νὰ τὸ καταλαβαίνω, ἐπειδὴ οἱ ἀναμνήσεις μου ἀλλοίωναν τὶς μετρήσεις καὶ τοὺς ὑπολογισμούς μου. Πιστεύει πὼς ὅ,τι θυμᾶμαι παρεμβαίνει σὰν ἀστάθμητος παράγοντας στὸ ἐπιστημονικό μου ἔργο ἐδῶ, πὼς εἶναι μιὰ ρευστὴ παράμετρος σὲ δεδομένα πού, ἀλλιῶς, θὰ ἦταν σαφῆ. Ἡ συζήτηση ἦταν ἀδιέξοδη, λὲς κι ὁ καθένας μιλοῦσε σὲ μιὰ γλώσσα ἀκατανόητη γιὰ τὸν ἄλλο. Ἔτσι ἦταν, πράγματι. Ἐκεῖνος μοῦ μίλαγε σὲ μιὰ γλώσσα χωρὶς παρελθόν, στὴν ἀπάνθρωπη γλώσσα τοῦ νεκροῦ πλανήτη. Ἐγὼ τοῦ μιλοῦσα μόνο μὲ λέξεις ποὺ περιέγραφαν πράγματα χαμένα πλέον γιὰ μᾶς ἐδῶ. Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε;
Ἦταν σὰν συζήτηση ἀνάμεσα σὲ δύο ἀνύπαρκτους. Αὐτὸς ἀνύπαρκτος, γιατὶ δὲν εἶναι πιὰ ἄνθρωπος. Ἐγὼ ἀνύπαρκτος, γιατὶ δὲν ὑπάρχω ἂν δὲν μπορῶ νὰ ὑπάρξω μέσα ἀπὸ σένα.
Δὲν ἤξερα τίποτα γιὰ τὸ παρελθόν του, γιὰ τὴ ζωή του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολή. Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, τὸν τόπο του, τοὺς φίλους του. Ἁπλῶς μὲ ἄκουγε καὶ περίμενε νὰ τελειώσω, κοιτώντας με μὲ τὶς νεκρὲς ἐρήμους τῶν ματιῶν του. Ἀφοῦ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ πῶ, ἐπέμεινε πὼς γιὰ νὰ καταλάβω τὸν Ἄρη ἔπρεπε νὰ διαγράψω τὴ Γῆ, εἰδάλλως θὰ ἤμουν ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν ἀποστολή.
Εἶχα βγεῖ ἔξω· αὐτὸς ἔμεινε στὸ θόλο. Ἔχει καταφέρει νὰ ὑπάρχει ὁ πλανήτης ἐξίσου μέσα στὸ θόλο κι ἔξω. Προχωρώντας στὴν κοιλάδα πρὸς τὰ βουνά, γύρισα κάποια στιγμὴ καὶ κοίταξα πίσω. Ὁ θόλος φαινόταν μικρὸς στὸ βάθος, ὅμως μοῦ φάνηκε πὼς τὸν εἶδα θαμπὸ μέσα, μιὰ μακρινὴ φιγούρα, νὰ μὲ κοιτᾶ. Πῶς νὰ περιγράψω αὐτὴ τὴν ἀπέραντη ἔρημο, ὁλόιδια κάθε μέρα, ἴδια παντοῦ, ὅπου κι ἂν στρέψω τὸ βλέμμα; Ὁ Ἄρης μὲ ἐκμηδενίζει. Τὸ μόνο ποὺ μὲ καταπραΰνει εἶναι ὁ ἦχος τῆς ἀνάσας μου. Κάθε πέτρα ποὺ συλλέγω γι’ ἀνάλυση εἶναι ἕνας μικρὸς Ἄρης, ἕνα νεκρὸ πράγμα στὸ χέρι μου. Τί νόημα ἔχει νὰ ἀναλύεις κάτι πού ’ναι νεκρό; Ὅπως τὴν κρατῶ, μοῦ φαίνεται πὼς ἡ ἀπονέκρωση θὰ περάσει ἀπ’ αὐτὴν στὸ χέρι μου καὶ σὲ ὅλο μου τὸ σῶμα. Ὅ,τι ἔχει συμβεῖ στὸν Ἰβάν. Ὕστερα τὰ μάτια μου θὰ εἶναι χωρὶς βλέμμα καὶ τὸ πρόσωπό μου χωρὶς ἔκφραση. Οἱ λέξεις μου θὰ εἶναι χωρὶς μνήμη καὶ δὲ θὰ μπορῶ νὰ σοῦ γράψω.
