
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Πότε διάβολος, πότε άγγελος», το οποίο κυκλοφορεί στις 29 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΜΗΤΡΟΣ (1821-’24)
Τότες, σ’ εκείνη τη μάχη στην Άμπλιανη, ο καπιτάνος γυμνώθηκε μπροστά στα μάτια ολωνών. Ζήτησε και τον σηκώσαμε απ’ το κλινάρι, όπου εδώ και μέρες ήταν ριγμένος απ’ τις θέρμες, και άρχισε να πετάει από πάνω του τη φορεσιά. Αυτή του την είχε χαρίσει ο Πασβάνογλου πασάς απ’ το Βιδίνι, όταν ο καπιτάνος το ’σκασε απ’ τον Αλή στα Γιάννινα και έσμιξε μ’ αυτόν. Σαν έμεινε μονάχα με το μέσα ρούχο, πρόσταξε να τη φορέσει ένα απ’ τα παλικάρια του κι αυτός ντύθηκε με τη δικιά του. Ο ίδιος ήταν άρρωστος πολύ και δεν μπορούσε να βγει στον πόλεμο. Άμα οι Τούρκοι έβλεπαν εκείνον που φορούσε τη στολή του, θα τον περνούσαν για τον Καραϊσκάκη και θα το ’βαζαν στα πόδια. Σκέφτηκα να του πω ότι μια τέτοια πονηριά είχε κάνει τα παλιά τα χρόνια κι ο Αχιλλέας με τον μπιστικό του τον Πάτροκλο, που όμως δεν του βγήκε σε καλό. Δεν το ’πα, μπας και το γρουσουζέψω.
Βγήκαμε στο ξάγναντο και έπεσαν οι πρώτες μπαταριές. Οι Τούρκοι μόλις γρίκησαν πως τους πολεμάει ο καπιτάνος, ο ψευτοκαπιτάνος, δεν άργησαν να μας γυρίσουν την πλάτη. Τέτοιο φόβο τον είχαν. Τους πήραμε κι εμείς στο κυνήγι, μέχρι που χάθηκαν πίσω απ’ τη μεγάλη ράχη. Με το καλό νέο που του πήγαμε σα να του κόπασαν τα ρίγη κι όλο γελούσε τώρα. Ο καιρός ήταν στο έμπα τ’ Απριλομάη και η ώρα που έπαιρνε να δειλινιάζει.
Την άλλη μέρα το ’χε κανονισμένο να κινήσουμε για τα πεδινά. Εμένα απ’ τις σκέψεις ύπνος δε μ’ έπιανε. Ήταν σκέψεις πολλές, όλες για τον καπιτάνο. Πήρα το καποτέλι και κούρνιασα κοντά σε μια πατουλιά. Εκεί έξω στ’ αστέρια πήρα να συλλογιέμαι πολλά, ώσπου χάραξε. Σαν πήρε το σκοτάδι να μερώνει, σηκώθηκα και μπήκα σιγοπατώντας στο κονάκι του. Η ανάσα του ακουγόταν βαριά κάτω απ’ τις βελέντζες και κάπου κάπου η θέρμη τού τάραζε το κορμί. Τον σκέπασα κι εγώ με το δικό μου καποτέλι και κάθισα στις φτέρνες σε μια γωνιά. Τον κοίταγα και θυμόμουν τα όσα είχα περάσει μαζί του όλον αυτό τον καιρό.
Σε μάχη με τους Τούρκους μπήκα πρώτη φορά στο Κομπότι, έξω από την Άρτα. Εμείς ήμασταν δεν ήμασταν καμιά τρακοσαριά και οι Τουρκαλβανοί με τον Ισμαήλ πασά Πλιάσα κοντά στους δυο χιλιάδες. Έκανε κύκλο γύρω γύρω ο καπιτάνος, τους βάλαμε στη μέση και τους λιανοντουφεκίσαμε. Εγώ απ’ την προηγούμενη είχα φόβο μεγάλο κι όλο έτρεχα πίσω απ’ τα πουρνάρια καταχεσμένος απ’ την τρομάρα. Μ’ άρπαξε ο καπιτάνος απ’ τους ώμους και με κοίταξε ίσα μες στα μάτια. Τότες σα να μ’ έφυγε η τρομάρα και θάρρεψα στη μάχη.
