
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ευσταθίας Ματζαρίδου «Φτερά στο τσιμέντο», το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[…] Τις ώρες που αυτοί κοιμούνται, αν εξαιρέσω, το ροχαλητό του πατέρα μου, έχω την ησυχία μου, δεν κινδυνεύω κανένας να εισβάλει στο δωμάτιό μου, αυτές οι ώρες και οι βραδινές ώρες του ύπνου είναι οι ώρες της απόλυτης αυτοδιάθεσής μου, οι ώρες που μπορώ να σκέφτομαι και να διαβάζω και να βλέπω ό,τι θέλω, στον υπολογιστή εννοώ, γιατί στο σαλόνι η τηλεόραση είναι υπό τον έλεγχο των άλλων, του πατέρα μου κυρίως, που ελέγχει και τι ακριβώς πρέπει να βλέπω, σαν να είμαι ανήλικη, η παραμόρφωσή μου και η ακινησία μου με καθιστούν ανήλικη διά βίου… κι επειδή, όσα προβάλλει η τηλεόραση είναι το αντίθετο της κατάστασής μου, της παραμόρφωσής μου και της ακινησίας μου, μου απαγορεύει σχεδόν τα πάντα. Όλοι στην τηλεόραση είναι αρτιμελείς και όμορφοι, αν δεν είναι, προσπαθούν να γίνουν, έχουν κανονικές ζωές, κανονικούς φίλους, έχουν γεμάτες ζωές με επιτυχίες, έχουν ευτυχισμένες ζωές, ή μάλλον έχουν όλη την γκάμα μιας κανονικής ζωής, όχι μια ζωή ακίνητη, αυτό δεν αντέχει ο πατέρας μου, την ακινησία, που απ’ το κορμί μου έχει εξαπλωθεί σε όλη μου τη ζωή και που η δική μου η ακινησία έχει ακινητοποιήσει και τη δική τους ζωή, γιατί τι άλλο από συγκοινωνούντα δοχεία είναι η οικογένεια, μόλις φρακάρει το ένα, μένει άδειο το επόμενο, σταματάει η ροή, και σε μας σταμάτησε από τη γέννησή μου, αυτά θα σκέφτεται όταν βλέπει στην τηλεόραση κανονικές ζωές, και γι’ αυτό μου είναι όλα απαγορευμένα, όλα όσα προβάλλει η τηλεόραση και δεν μπορεί να είναι η δικιά τους ζωή. Και πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή τους και πόσα όνειρα θα περιείχε, σκέφτομαι, που τώρα δεν μπορεί να περιέχει, αν τους ρωτήσω, δεν έχουν κανένα όνειρο για μένα, ούτε και για τη ζωή τους, δουλεύουν και οι δυο χωρίς κανένα όνειρο, δεν μπορεί ο πατέρας μου ούτε διαδόχους για τη δουλειά του να ονειρευτεί ούτε και η μάνα μου, δεν μπορούν να κάνουν τα κανονικά όνειρα που κάνουν οι γονείς για τα παιδιά τους, να τα βλέπουν να μεγαλώνουν, να ομορφαίνουν, να τους μοιάζουν και να τους ξεπερνούν, να τα παντρεύουν και να αποκτούν κι εγγόνια και στο τέλος να τους γηροκομούν, αυτοί είναι αποκλεισμένοι απ’ αυτό το παιχνίδι των ονείρων, αποκλείστηκαν με τη γέννησή μου, τους απέκλεισε με μιας η αναπηρία μου, στις οικογένειες οι αναπηρίες και οι παθήσεις και οι αδυναμίες είναι μεταδοτικές, σαν τους ιούς, νοσεί με μιας όλο το σώμα, ένα σαράκι, ένα εσωτερικό σκουλήκι τους σιγοτρώει όλους, τους κουφαλιάζει εσωτερικά και με τα χρόνια καταρρέουν όλοι. Οι αποκλεισμένοι από τον κόσμο των ονείρων, έτσι θα μπορούσα να τους ονομάσω, αυτό θα τους ταίριαζε, αυτοί δεν μπορούν ούτε να ελπίζουν, όπως ελπίζουν, για παράδειγμα οι γονείς που τα παιδιά τους είναι αποτυχημένα, αλλά όχι ακίνητα, όχι ακίνητα και παραμορφωμένα, και με μιας τον λυπάμαι, ακούω το ροχαλητό του με το ορθάνοιχτο στόμα του, ένα στόμα που δεν γελάει ποτέ, μόνο τρώει, πίνει και ροχαλίζει. Η κατάληξη μιας ζωής που δεν περιέχει καθόλου όνειρα. Δεν θέλω όμως να ταυτίζω τη ζωή μου με τη δικιά του μη ζωή, θέλω να αγωνιστώ και να βγω από τη ζωή που μου επιβάλλει, απ’ αυτή τη στάσιμη ζωή, απ’ αυτό το έλος ζωής, κι αυτό θα το πετύχω μόνο αν φύγω από το σπίτι, αν καταφέρω και βγω από τα λιμνάζοντα νερά μας και αν βρεθώ σ’ ένα κόσμο ομοίων, σ’ έναν κόσμο μη αρτιμελών, σ’ έναν κόσμο που δεσπόζει η παραλυσία και η παραμόρφωση, όχι η αρτιμέλεια και η ομορφιά.