Ὅταν γύρισα, ὅλα μου τὰ ἀρχεῖα μὲ φωτογραφίες εἶχαν σβηστεῖ. Ξέρω πὼς αὐτὸς τὸ ἔκανε, ἀλλὰ δὲν τοῦ ζήτησα τὸ λόγο. Δὲν εἶχε νόημα. Στεῖλε μου μιὰ φωτογραφία σου.
❂ ❂ ❂
Ἀγαπημένε μου,
Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σπάσει καὶ τὰ δάκρυα θαμπώνουν τὰ μάτια μου. Ὅμως ξέρω καλὰ πώς, ἂν ἀφεθῶ στὴ λύπη μου, θὰ διαλυθοῦμε καὶ οἱ δύο. Δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω πὼς σὲ στείλανε στὸν Ἄρη μὲ ἕναν στυγνὸ ἐπιστήμονα ποὺ θέλει, χωρὶς κανένα δισταγμό, νὰ διαγράψει τὴ μνήμη σου, λὲς καὶ σκηνοθετεῖ κάποια κακόγουστη ταινία ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Εἶμαι πολὺ θυμωμένη· προσπάθησα νὰ ἐπικοινωνήσω μὲ τοὺς ἀνωτέρους σου στὸν διαστημικὸ σταθμό, ἀλλὰ δὲν ἀπάντησαν στὰ τηλεφωνήματά μου καί, ὅπως ξέρεις, ἀπαγορεύεται νὰ πλησιάσει κανεὶς ἐκεῖ.
Ἴσως ὁ στόχος τους εἶναι νὰ μελετήσουν ἐσένα καὶ τὴν ψυχική σου ἀντοχή, τὶς ἀντιδράσεις σου καὶ ὄχι τὰ νεκρὰ πετρώματα τοῦ Ἄρη. Ἴσως εἶναι ἕνα πείραμα ἐπιβολῆς τῆς λήθης. Δὲν ξέρω ἂν ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἰβὰν ὀφείλεται στὸν πλανήτη ἢ ἂν ἦταν ἀπὸ πρὶν σχεδιασμένο. Μ’ ἔχει κατακλύσει ἡ ὀργή, ἀλλά, ὅσο κι ἂν πονάω, δὲ θὰ σταματήσω νὰ σοῦ γράφω. Θὰ μείνω ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ μιλῶ μὲ τὰ πλῆκτρα γιὰ ὅσο χρειαστεῖ. Πρέπει νὰ διαφυλάξεις κάθε ἰκμάδα ψυχικῆς δύναμης καὶ νὰ μὴν ὑπακούσεις στὶς ἐντολὲς τοῦ Ἰβάν.
Συνεχίζω μετὰ ἀπὸ τρεῖς ὧρες τὸ μήνυμά μου – μιὰ βίαιη παρόρμηση μὲ ὁδήγησε στὴ θάλασσα. Θέλω νὰ κρατήσεις σὰν φυλαχτὸ τὶς λέξεις ποὺ σοῦ φέρνω ἀπὸ κεῖ, κι ἂν χρειαστεῖ, νὰ τὶς ἀποστηθίσεις, γιατὶ μπορεῖ ὁ Ἰβὰν νὰ σβήσει καὶ τὰ μηνύματά μου.