Γιατί, σα να μην έφτανε που νίκησε τους Τουρκαλβανούς, ήθελε να τους ρεζιλέψει κι αποπάνω, γι’ αυτό πήγε κι έκανε εκείνη την αποκοτιά. Ανέβηκε σ’ ένα στουρνάρι και άρχισε να τους βρίζει στ’ αρβανίτικα. Μετά, για να τους κοροϊδέψει ακόμα πιο πολύ, κατέβασε τη φουστανέλα μέχρι τα γόνατα και τους έδειξε τον κώλο.
Σ’ εκείνο το πιάσιμο με τους Τούρκους κατάλαβα τι σόι άνθρωπος ήταν. Γιατί, σα να μην έφτανε που νίκησε τους Τουρκαλβανούς, ήθελε να τους ρεζιλέψει κι αποπάνω, γι’ αυτό πήγε κι έκανε εκείνη την αποκοτιά. Ανέβηκε σ’ ένα στουρνάρι και άρχισε να τους βρίζει στ’ αρβανίτικα. Μετά, για να τους κοροϊδέψει ακόμα πιο πολύ, κατέβασε τη φουστανέλα μέχρι τα γόνατα και τους έδειξε τον κώλο. Όμως ένας Γκέκας παραφύλαγε εκεί σιμά, σημάδεψε και του ’ριξε μια μπαταριά. Το βόλι δεν τον βρήκε μονάχα στα πίσω μεριά, τον πέτυχε και στ’ αντρικά που κρέμονταν από μπροστά. Ήρθε και βέλαξε απ’ τον πόνο. Τον φασκιώσαμε με πανιά για να κοπάσουν τα αίματα, κινήσαμε το δρόμο και σε δυο μέρες τον κατεβάσαμε στο Λουτράκι της Κατούνας. Εκεί για κάμποσο καιρό μπαινόβγαινε στη θάλασσα, να ψηθούν στ’ αλάτι οι λαβωματιές, και μέσα σε κάτι άλλες γούρνες στο ρέμα που κατέβαζε απ’ το βουνό ένα νερό που βρομοκόπαγε σαν κλούβιο αυγό.
Μια μέρα καθόμουν με τ’ άλλα παλικάρια και κάναμε μασλάτι. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν Βαλτινοί, άλλοι από τα Τζουμέρκα, πολλοί ήταν φερμένοι απ’ τα χωριά του κάμπου. Καμπόσοι τσακώνονταν. Έλεγαν πως η γενιά του καπιτάνου έσερνε απ’ τα μέρη τα δικά τους κι άλλοι πως γεννήθηκε στο δικό τους το χωριό. Ήρθε τότες ένας ψυχογιός και φώναξε πως με ζητάει ο καπιτάνος. Σκιάχτηκα πως μπορεί να ’θελε να με χουγιάξει που δεν ήμουνα καλός στον πόλεμο.
