Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Παυλόπουλου «Όσο πιο μακριά από το σπίτι», που κυκλοφορεί στις 5 Μαρτίου από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΑ ΗΜΙΨΗΛΑ ΚΑΠΕΛΑ
Εδώ οι κύριοι φορούν ημίψηλα καπέλα κι έρχονται μόνοι τους για ν’ αποφύγουν τις συζύγους τους. Είναι μέλη της υψηλής κοινωνίας και καταφτάνουν εσκεμμένα δίχως το επίσημο ταίρι τους, επειδή, λένε, έχουν κουραστεί από τις παρατηρήσεις των συζύγων τους για τις υποσχέσεις που δεν τήρησαν, για τον ελεύθερο χρόνο που εξαφανίστηκε κάπου βαθιά στον πλούτο. Φορούν κατάμαυρα κοστούμια, που για να ετοιμαστούν ταλαιπώρησαν κάποιον έμπειρο ράφτη, κι από τα στήθη τους ξεπηδούν λευκά μεταξένια πουκάμισα. Συναντιούνται στην αίθουσα με τον χαμηλό φωτισμό, στο χρώμα της βανίλιας, που ρίχνει απαλές σκιές στα πρόσωπά τους, κάτω από το μπορ των καπέλων και κάνει τα λευκά πουκάμισα να φέγγουν σαν τη Σελήνη μια ξάστερη βραδιά. Καπνίζουν τα πούρα τους στην Αίθουσα των Ναυαγίων, στους τοίχους της οποίας κρέμονται πηδάλια παλιών πλοίων, και πετούν βελάκια στον τοίχο δίχως ν’ αποχωρίζονται τα ημίψηλα καπέλα τους.
Το δάπεδο είναι ασπρόμαυρο σαν σκακιέρα, κάθε λευκός τοίχος ακολουθείται από έναν μαύρο, υπάρχουν θολωτά περάσματα που δεν φωτίζονται καθόλου και άλλα με κρεμασμένα στην οροφή τους φώτα στο χρώμα του χιονιού. Το μάτι δεν ξεκουράζεται εύκολα και όλα θυμίζουν τούνελ, που άλλοτε καταλήγει σε απόλυτο σκοτάδι και άλλοτε σ’ ένα φως ελπιδοφόρο.
Το ξενοδοχείο σέβεται την πελατεία που το τιμά με την παρουσία και το πορτοφόλι της. Είναι βαμμένο ολόκληρο σε αποχρώσεις του λευκού και του μαύρου· οι χώροι του αποκαλύπτουν μια συνεχή διαλεκτική ανάμεσα στα αιωνίως αντίπαλα χρώματα. Το δάπεδο είναι ασπρόμαυρο σαν σκακιέρα, κάθε λευκός τοίχος ακολουθείται από έναν μαύρο, υπάρχουν θολωτά περάσματα που δεν φωτίζονται καθόλου και άλλα με κρεμασμένα στην οροφή τους φώτα στο χρώμα του χιονιού. Το μάτι δεν ξεκουράζεται εύκολα και όλα θυμίζουν τούνελ, που άλλοτε καταλήγει σε απόλυτο σκοτάδι και άλλοτε σ’ ένα φως ελπιδοφόρο. Οι κύριοι χτυπούν στο δάπεδο τα μπαστούνια και προχωρούν από αίθουσα σε αίθουσα σαν να βρίσκονται στην κοιλιά μιας ζέβρας.