Σήμερα ἡ θάλασσα ἦταν ταραγμένη, ἡ ἀπεραντοσύνη της δὲ χάριζε καμία παρηγοριά. Ἕνα ἐπίμονο κύμα μαρτυροῦσε τὴν ἀδηφάγα μανία της, λὲς κι ἕνα ἀόρατο γιγάντιο χέρι τίναζε ἐμμονικὰ τὸ νερένιο κάλυμμά της. Τὰ ψάρια, τὰ κοράλλια, τὰ ναυάγια ποὺ κρύβονται στὰ σπλάχνα της μέσα στοὺς αἰῶνες μοῦ ἀποκαλύφθηκαν μ’ ἕναν παράξενο τρόπο καθὼς καθόμουν ἀκίνητη καὶ ἀτένιζα τὸν ὁρίζοντα. Λὲς καὶ ἀναταράχτηκε ὁ βυθὸς κι ἦρθαν στὸ φῶς τὰ ναυάγια καὶ οἱ πνιγμένοι, τὰ φωσφορίζοντα δάση τοῦ βυθοῦ κουβαλώντας τὸν αἰώνιο φόβο τῶν μικρῶν ψαριῶν. Μεμιὰς ὅμως ἐξανεμίστηκε ὁ φόβος τους καθὼς ἔβλεπαν καὶ τὰ μεγάλα ψάρια ν’ ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια μὲ τὴ δική τους μοίρα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπ’ τὸν σπαρταριστὸ πνιγμό τους στὸν ἀτμοσφαιρικὸ ἀέρα. Προϊστορικὰ θαλάσσια κήτη σήκωσαν γιὰ λίγο τὴν τεράστια μουσούδα τους πρὸς τὸν οὐρανό, κι ἀφοῦ τεντώθηκαν, πέταξαν σὰν ζῶα μυθικά.
Σοῦ στέλνω τὴ φωτογραφία ποὺ μοῦ εἶχες τραβήξει στὴ βεράντα ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγευμα, τότε ποὺ δὲν εἴχαμε συνειδητοποιήσει πόσο τυχεροὶ ἤμαστε. Μὴν ὑποταχτεῖς στὴ λήθη, ἀγάπη μου, καὶ στὴν ἀπάθειά της. Δὲν πρέπει γιὰ κανένα λόγο νὰ ξεχάσεις, δὲν πρέπει νὰ ἀφήσεις τὴ μνήμη σου νὰ σκοτεινιάσει. Μὴ σταματήσεις νὰ μοῦ γράφεις.
Ἐκεῖ στὴν ἀκτή, στὸ πεζουλάκι ὅπου καθόμαστε κάποτε μαζί, ἔμεινα κοκαλωμένη σχεδὸν γιὰ δύο ὧρες. Στὶς χρωματιστές της πέτρες ἀντίρροπες δυνάμεις πάλευαν μὲ τὰ ἀφρίζοντα στόματα τῶν κυμάτων. Πόλη χωρὶς θάλασσα εἶναι σὰν νὰ βρίσκεται σὲ πολιορκία. Θυμᾶσαι ποὺ τὸ λέγαμε; Σήμερα μὲ πολιόρκησε κάτι ἄρρητο καὶ ἀνεξιχνίαστο μέσα ἀπ’ τὴ σκοτεινὴ κοιλιὰ τῆς θάλασσας.
Κι ἔπειτα ὅλα ἡσύχασαν. Μόνο τότε εἶδα τὰ ζευγάρια ποὺ περπατοῦσαν ἀνέμελα καὶ ζήλεψα. Εἶδα παιδιὰ ποὺ ἔπαιζαν καὶ ἀναθάρρησα. Εἶδα τοὺς γλάρους ποὺ βουτοῦσαν γιὰ τροφὴ κι ἔνιωσα νὰ μὲ βαραίνει ἀναπότρεπτη ἡ μοναξιά. Ἡ Γῆ εἶναι γιὰ μένα πιὰ ἕνας πλανήτης ποὺ ἐκτελεῖ τὴν τροχιὰ τῆς ἀπουσίας σου.
Σοῦ στέλνω τὴ φωτογραφία ποὺ μοῦ εἶχες τραβήξει στὴ βεράντα ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγευμα, τότε ποὺ δὲν εἴχαμε συνειδητοποιήσει πόσο τυχεροὶ ἤμαστε. Μὴν ὑποταχτεῖς στὴ λήθη, ἀγάπη μου, καὶ στὴν ἀπάθειά της. Δὲν πρέπει γιὰ κανένα λόγο νὰ ξεχάσεις, δὲν πρέπει νὰ ἀφήσεις τὴ μνήμη σου νὰ σκοτεινιάσει. Μὴ σταματήσεις νὰ μοῦ γράφεις.