Ήταν γδυτός και χωμένος μέχρι τη μέση σε μια από κείνες τις γούρνες. Κάθισα στον όχτο παραδίπλα και έτρεμα για το τι θα ’χε να μου σούρει. Είχα κι εγώ μαυρίλα, μα η δικιά του ήταν ακόμα περισσότερη. Πολλά απ’ τα παλικάρια τον έλεγαν στα κρυφά γύφτο, όμως πάντοτες με γέλιο κι αγάπη. Ήταν τόσο λιανός, που φαίνονταν τα παΐδια του. Τα μάτια σαν κάρβουνο και το μουστάκι φούντωνε κι απ’ τις δυο μεριές. Δε μιλούσε. Είχα σκυμμένο το κεφάλι και τον λοξοκοίταγα που με τηρούσε σιωπηλός για ώρα. Κάποια στιγμή φάνηκε το μούτρο του να μερώνει και να το φωτάει ένα παράξενο γελάκι. Ύστερα, με λόγια κοφτερά είπε ποτές να μην ξεμακραίνω από κοντά του. Τα ’χασα. Δεν πρόφτασα να σκεφτώ το γιατί και μ’ αποκρίθηκε πως ήθελε να του κρατάω το κεμέρι. Μέρα νύχτα, όπου πηγαίναμε, πεζούρα ή καβαλαρία, να ’χω γερά ζωσμένη απάνω μου τη σακούλα με τα δίστηλα και τα άσπρα, και μαζί να κουβαλάω το κασελάκι με τα γρόσια και τους παράδες. Ένιωσα χαρά που με τιμούσε έτσι, μα και ξαφνιάστηκα γιατί διάλεξε ελόγου μου που ήμουνα νιόφερτος στ’ ασκέρι και ο πιο μικρός στα χρόνια. Εξήγηση δεν καταδέχτηκε να μου δώκει. Έτσι κι εγώ από κείνη τη μέρα κοίταζα να έχω καλά φυλαγμένο στον κόρφο το πουγκί και ασφαλισμένη την κασέλα. Είχα ακούσει απ’ τους άλλους πως ο καπιτάνος το ’χε βάλει αμέτι μουχαμέτι να κάνει δικό του το αρματολίκι στ’ Άγραφα. Αυτό το αρματολίκι το ’χε από παλιά ο Μπουκουβάλας, που του ’χαν φτιάξει και τραγούδι: «Να ’μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου / Να σ’κώνομαι ’πό το αποταχύ, δυο ώρες να ξημερώσει / Ν’ ακούρμαινα τον πόλεμο, πώς πολεμούν οι Κλέφτες / Οι Κλέφτες κ’ οι αρματολοί κι ο Γιάννης Μπουκουβάλας».
Πόσο ο καπιτάνος ήταν άξιος για το αρματολίκι φάνηκε σα νίκησε τους Τούρκους στη μάχη στο Σοβολάκο, πάνω απ’ τον Αϊ-Βλάση. Η χρονιά ήταν το έμπα του ’23. Αφού δεν έκαναν δικό τους το Μεσολόγγι με μπαμπεσιά τη νύχτα της γέννας του Χριστού, ο Ισμαήλ πασάς Πλιάσα, ο Άγος Βασιάρης και ο Χατζή Μπέντος σκέφτηκαν να κινήσουν για την Πρέβεζα, τι τους είχαν στερέψει οι τροφές. Βρήκαν τ’ Αγαλιανό ποτάμι φουσκωμένο και είπαν να πάνε μέσ’ απ’ τ’ Άγραφα, όπου ήταν πολλά τα γιοφύρια. Πίστευαν πως θα ’ταν εύκολο, γιατί άκουσαν πως ο καπιτάνος είχε κάνει τα καπάκια. Όμως ο καπιτάνος αλλιώς το ’χε σκεφτεί τώρα. Κάτεχε καλά τα μέρη και έπιασε όλα τα περάσματα.
Την παραμονή τ’ Αϊ-Αντωνιού μάς έβαλε και μεταλάβαμε σ’ ένα κοντινό μοναστήρι και μετά είπε να μην πάει κανένα βόλι χαμένο. Προτού ξεκινήσει ο πόλεμος, πυροβολήθηκε με το Χατζή Μπέντο, τον άφησε στον τόπο κι ύστερα πήγε και πήρε το κιάλι του και το ασημένιο τάσι.