Ψηλά, στην οροφή του πολυτελούς ξενοδοχείου, λευκός καπνός αναδύεται από μια μαύρη καμινάδα. Κάποιος υπάλληλος τροφοδοτεί με ξύλα το τζάκι· οι κύριοι το κοιτάζουν βαριεστημένα την ώρα που συζητούν χαμηλόφωνα για όσα πέτυχαν στη ζωή τους, για όσα τους προσάπτουν οι σύζυγοί τους, για τον χρόνο που τους απομένει στον πλανήτη. Το ξενοδοχείο έχει προσλάβει συμβούλους γάμου, αλλά σχεδόν κανένας απ’ αυτούς τους περήφανους άντρες δεν καταδέχεται να μιλήσει με κάποιον από τους «ειδικούς». Οι κύριοι προτιμούν να κάθονται σε βαθιές πολυθρόνες και να τρίβουν δύσθυμα τους πισινούς τους στο απαλό ύφασμα, κάθε φορά που η συζήτηση γίνεται ενοχλητική. Δεν αποχωρίζονται τα ημίψηλα καπέλα τους ποτέ, κι εκεί, μέσα στο απαλό φως που σκιάζει τα χαρακτηριστικά τους, μοιάζουν σαν άνθρωποι δίχως πρόσωπο. Ακούγονται μόνο διηγήσεις για το πώς οι γυναίκες τους μετατόπισαν την αγάπη τους απ’ αυτό που κάποτε ήταν οι κύριοι, στο στάτους που τώρα πια απέκτησαν. Είναι, λένε, σαν ν’ αγάπησαν τη ζωή που τους πρόσφεραν, ξεχνώντας όμως να συνεχίσουν ν’ αγαπούν τους ίδιους.
Μολτ ουίσκι στα σκαλιστά ποτήρια και καπνός που ζωγραφίζει μορφές στην μελαγχολική ατμόσφαιρα. Μολονότι κάθε εκατοστό που πρόσθεταν στο ημίψηλο τούς χάριζε πόντους υπόληψης, τώρα πια το ύψος του καπέλου έχει μετατραπεί σε μεζούρα, η οποία μετράει την απόσταση που τους χωρίζει από τις συζύγους. Οι κύριοι σκαλίζουν το παρελθόν τους και θυμούνται τα άγουρά τους χρόνια, όταν συνδέονταν ακόμη με γυναίκες ταπεινές. Άλλες ήταν σερβιτόρες, άλλες δούλευαν πωλήτριες και μερικές ήταν άνεργες δίχως να παραπονιούνται –άλλωστε και οι κύριοι φορούσαν τότε κάτι φτηνά κασκέτα. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι κύριοι γνωρίζουν καλά πως εκείνα τα ειδύλλια ήταν αληθινά, πως ό,τι έζησαν μ’ εκείνα τα κορίτσια βασιζόταν κυρίως στο παρόν και λιγότερο στην προσδοκία. Θυμούνται τα ονόματά τους, το χρώμα των μαλλιών τους και το πάχος των χειλιών τους και στιλβώνουν τη μνήμη προσδοκώντας λίγο φως, που θα πέσει πάνω στις ασπρόμαυρες πια αναμνήσεις και θα φωτίσει τη χαμένη νιότη. Στο τελευταίο τσούγκρισμα των ποτηριών, ακούνε τους παλιούς εαυτούς τους ν’ αποκαλούν εκείνα τα κορίτσια με τα ονόματά τους.
Ύστερα, οι κύριοι αποσύρονται στα δωμάτια τους, ακουμπούν τα ημίψηλα καπέλα τους όρθια στο κομοδίνο και σκεπάζονται ως τον λαιμό με ριγέ ασπρόμαυρα σεντόνια. Προτού σβήσουν το φως σκέφτονται τις συζύγους τους μ’ ελεγχόμενη συμπόνια. Ξέρουν πως όσο κι αν οι γυναίκες ξέχασαν στην πορεία να τους αγαπούν, το πρόβλημα το έχουν οι ίδιοι. Οι κύριοι, που μόνο στο κρεβάτι δεν φορούν ημίψηλα καπέλα, γνωρίζουν καλά πως πιο πολύ από τα κορίτσια της νιότης και τις συζύγους της ζωής, αγάπησαν το μέλλον που είχαν ως νέοι. Όμως, δεν είναι δα και τόσο κύριοι ώστε να το παραδεχθούν μπροστά σε άλλους.