
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Γιώργου Μητά «Τα δύο δώρα», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Απριλίου από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Τον Ιανουάριο εκείνο, τον τελευταίο της χιλιετίας, θα τον θυμούνταν οι άνθρωποι του ΕΚΘΕ για το υπερβολικό κρύο και τους θυελλώδεις ανέμους που, κάτω από έναν μονίμως σκοτεινό ουρανό, έδερναν καθημερινά το μικρό ακρωτήρι και τον δρόμο δίχως όνομα που το διασχίζει περνώντας μπροστά από τις εγκαταστάσεις του Κέντρου. Η δενδροστοιχία έξω από τη μάντρα λύγιζε μέχρι τις σκεπές των σταθμευμένων αυτοκινήτων, τα τζάμια των εργαστηρίων γέμιζαν αλάτι από την ανταριασμένη θάλασσα ή γίνονταν θρύψαλα όταν δεν προλάβαιναν να τα ασφαλίσουν, οι εβδομαδιαίες δειγματοληψίες στα νερά του Σαρωνικού διακόπηκαν, οι υπαίθριες δεξαμενές των υδατοκαλλιεργειών υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Ακόμη και η προσέλευση των εργαζομένων επηρεάστηκε, καθώς, κάποια πρωινά, με τον ήλιο κρυμμένο πίσω από αδιαπέραστες στρώσεις νεφών, σπιλιάδες τρομακτικής έντασης σάρωναν το προαύλιο απειλώντας να γκρεμίσουν όποιον επιχειρούσε ν’ ανεβεί τα σκαλιά της εισόδου – ίδιες, λες, το φύσημα κάποιου μοχθηρού γίγαντα που παραμόνευε στις σκιές.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, τα φαινόμενα πολλαπλασιάζονταν, η έντασή τους μεγάλωνε, το ίδιο και η επίδρασή τους στους εργαζόμενους. Τώρα πια, όλοι είχαν επίγνωση της παράξενης κατάστασης που είχε ενσκήψει στο Κέντρο, τούτης της ενδημικής, απροσδόκητης, πρόσκαιρης ευμοιρίας· πριν περάσει δε πολύς καιρός, άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να εντοπίζουν την αφετηρία της, να βεβαιώνονται για τα αίτιά της.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό χειμωνιάτικο σκηνικό έφτασε στο Κέντρο η Μύρρα. Κάτω από την ένταση των καιρικών φαινομένων και την επίμονη σκοτεινιά, ελάχιστοι πρόσεξαν την άφιξή της. Αυτό όμως δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Σύντομα, μια σειρά από παράξενα φαινόμενα ξεκίνησε στο εσωτερικό του κτιρίου. Ένα απαλό, ζεστό φως έκανε μυστηριωδώς την εμφάνισή του σε μια γωνιά του ισογείου, σκορπίζοντας ολόγυρα τη θαλπωρή του και χανόταν μέσα σε λίγα λεπτά, το ίδιο ανεξήγητα όπως είχε εμφανιστεί· ένα χαρούμενο μουρμουρητό, που θύμιζε το κελάρυσμα νεαρής νεροσυρμής ακουγόταν στον προθάλαμο όπου συναθροίζονταν οι καπνιστές κι έσβηνε γρήγορα, ενώ έξω μάνιαζε η θύελλα· μια ευφρόσυνη διάθεση καταλάμβανε μία ομάδα συνεργατών προκαλώντας ευθυμία και χαμόγελα, κάνοντας την προγραμματισμένη συζήτηση να ξεστρατίσει, καταλήγοντας σε φιλοφρονήσεις κι εκμυστηρεύσεις αντί αποφάσεων για τον Τομέα· χαρακτήρες κλειστοί, υπάλληλοι βαρύθυμοι και κουρασμένοι, που ανταπέδιδαν την καλημέρα των συναδέλφων μέσα από τα σφιγμένα τους δόντια, έψαχναν ξαφνικά ευκαιρίες επικοινωνίας μ’ ένα δειλό, παράταιρο χαμόγελο στα μάτια και τα χείλη. Καθώς οι μέρες περνούσαν, τα φαινόμενα πολλαπλασιάζονταν, η έντασή τους μεγάλωνε, το ίδιο και η επίδρασή τους στους εργαζόμενους. Τώρα πια, όλοι είχαν επίγνωση της παράξενης κατάστασης που είχε ενσκήψει στο Κέντρο, τούτης της ενδημικής, απροσδόκητης, πρόσκαιρης ευμοιρίας· πριν περάσει δε πολύς καιρός, άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να εντοπίζουν την αφετηρία της, να βεβαιώνονται για τα αίτιά της: η έναρξη των φαινομένων είχε συμπέσει με την έλευση του νέου μέλους του Ινστιτούτου Υδατοκαλλιεργειών, της αποφοίτου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, της εικοσιεπτάχρονης Μύρρας Ελευθερίου. Και, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτές τις εξαίρετες περιπτώσεις, οι άνθρωποι προτίμησαν να αποσιωπήσουν τούτο το αναπάντεχο εύρημα, να μη μιλήσουν γι’ αυτό, να το αγνοήσουν σαν να μην υπήρξε ποτέ, προσποιούμενοι ότι η ζωή στο Ινστιτούτο έμελλε να συνεχιστεί όπως πριν.