Στην αρχή οι Τούρκοι μάς πήραν φαλάγγι. Έκανε όμως γιουρούσι ο καπιτάνος, πολεμήσαμε κι εμείς θαρρετά κι αγάλι αγάλι οι Τούρκοι έκαναν πίσω. Όμως πάθαμε κι ένα κακό. Σκοτώθηκε ο Βακογιάννης, που ο καπιτάνος τον αγαπούσε γιατί ήταν πολλά φρόνιμος και γλυκόλαλος. Μετά οι Τούρκοι ορντινιάστηκαν σε τρεις σειρές και δέθηκαν με το σκοινί να περάσουν τον Άσπρο και να βγουν αντίκρυ, στη Λεπενού. Δεν τα κατάφεραν και τους πήρε τ’ αφρισμένο νερό. Ίσαμε πεντακόσια κουφάρια κύλησε το αγριεμένο ρέμα κατά τη θάλασσα. Μέρες μετά ακούσαμε πως οι τουρκαλάδες αρχηγοί πήγαν στη Λάρισα και έκαναν παράπονα στο Χουρσίτ πασά και στο Σούλτσα Κόρτζα, που ’ταν ο δερβέναγας στα Τρίκαλα. Ζήτησαν να μην αφήκουν το αρματολίκι στα χέρια του καπιτάνου. Αυτοί δεν τους άκουσαν. Νοιάζονταν εκείνο τον καιρό πώς και πώς να ξαποστείλουν τα ασκέρια τους κάτω στο Μοριά, όπου είχε φουντώσει το ξεσήκωμα. Για να ξεγελάσει το Χουρσίτ ο καπιτάνος, πως τάχατες του κάνει ακόμα τα χατίρια, του ’στειλε έντεκα τούρκικα κεφάλια κομμένα και παράγγειλε πως ήταν απ’ τους αχάριστους στο σουλτάνο και στο δοβλέτι.
Τώρα εγώ μέρα με τη μέρα έδενα στο κορμί και μάχη με τη μάχη γινόμουν όλο και πιο καλός. Νέα απ’ τους δικούς μου έδινα κι έπαιρνα αραιά και πού. Όλη την έγνοια την είχα δοσμένη στο κεμέρι. Μ’ αυτό κοιμόμουν, αυτό έδενα σφιχτά στον κόρφο σαν έμπαινα στη μάχη. Ο μόνος που ήξερε για τη σακούλα ήταν ο Θύμιος απ’ τα Κουμπουριανά, που αντάμα μοιραζόμασταν το τσαρδί. Ένα βράδυ είπε να το ανοίξουμε και να μετρήσουμε τα χρυσά, μα δεν τον άφηκα. Απ’ τον καπιτάνο εκείνο τον πρώτο καιρό ποτές δεν άκουσα κακιά κουβέντα, όπως πολλές φορές έκρενε σε όσα παλικάρια δεν τήραγαν εκείνα που πρόσταζε. Φαίνεται με είχε ανάγκη μεγάλη για το κεμέρι.
Μετά τη μάχη στο Σοβολάκο ανηφορίσαμε και πιάσαμε το Λεοντίτο, που είχε κινήσει καταπάνω μας ο πασάς της Σκόντρας, ο Μουσταής. Αυτός ο πασάς έστειλε μπουγιουρντί στον καπιτάνο να πάει να τον προσκυνήσει. Έβαλε τότες ο καπιτάνος το γραμματικό και του ’στειλε μιαν απόκριση που μας έκανε μέρες να γελάμε. Τους πολεμήσαμε στην Οξυά, στον Τυρολόγο και κάτω στη γέφυρα του Κοράκου. Λύσσαξαν οι Τούρκοι που δε μας κατάφεραν.
Ο καπιτάνος εκείνο τον καιρό δεν είχε αμάχη μονάχα με τους Τούρκους, είχε και με τον τεσσερομάτη. Έτσι τον κορόιδευε τον αρχηγό απ’ το κουβέρνο για τα ματογυάλια που φόραγε. Αυτός ο Μαυροκορδάτος είχε μεγάλο άχτι τον καπιτάνο κι όλο κακολογίες έλεγε ενάντια του. Το πράμα ζόρισε πολύ μετά, σαν κατεβήκαμε και πιάσαμε το Αιτωλικό όξω απ’ το Μεσολόγγι.
