Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μαρία Γιαγιάννου «Το μέλος φάντασμα», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μελάνι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Περπατούσε προς το οίκημα με βήμα χαλαρό αλλά, όταν διαπίστωσε ότι δεν πλησίαζε, αύξησε ταχύτητα κι έπειτα, όταν διαπίστωσε ότι πάλι δεν πλησίαζε, έκοψε ταχύτητα. Από το γρήγορο στο αργό και πάλι στο γρήγορο άρχισε να κουράζεται και δεν είχε άλλες αντοχές να διασχίσει αυτή την τόσο μικρή, ελάχιστη όπως αρχικά πίστευε, απόσταση που τον χώριζε από την πόρτα του σπιτιού. Προχωρούσε σε έναν δρόμο που έμοιαζε να μακραίνει και που ξεκίνησε να τον περπατά με αγαλλίαση και χαμόγελο, αλλά το χαμόγελο έγινε σύντομα αμφιβολία και αφύπνισε ένα παράξενο αίνιγμα, καθώς το σπίτι ξεμάκραινε κι εκείνος αποφάσισε να τρέξει για να το φτάσει κι εκείνο εντελώς ακίνητο επέμενε να ξεμακραίνει κι αυτός ίδρωσε και συνέχισε λίγο με βάδην και μετά περπάτησε μερικά μέτρα κι ύστερα άρχισε πάλι να τρέχει σ’ αυτό τον κυλιόμενο διάδρομο που πήγαινε ανάποδα αλλά αυτός επέμενε, θα επέμενε, αντιστεκόταν σθεναρά στη ροή καθότι το έβλεπε το σπίτι, το ατένιζε το σπίτι, το σπίτι του, και τώρα ήθελε πια να το φτάσει όσο τίποτε, ποθούσε να φτάσει την πόρτα του, το πόμολο, το ευλογημένο κατώφλι, να βάλει το χέρι του στον εξωτερικό τοίχο και να τον αγκαλιάσει λες και… λες και… Δεν ήξερε τι, ίσως ακόμα και να χωθεί μέσα του, όχι στο σπίτι αλλά στον τοίχο τον ίδιο, να χτιστεί μέσα του, στην κοιλιά, στα σπλάχνα του ή ίσως, ακόμα καλύτερα, στο δέρμα, να γίνει το δέρμα του σπιτιού και άρα να περιέχει εκείνος το ίδιο το σπίτι και όλα όσα δεν είναι πια εκεί, έτρεμε τώρα και ίδρωνε και τούτη η αγωνία ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει.
Τότε, μετά από τόσο κόπο άσκοπο που φανέρωνε τη μηδαμινότητά του, ξάφνου συρρικνώθηκε η προσπάθεια και ο χρόνος, κι εκείνος έφτασε, λες και τον έσπρωξε ένα ευγενικό αεράκι εκεί που ποθούσε, ακριβώς μπροστά στην πόρτα, για να συμβεί εκ νέου κάτι το παντελώς αναπάντεχο. Τη στιγμή που τοποθετούσε με στοργή και ανακούφιση το πόμολο μέσα στην παλάμη του, το πόμολο ξεγλίστρησε καθώς το οίκημα άρχισε να ταρακουνιέται κι εκείνος σκέφτηκε σεισμός αλλά τι είδους σεισμός είναι αυτός που ταρακουνάει έτσι γλυκά και προς τα πάνω, καθότι το σπίτι άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει λες και αναλυόταν στους ουρανούς, αλλά και με μια κάποια δυναμική, ωσάν δηλαδή να συνέβαινε μια ανάποδη κατεδάφιση, αφού το σπίτι καθώς ανέβαινε δεν έμενε ανέπαφο αλλά διαλυόταν, επρόκειτο για μια ανεδάφιση χαμηλών τόνων μα χωρίς γυρισμό. Κάποια θαμμένη δύναμη έφτυσε από τα βάθη της γης προς τα θεμέλια του σπιτιού, από ένα υπόγειο τερατώδες φυσοκάλαμο φύσηξε με λύσσα προς τα πάνω και τίναξε το σπίτι και ξεθεμελίωσε το σπίτι και το σπίτι άρχισε να ανεβαίνει και οι πέτρες και τα σανίδια του να υποχωρούν απαλά στον αέρα. Διότι η ανεδάφιση αυτή δεν είχε τη μορφή μιας έκρηξης, αλλά μιας ψύχραιμης απογείωσης.
Κάποια θαμμένη δύναμη έφτυσε από τα βάθη της γης προς τα θεμέλια του σπιτιού, από ένα υπόγειο τερατώδες φυσοκάλαμο φύσηξε με λύσσα προς τα πάνω και τίναξε το σπίτι και ξεθεμελίωσε το σπίτι και το σπίτι άρχισε να ανεβαίνει και οι πέτρες και τα σανίδια του να υποχωρούν απαλά στον αέρα. Διότι η ανεδάφιση αυτή δεν είχε τη μορφή μιας έκρηξης, αλλά μιας ψύχραιμης απογείωσης.
Το σπίτι έφυγε ψηλά κι έμεινε να αιωρείται χωρίς να πέφτει, με τα κομμάτια του να υποχωρούν και σταδιακά να το ξηλώνουν προς τα πάνω σαν ένα πέτρινο ρούχο που εγκαταλείπει κάθε εγκόσμιο σώμα, έτσι που στο τέλος εκείνος κοίταξε ψηλά και αυτό που είδε ήταν μια σύναξη μετεωριτών σταματημένων λίγο πριν προσκρούσουν στο έδαφος όπου και σχημάτιζαν έναν πέτρινο αστερισμό στατικό εντός ατμόσφαιρας.
Ήταν φυσικό ένα τέτοιο όνειρο την προηγούμενη βραδιά του ταξιδιού, καθότι η αγωνία και το σφίξιμο του στομαχιού στη σκέψη ότι επέστρεφε στο πατρικό του σπίτι, εκεί όπου μεγάλωσε, πένθησε και πρόδωσε εγκαταλείποντας, δεν τον άφησαν να κοιμηθεί παρά τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξύπνησε με το δομικό υλικό του σπιτιού να στεφανώνει τη συνείδησή του, προσέκρουσε με κεφαλιά σε μια πέτρα που είχε παραμείνει από το όνειρο να κρέμεται πάνω από το προσκεφάλι του, έτριψε τα μάτια και σηκώθηκε ματωμένος.
Από το κεφάλαιο: «Το σπίτι που φεύγει».