❂ ❂ ❂
Ἀγαπημένη μου Ἑλένη,
Παρερμήνευσες ὅσα σοῦ γράφω, ἀλλὰ πῶς θὰ μποροῦσες νὰ κάνεις κι ἀλλιῶς; Τώρα, ἐκ τῶν ὑστέρων, μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Ἰβάν. Δὲν ἦταν ἕνας στυγνὸς ἐπιστήμονας, ὄχι. Ἐξαρχῆς ἦταν ὁ πιὸ εὐαίσθητος ἀπὸ τοὺς τρεῖς μας. Εὐαίσθητος ἀπέναντι στὸν νεκρὸ Ἄρη, στὴν «ἀκαταπράυντη» ἔρημο ποὺ μᾶς περιβάλλει. Χάρη σὲ τούτη τὴν εὐαισθησία, ἀντὶ ν’ ἀντιπαλέψει τὸν πλανήτη, ἀφέθηκε στὴν ἐπιρροή του. Ὁ Πιὲρ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποβάλει ποτὲ τοὺς προϊδεασμούς του· παρέμεινε πεισματικὰ προσκολλημένος στὴ Γῆ. Ἦταν ἀπ’ τὴν ἀρχή, καὶ παρέμεινε ὣς τὸ τέλος, ἐκεῖνος ὁ ἐξερευνητὴς ποὺ φτάνει μέχρι τὶς ἐσχατιὲς τοῦ πιὸ ἄγνωστου τόπου γιὰ νὰ τὸν ἀλλάξει σὲ ὅ,τι τοῦ εἶναι ἤδη γνωστὸ κι ὄχι γιὰ ν’ ἀλλάξει ὁ ἴδιος σὲ κάτι ποὺ ἕως τότε τοῦ ἦταν ἄγνωστο. Εἶδε τὸ θόλο μας ἐδῶ ὡς ἄλλη μιὰ ἀνθρώπινη ἀποικία, θεώρησε τὶς συνθῆκες στὸν Ἄρη ἀντίξοες καὶ πάλεψε νὰ διατηρήσει, σὲ πεῖσμα τους, τὸ κέφι του. Ἐξακολούθησε νὰ σκέφτεται μὲ γήινα κι ἀνθρώπινα δεδομένα, ἐκεῖ ὅπου τίποτε ἀνθρώπινο καὶ γήινο δὲν εἶχε θέση. Ἐνῶ ὁ Ἰβὰν ἄρχισε μεμιὰς νὰ δονεῖται σὰν ὑπερευαίσθητη χορδὴ στὸν παλμὸ τοῦ ἔρημου πλανήτη. Μὰ δὲν ἔχει σημασία πλέον.
Ὁ Ἰβὰν ἔφυγε, ὄχι γιὰ νὰ χαθεῖ στὸν πλανήτη, ὅπως ὁ Πιέρ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μ’ αὐτόν. Δὲν ἔχει νόημα νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸν ἀναζητήσω – μπορεῖ νά ’ναι ὁπουδήποτε, ἂν καὶ τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι, ἔχοντας γίνει ἕνα μὲ τὸν Ἄρη, νά ’ναι παντοῦ. Μέρος κι ὁ ἴδιος πιὰ τῆς καθεμιᾶς πέτρας, τοῦ κάθε μορίου ἐδάφους, ἀφοῦ εἶχε ἤδη μετατραπεῖ σὲ ὀργανικὸ ὑπόλειμμα ἀρχαίας ζωῆς. Δὲν ἦταν στυγνὸς ἐπιστήμονας· ἦταν ἄριστος ἐπιστήμονας, ἔχοντας προσαρμόσει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνει ἕνα τέλειο ὄργανο ἀνάλυσης. Ἂν γυρνοῦσε τώρα, θὰ ἦταν ἀρκετὸς ἀπὸ μόνος του γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν πλανήτη χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ συλλέξουμε ἄλλο δεῖγμα πετρώματος ἢ ἐδάφους. Ὅμως δὲν πρόκειται νὰ γυρίσει.
Δὲν κοιμᾶμαι πιὰ στὸ ὑδροπονικὸ θερμοκήπιο. Ὁ Ἄρης διαφθείρει τὰ πάντα, τὰ νεκρώνει. Τὰ φυλλαράκια ποὺ μοῦ δίνουν ζωὴ μοῦ φαίνονται φριχτὲς ἀπομιμήσεις τῶν φύλλων τοῦ βασιλικοῦ, τῆς ἀρμπαρόριζας, τῆς λεβάντας στὰ γλαστράκια μας· μιὰ παρωδία φυτικῆς ζωῆς μολυσμένη ἀπὸ τὸν πλανήτη.