Προτού όμως απ’ αυτά, ο πασάς πρόφτασε και έκανε το μεγάλο κακό, σκότωσε στο Καρπενήσι το γενναίο Μάρκο Μπότσαρη.
Το Μάρκο τον πέρασαν απ’ το μοναστήρι τα παλικάρια του παγαινάμενα απ’ το Κεφαλόβρυσο να τον χώσουν στο Μεσολόγγι. Ο καπιτάνος ζήτησε τότες και τον σηκώσαμε. Πήγε και τον νεκροφίλησε με κλάματα και είπε άμποτες να ’χε κι αυτός ένα τέτοιο τέλος σαν τον ήρωα το Μάρκο.
Καιρό νωρίτερα ο καπιτάνος είχε κάνει απ’ τα Κερασιώτικα καλύβια γραφή στο Μάρκο. Του ’λεγε να παραγγείλει στη διοίκηση να στείλουν βοήθεια, μπαρούτι και φουσέκια, τι οι οχτροί ήταν πολλοί και θα μας έπαιρναν σβάρνα. Η διοίκηση πήρε τη γραφή του Μάρκου, μα τίποτα δεν έπραξε. Ούτε ο καπιτάνος πρόκανε να τον βοηθήσει. Εκείνες τις μέρες τον είχε πιάσει πάλι το χτικιό και τον κουβαλήσαμε με το ξυλοκρέβατο στο μοναστήρι στον Προυσό μπας και γιάνει. Σε όλο το δρόμο άλλο τίποτα δεν έλεγε παρά, κοροϊδεύοντας την αφεντιά του για την αρρώστια, πως είναι ζαμπούνης.
Το Μάρκο τον πέρασαν απ’ το μοναστήρι τα παλικάρια του παγαινάμενα απ’ το Κεφαλόβρυσο να τον χώσουν στο Μεσολόγγι. Ο καπιτάνος ζήτησε τότες και τον σηκώσαμε. Πήγε και τον νεκροφίλησε με κλάματα και είπε άμποτες να ’χε κι αυτός ένα τέτοιο τέλος σαν τον ήρωα το Μάρκο.
Μαζί του μείναμε λιγοστοί να τον φροντίζουμε και βολευτήκαμε στα κελιά που μας έδωκαν οι καλογήροι. Μέχρι να μπει ο Τρυγητής, τον κουβαλούσαμε μέσα στα ελάτια ν’ ανασαίνει τον καθαρό αέρα. Ήρθαν οι θέρμες και σιγά σιγά κόπασαν. Τα βράδια μάς μάζωνε γύρω του, εμάς και καμπόσους απ’ τους καλογήρους, και μας έλεγε ιστορίες απ’ τα παλιά. Με άλλες κάναμε χάζι, άλλες μας έκαναν να φουσκώνουμε από καμάρι που ήμασταν Ρωμιοί. Ήταν όμως κι άλλες φορές που θύμωνε με το παραμικρό και του έφταιγαν όλα. Μια απ’ αυτές με πείραξε τόσο, που σκέφτηκα να σηκωθώ και να τον παρατήσω. Έκανα κάτι που δεν του άρεσε και τότες αυτός έβρισε τη μάνα μου. Σκέφτηκα να του αντιγυρίσω πως τέτοια ήταν η δικιά του η μάνα και όχι η δικιά μου, επειδής όλοι το ξέραμε πως ήταν μούλος. Βρήκα μια γωνιά στο μοναστήρι, τον σιχτίρισα κρυφά και έβγαλα το άχτι μου. Τις άλλες μέρες τον είδα που με κοίταγε σα να ’χε μετανιώσει για τον πικρό λόγο που ’πε. Ήταν άνθρωπος μπελαλής, πότε καλός και πότε όχι. Μ’ έσκιαζε ο ίσκιος του, κι ας του κουβαλούσα το κεμέρι. Με τούτα και με τ’ άλλα πέρασε ο καιρός, πάτησε στα πόδια του και κινήσαμε να φύγουμε. Εκείνη τη μέρα πήγε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς και της χάρισε το φέσι και το καριοφίλι του. Κι ακόμα με έστειλε σ’ ένα κοντινό χωριό να βρω κάποιον που κάτεχε τη μαστορική με τα αργυρά και τα χρυσά. Μ’ έβαλε και τον πλήρωσα καλά για να φτιάξει μαλαματένιο το εικόνισμα της Παναγιάς της Προυσιώτισσας. Όταν φύγαμε, είπε γελώντας πως δεν ήξερε ότι η Παναγιά ήθελε ένα μουλάρι τάματα για να τον γιάνει.