Οι δικοί μου έκαναν παιδί, αποφάσισαν να κάνουν παιδί, ήταν μάλλον όρος του συμβολαίου που σύναψαν, η μάνα μου ήξερε ότι παντρεύεται τον πατέρα μου για τα νιάτα του και την ομορφιά του κι αυτός για την προίκα της, το πτυχίο της και την περιουσία της, τι μπορούσε να βγει από μια τέτοια δοσοληψία, μόνο ένα έκτρωμα, ίχνος αγάπης, ίχνος σεβασμού απ’ τον πατέρα μου προς τη μάνα μου.
Περνάω ώρες στον υπολογιστή, μπαίνω και ψάχνω τις κλινικές και τα ιδρύματα, βλέπω προγράμματα που θα μπορούσα να συμμετάσχω, δραστηριότητες μιας κανονικής ζωής μη κανονικών ανθρώπων. Σκέφτομαι ότι τα παιδιά σπάνια είναι προϊόν αγάπης, αν ήταν προϊόν αγάπης και έρωτα, είμαι σίγουρη ότι θα έβγαιναν γερά και χαρούμενα κι ευχαριστημένα για μια ζωή, συνήθως όμως τα παιδιά είναι προϊόντα έλλειψης έρωτα και της έλλειψης ικανοποίησης των γονιών τους, γιατί, αν είναι κανείς ικανοποιημένος από τη ζωή του, αν του φτάνουν ό,τι έχει, αν δεν αισθάνεται την ανάγκη να προεκταθεί κάνοντας παιδιά ή δεν τον κατέχει η επιθυμία της αυτοπραγμάτωσης μέσα από τον ρόλο του γονιού, αν δεν έχει κανείς αυτή την επιθυμία, τότε δεν κάνει παιδιά. Οι δικοί μου έκαναν παιδί, αποφάσισαν να κάνουν παιδί, ήταν μάλλον όρος του συμβολαίου που σύναψαν, η μάνα μου ήξερε ότι παντρεύεται τον πατέρα μου για τα νιάτα του και την ομορφιά του κι αυτός για την προίκα της, το πτυχίο της και την περιουσία της, τι μπορούσε να βγει από μια τέτοια δοσοληψία, μόνο ένα έκτρωμα, ίχνος αγάπης, ίχνος σεβασμού απ’ τον πατέρα μου προς τη μάνα μου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σκέφτομαι, και το σπέρμα ακόμη αντιδρά, γιατί, όπως η ψυχή απορρίπτει τον άλλο, έτσι και κάθε κύτταρο και κάθε υγρό του σώματος δεν συμφιλιώνεται με τα υγρά και τα κύτταρα του άλλου σώματος, όπως αντιδρούν οι αισθήσεις και δεν αντέχει κανείς τις μυρωδιές, τη γεύση, την όψη, τη φωνή του άλλου, έτσι αντιδρά και το σπέρμα και το ωάριο. Σκέφτομαι τον πατέρα μου να προσπαθεί να ξεγελάσει τα σπερματοζωάρια του, να κλείνει τα μάτια και να φαντασιώνεται οποιαδήποτε γυναίκα, και στην προκειμένη περίπτωση τη θεία μου, και να πρέπει να πηδήξει τη μάνα μου για να κάνει παιδί, γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός και στόχος αυτού του συμβολαίου, και τα σπερματοζωάριά του να αμολιούνται ανύποπτα και να κατευθύνονται κανονικά και με χαρά προς το ωάριο της μάνας μου, για να επιτελέσουν το έργο τους, και ξαφνικά να φρενάρουν, να μην το βρίσκουν ελκυστικό, να μην τους αρέσει η όψη του και η μυρωδιά του, και φτάνουν πολύ κοντά, κλείνουν μάτια, κλείνουν μύτη και εισβάλλουν έτσι, χωρίς ψυχή, μια σύλληψη ανόρεχτη, αλλά δεν ξεγελιούνται ούτε τα χρωμοσώματα και γι’ αυτό από μια ανόρεκτη σύλληψη βγαίνει ένα άχαρο, ανολοκλήρωτο κατασκεύασμα. Και με μιας τους λυπάμαι που την πάτησαν έτσι, και θέλω να τους βοηθήσω, να τους δώσω να καταλάβουν ότι η κλινική είναι μια αξιοπρεπής λύση για όλους μας. Υπάρχουν ιδρύματα γεμάτα με ανθρώπους σαν εμένα, ή και χειρότερα από μένα, ή και καλύτερα, όπου οι κανονικοί είναι μη κανονικοί και οι μη κανονικοί είναι κανονικοί, οι οικότροφοι συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε παραμόρφωση, ασχήμια, μη κανονικότητα, ελλιπείς κινήσεις, ο ένας συνομιλεί με τον άλλον, συναγωνίζεται τον άλλο γι’ αυτά που έχει αυτός και δεν έχει ο άλλος, εδώ δεν μπορώ να συναγωνιστώ κανέναν, ούτε και μπορούσα μια ζωή, όπου έτσι κι αλλιώς ήμουν αποκλεισμένη από γιορτές, δραστηριότητες, πάρτι, αργότερα και από διακοπές, κανονικές διακοπές.[…]