Κάποια στιγμὴ προσπάθησα νὰ παίξω σκάκι μὲ τὸν ἑαυτό μου, ὅμως οἱ ἀξιωματικοί, τὰ ἄλογα, οἱ πύργοι κι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πιόνια μοῦ φάνηκαν τρομακτικὰ σὰν μικρὰ εἴδωλα μιᾶς τερατώδους θρησκείας. Ἀναρωτήθηκα γιατί θά ’πρεπε τὸ ἄλογο νὰ προχωρᾶ μὲ Γ, ὁ ἀξιωματικὸς διαγώνια, ὁ πύργος σὲ εὐθεία. Ποιᾶς παράλογης τελετουργίας ἦταν τὰ βήματα ποὺ ὁρίζονταν ἀπ’ αὐτὲς τὶς κινήσεις.
Βλέπω μόνο ἕνα ὄνειρο πλέον: τὸ σπίτι μας στὸ μέσον τοῦ ἔρημου πλανήτη. Μιὰ παράλογη εἰκόνα, γιατὶ τὰ λουλούδια ἀνθίζουν στὸν κῆπο, τὰ πουλιὰ κελαηδοῦν στὰ κλαριά, οἱ γάτες, ἀνάσκελα, τεντώνουν τὸ πίσω πόδι καὶ γλείφονται· κι ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα δὲν ὑπάρχει ἀτμόσφαιρα, μόνο ἄγονες κοιλάδες κι ἄγονα βουνά. Μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη, πᾶς ν’ ἀνοίξεις τὴν αὐλόπορτα καὶ σοῦ λέω ὄχι, μὴν τὴν ἀνοίγεις, μὴ βγαίνεις ἔξω. Ἐσὺ ὅμως ἔχεις στρέψει ἤδη τὴν πετούγια κι ἔχεις κάνει ἕνα βῆμα· ὅταν μ’ ἀκοῦς, γυρνᾶς καὶ δὲν ἔχεις πρόσωπο. Στὴ θέση τῶν χαρακτηριστικῶν σου ὑπάρχει ἕνα κενό. Ξυπνάω τότε, πετιέμαι καὶ τρέχω νὰ δῶ τὴ φωτογραφία σου γιὰ νὰ γεμίσω τὸ ἀβάσταχτο κενὸ μὲ τὰ μάτια σου, μὲ τὸ χαμόγελό σου.
❂ ❂ ❂
Θεέ μου, ἔμεινες μόνος σου σ’ ἕναν πλανήτη ἔρημο. Πονάω παντοῦ ὅταν σκέφτομαι ὅτι εἶσαι ὁλομόναχος. Γιατί ἔφυγε κι ὁ Ἰβάν; Γιατί σὲ ἄφησε μόνο σου; Δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ δική σου θεωρία, ἀγάπη μου. Φοβᾶμαι πὼς κάτι ἄλλο συμβαίνει. Ἄχ, τί σοῦ γράφω, τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει τώρα ἡ δική μου καχυποψία. Σκέφτομαι μὲ γήινα κριτήρια, θὰ μοῦ πεῖς πάλι καὶ θὰ ἔχεις δίκιο, μὰ κάτι ξέρω κι ἐγὼ ἀπὸ ἐρημιά. Μιὰ ἀόρατη φυλακὴ μὲ περικλείει, κι ἂς βλέπω τὸν κῆπο μας, τὶς γάτες μας, τὸ σπίτι μας. Ἔχω ἕνα προαίσθημα πὼς πέρα ἀπ’ τὸ φράχτη μας θὰ γίνει πραγματικότητα ὁ ἐφιάλτης σου. Τὸ πρόσωπό μου θὰ χαθεῖ καὶ θὰ ἀπομείνω χωρὶς μάτια, δίχως στόμα καὶ μιλιά, θύμα μιᾶς ὕπουλης πολιορκίας. Ἔτσι αἰσθάνομαι, ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ σὲ βοηθήσω. Ἡ ἀπουσία σου δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴν πιὸ ἀκραία θλίψη. Τὸ πένθος. Νιώθω ὅτι χάνω τὸν ἑαυτό μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσω αὐτό.
Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νὰ γυρίσεις πίσω. Σὲ παρακαλῶ, ἀγάπη μου, μίλα μὲ τοὺς ὑπεύθυνους στὸ σταθμὸ καὶ ζήτα τους νὰ ἐπιστρέψεις στὴ Γῆ. Σὲ παρακαλῶ, γύρνα στὸ σπίτι μας. Μέχρι τότε μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν προσπάθεια νὰ παίζεις σκάκι, ἔστω καὶ μόνος σου. Μὴν ἀφήσεις τὸν ὠκεανὸ τοῦ κενοῦ νὰ σὲ πνίξει.