❊ ❊ ❊
Ο Αντρέας είχε εκτεθεί κι αυτός στις εκδηλώσεις των ασυνήθιστων φαινομένων αλλά, μονίμως συγκεντρωμένος στην εργασία του, απρόθυμος να αναγνωρίσει στον εξωτερικό κόσμο τέτοιου είδους δυνατότητες, δεν έδωσε σημασία. Νωρίς κάποιο πρωί, στις αρχές Μαρτίου, καθώς διάβαζε ένα έγγραφο στον πίνακα ανακοινώσεων του έρημου ακόμα ορόφου, ένιωσε πίσω του τη θέρμη μιας ανοίκειας παρουσίας. Γύρισε και αντίκρισε το πρόσωπο μιας άγνωστης κοπέλας. Αισθάνθηκε αμέσως την απειλή, διείδε τον κίνδυνο και έμεινε ακίνητος, δίχως να κουνήσει ούτε τα βλέφαρά του. «Εμείς δεν έχουμε γνωριστεί», τον τύλιξε τότε η φωνή του κοριτσιού, «Μύρρα Ελευθερίου, ιχθυοπαθολόγος, δουλεύω στο γραφείο ακριβώς από κάτω». Σήκωσε το χέρι κι έσφιξε χαλαρά το δικό της, ανταποκρινόμενος στην κίνησή της, δηλώνοντας το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά του. Απτόητη από την ψυχρή χειραψία, η Μύρρα έγειρε μπροστά, το πρόσωπό της, φωτισμένο από τις ηλιαχτίδες που εκείνη τη στιγμή χρύσωσαν το παράθυρο του διαδρόμου, ήρθε υπερβολικά κοντά στο δικό του, το βλέμμα της βυθίστηκε στα μάτια του σχεδόν εξ επαφής. Στη στιγμή, ο Αντρέας κυριεύτηκε από το αίσθημα μιας συντελεσμένης καταστροφής.
«O κύριος Φριντενίδης; Α, τι καλά! Σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα! Θα με βοηθήσετε μ’ αυτά τα δίχτυα του ζωοπλαγκτού; Δεν βγάζω άκρη –τα χρειάζομαι άμεσα– και μου είπαν πως εσείς είστε ο ειδικός!»
Εκείνο το βράδυ, ο Αντρέας πήγε στο κρεβάτι νωρίτερα απ’ ότι συνήθως, καταβεβλημένος από μια σειρά σωματικών συμπτωμάτων. Ένοιωθε ζάλη στο κεφάλι και τρόμο στο στήθος ενώ τα αγγεία στο σώμα του πάλλονταν μ’ έναν τρομακτικό και συνάμα ηδονικό παλμό, σάμπως το αίμα να μετέφερε στους ιστούς ένα καινούργιο στοιχείο, έναν εισβολέα που ο οργανισμός του δεν είχε τρόπο να πολεμήσει, που καταλάμβανε ένα ένα τα κύτταρά του κι αυτά υπέκυπταν ολοπρόθυμα – ένα γλυκύ αλλά θανατηφόρο δηλητήριο. Έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα προσπαθώντας να κατευνάσει την καρδιά του, ν’ αποδιώξει αυτή την αίσθηση, ν’ αποκρούσει την εισβολή. Δεν τα κατάφερε. Καθώς το φως της αυγής γλιστρούσε μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου, ο Αντρέας είχε πια σιγουρευτεί για τη φύση και την ισχύ της επίθεσης: ήταν ο εχθρός που φοβόταν περισσότερο, αυτός ενάντια στον οποίο είχε οργανώσει, με τόσο κόπο, αδιαπέραστες άμυνες, είχε υψώσει ανυπέρβλητα τείχη. Κι αυτό το μαρτιάτικο πρωινό του 2000, με τη μοσχοβολιά από τις πλαγιές του Αρδηττού να πολιορκεί ήδη τα παραθυρόφυλλά του, παρατηρούσε έντρομος το πρώτο ρήγμα στην οχύρωσή του, το πρώτο νύγμα στο δέρμα του.
Το επόμενο μεσημέρι, καθώς η Μύρρα, περνώντας έξω από το γραφείο του κοντοστάθηκε να τον χαιρετήσει, οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν: η οχύρωση είχε καταρρεύσει σαν μια άλλη Γραμμή Μαζινό, ο εχθρός βρισκόταν εντός των τειχών.