Φαίνεται δεν έφτασαν τα τάματα, γιατί με το που κατεβήκαμε στα πεδινά τού φούντωσε πάλι η αρρώστια και έγινε το μαύρο το χάλι. Ριγούσε πατόκορφα, κι απ’ τα βογκητά λέγαμε πως θα βγει από μέσα η ψυχή. Τον σπογγίζαμε απ’ τον ιδρώτα κι εκείνος δε μίλαγε, μονάχα μας κοίταζε παρακαλεστικά με τα κατάμαυρα μάτια του. Τότες εγώ έφερα στο μυαλό το σκυλί που ’χα στο χωριό σαν ήταν στα τελειώματα. Στην απελπισιά του απάνω ζήτησε να κάνουμε ένα γράμμα στο σιορ Φωκά τον Παΐση, που τον είχε κουμπάρο και φίλο αδερφικό. Τον παρακάλαγε να πάει στο νησί του, το Θιάκι, όπου εκεί βρισκόταν ένας καλός γιατρός να τον γιατρέψει.
Μπήκαμε στο πλεούμενο απ’ την Κανδήλα και πρώτα ζήτησε να πιάσουμε στον Κάλαμο να χαιρετήσει τη φαμίλια του. Τότες πρωτόμαθα κι εγώ πως είχε γυναίκα και δυο τσούπρες, που ζούσαν εκεί φερμένες απ’ τα Γιάννινα. Οι Εγγλέζοι που έκαναν κουμάντο στα Εφτάνησα δε μας άφηκαν να δέσουμε στο νησί και κινήσαμε για το Θιάκι. Ο σιορ Φωκάς μας έμπασε κρυφά στο σπίτι του στο Κιόνι και λίγο καιρό μετά μας ξαπόστειλε στ’ Αργοστόλι, εκεί ήταν οι καλοί γιατροί.
Εδώ, άλλη ταλαιπώρια. Οι Εγγλέζοι τον έκλεισαν στο λαζαρέτο κι ύστερα από μέρες πολλές έδωκαν την άδεια να τον δουν οι γιατροί. Αυτοί είπαν πως του ’χε απομείνει μονάχα λίγη ζήση ακόμα. Το καλύτερο που θα ’κανε ήταν να παρατήσει τα όπλα και τα τσαπράζια και να βρει ένα καλό μέρος να ραχατέψει. Ο καπιτάνος δεν το ’βαλε κάτω και τους παράκουσε. Πήγε κι απαντήθηκε με τους Στορναραίους και το Νότη Μπότσαρη, για να κανονίσουν πώς να πολεμήσουν τον Τούρκο. Εκεί έπεσε απάνω στο φίδι το κολοβό, το Γιαννάκη το Ράγκο. Αυτός έκανε γράμμα στους Εγγλέζους και μηνούσε να κλείσουν τον καπιτάνο στο κάτεργο, πως τάχα ήταν επικίνδυνος. Τότες ο καπιτάνος οργίστηκε και ζήτησε να τον γυρίσουμε πίσω στη στεριά να τιμωρήσει τον πορδοράγκο, έτσι τον έλεγε, που ’θελε να πάρει τα Άγραφα. Μαζί μ’ αυτόν και τον προστάτη του, τον τεσσερομάτη.