Μεσολάβησαν κάποιες ὧρες ἀπ’ αὐτὰ ποὺ σοῦ ἔγραψα πρὶν καὶ βιάζομαι νὰ σοῦ περιγράψω τί συνέβη στὸ μεταξύ. Παρὰ τὸ ὑπνωτικό, δὲν μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ. Ἄσκοπα περιπλανιόμουν στὰ δωμάτια, ὥσπου βρέθηκα στὴν πίσω αὐλή. Ξάπλωσα στὸ χῶμα, ὅπως κάναμε παιδιὰ στὸ χωριὸ τοῦ μπαμπᾶ γιὰ ν’ ἀκούσουμε τὸ τρένο ποὺ θὰ περνοῦσε. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἄκουγα τίποτα.
Συγκεντρώθηκα στὴν ἀνυπαρξία ἤχων, στὴ ζοφερὴ ἡσυχία ποὺ βρίσκει κανεὶς μόνο ὅταν κλείσει τὸ καπάκι ἑνὸς πηγαδιοῦ ἢ ἑνὸς θόλου ποὺ βρίσκεται σ’ ἕναν ἔρημο πλανήτη. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου μόλις ἄκουσα τὸ κελάηδισμα τῶν σπουργιτιῶν καὶ δὲν ἤξερα ἂν κοιμόμουν ἢ εἶχα χάσει τὶς αἰσθήσεις μου. Δὲν ξέρω ἂν ἀλλάξανε ρόλο τὰ σπουργίτια μὲ τὰ τρωκτικὰ τῆς γῆς. Τὸ κελάηδισμα γρήγορα ἔγινε βαθύ, ὑπόκωφο μουγκρητό, λὲς καὶ χιλιάδες ὑπόγεια πλάσματα ἔσκαβαν, ἔκοβαν, μασουλοῦσαν πρὶν ξανακρυφτοῦν στὰ λαγούμια τους.
Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νὰ γυρίσεις πίσω. Σὲ παρακαλῶ, ἀγάπη μου, μίλα μὲ τοὺς ὑπεύθυνους στὸ σταθμὸ καὶ ζήτα τους νὰ ἐπιστρέψεις στὴ Γῆ. Σὲ παρακαλῶ, γύρνα στὸ σπίτι μας. Μέχρι τότε μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν προσπάθεια νὰ παίζεις σκάκι, ἔστω καὶ μόνος σου. Μὴν ἀφήσεις τὸν ὠκεανὸ τοῦ κενοῦ νὰ σὲ πνίξει.
Κι ὕστερα, ἴσα ποὺ πρόλαβα δυὸ ἥσυχες ἀνάσες, καθὼς ἕνας πιὸ ἀπόμακρος κυματιστὸς βόμβος ἀκουγόταν ὅλο καὶ πιὸ δυνατά. Συντονισμένο, ὑπακούοντας στὸ τελευταῖο παράγγελμα, ἀκούστηκε τὸ πεινασμένο βουητὸ τῶν ἀκρίδων, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή τους στὴ λιγοστὴ σοδειὰ τοῦ κήπου μας. Δὲν ἄφησαν τίποτα στὸ πέρασμά τους. Ὅταν ἐπιτέλους οἱ ἀκρίδες σώπασαν, ἀκολούθησε γιὰ λίγο γαλήνια σιωπή.
Δὲ θυμᾶμαι πῶς κατάφερα νὰ σηκωθῶ, δὲν μπορῶ νὰ ἀνακαλέσω τὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὸν κῆπο στὸ γραφεῖο. Τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶμαι βέβαιη εἶναι ἡ ὀθόνη ποὺ ἀντικρίζω τούτη τὴ στιγμή. Περιμένω ἐδῶ, στὸ χάος τῆς ἀποψινῆς νύχτας, καὶ δὲν ἀκούω τίποτα πιά, παρεκτὸς τὸν συνεχή, ἐπίμονο βόμβο ποὺ ζυμώνεται πίσω ἀπ’ τὰ βουνά, τὸν προαιώνιο ἦχο τοῦ θανάτου.