
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έρης Σταυροπούλου με τίτλο: «Οι ερωτευμένες ηρωίδες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και οι λογοτεχνικές αδελφές τους: παραλλαγές μιας τυπολογίας», η οποία περιλαμβάνεται στην έκδοση «Η Τιμή και το Χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, στη σειρά «Παλαιά κείμενα, Νέες αναγνώσεις», των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Θεοτόκης είναι, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που εκείνη την εποχή μιλά ανοιχτά για τον σωματικό πόθο των γυναικών και για την ερωτική πράξη. Μετά τις ρομαντικές ηρωίδες, που είχαν περισσότερο ψυχή παρά σώμα, και τις αγνές λυγερές της ειδυλλιακής ηθογραφίας, που μεταβάλλονταν, κυριολεκτικά χωρίς πολλά λόγια, από ευαίσθητες ερωτευμένες Αμαδρυάδες σε συζύγους και μητέρες, ο Κερκυραίος συγγραφέας περιέγραψε θαρραλέα τον γυναικείο και αντρικό πόθο και την εκπλήρωσή του, όπως και την ερωτική βία, τον βιασμό και τα αποτελέσματά του. Από την άλλη, το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται από τις εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες ο συγγραφέας επιθυμεί να ασκήσει κριτική. Γι’ αυτό περιγράφει το καταπιεστικό κοινωνικό περιβάλλον, που λειτουργεί περιοριστικά και τιμωρητικά κυρίως για τις γυναίκες, και υπογραμμίζει τους τρόπους με τους οποίους σχηματίζονται οι έμφυλες ταυτότητες μέσα από διαφορές και στερεότυπα.
Το σώμα, όπως δείχνει ο Θεοτόκης, ως προς τα ένστικτα και τις ορμές του οδηγεί προς την ισότητα των φύλων. Μέσα στην κοινωνία όμως υπάρχει τεράστια ανισότητα: άλλα σώματα μπορεί να ασκούν εξουσία, είτε με τη βία που επιβάλλουν είτε με το πάθος που προκαλούν, άλλα, γυναικεία, μέσα στην καθιερωμένη ηθική, προβάλλουν ξεδιάντροπα την αγοραστική τους αξία, ενώ άλλα απλώς υπομένουν χωρίς να αισθάνονται χαρά.
Το σώμα, όπως δείχνει ο Θεοτόκης, ως προς τα ένστικτα και τις ορμές του οδηγεί προς την ισότητα των φύλων. Μέσα στην κοινωνία όμως υπάρχει τεράστια ανισότητα: άλλα σώματα μπορεί να ασκούν εξουσία, είτε με τη βία που επιβάλλουν είτε με το πάθος που προκαλούν, άλλα, γυναικεία, μέσα στην καθιερωμένη ηθική, προβάλλουν ξεδιάντροπα την αγοραστική τους αξία, ενώ άλλα απλώς υπομένουν χωρίς να αισθάνονται χαρά.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πρώτης περίπτωσης, τόσο ο βιαστής πεθερός στο διήγημα «Αγάπη παράνομη» όσο και η Αιμίλια Βαλσάμη, που σκλαβώνει τους άντρες, και της δεύτερης η Μαρία, που παρασύρει τον Καραβέλα να γράψει την περιουσία του στον άντρα της και τον αδελφό του, με δόλωμα μια πιθανή ερωτική τους σχέση. Στην τρίτη περίπτωση, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που υποφέρουν σωματικά στην ερωτική πράξη. Εκτός από τη Χρυσαυγή στην «Αγάπη παράνομη», είναι η Μαργαρίτα στον Κατάδικο, όταν πλέον μαθαίνει την εμπλοκή του δεύτερου άντρα της στον φόνο του πρώτου, και η Ευλαλία στους Σκλάβους στα δεσμά τους, που αποστρέφεται τον σύζυγό της: «μια ολόκληρη ζωή ανυπόφερτης σκλαβιάς, που εβάραινε απάνου της και μέρα και νύχτα… γιατί δεν εξουσίαζε πλια τον εαυτό της, αλλά έπρεπε αδιάκοπα να παραδίνεται στον άντρα που δεν αγαπούσε» (243).
Ο Θεοτόκης βάζει, επίσης, στο στόχαστρο την καθιερωμένη άποψη της πατριαρχικής κοινωνίας της εποχής του για την κοινωνική κατωτερότητα του γυναικείου φύλου. Οι γυναίκες δεν έχουν δυνατότητα δικαιοπραξίας, ενώ η γνώμη τους, ακόμη και μέσα στην οικογένεια, πολύ συχνά δεν υπολογίζεται. Έτσι λοιπόν, θέλοντας να ασκήσει κριτική και να δείξει την πραγματική κατάσταση, βάζει τη σιόρα Επιστήμη, που παλεύει με νύχια και με δόντια να ζήσει την οικογένειά της, στο πλευρό ενός άχρηστου άντρα. Ας σημειωθεί ότι και προηγουμένως, όταν στο πλαίσιο του αισθητισμού πρόβαλλε υπεράνθρωπους ήρωες, οι γυναίκες ηρωίδες του ήταν αδύναμες ή υποταγμένες στους άντρες – με την εξαίρεση της Τβουβούης στο διήγημα «Το όνειρο του Σατνή», για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Ένα άλλο επίμονα επαναλαμβανόμενο στοιχείο στα έργα του Θεοτόκη είναι το ζήτημα της «μοίρας», μιας δύναμης που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και παρασύρει τον άνθρωπο χωρίς αυτός, είτε άντρας είτε γυναίκα, να μπορεί να αντισταθεί. Κατά την άποψή μου, αυτή η επαναλαμβανόμενη αναφορά στη μοίρα αποτυπώνει μια συνηθισμένη έκφραση των ανθρώπων μπροστά σε μια κατάσταση που δεν μπορούν να χειριστούν. Έπειτα, στις υποθέσεις των έργων του Θεοτόκη η μοίρα δεν κρύβει τόσο μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων όσο κοινωνική και βιολογική. Από τη μια, υπάρχει το εθιμικό δίκαιο, ένας κώδικας συμπεριφοράς που δρα ασφυκτικά για το άτομο στις μικρές κοινωνίες και προδιαγράφει τη ζωή του. Από την άλλη, αυτή η μοίρα παραπέμπει στην υποταγή των ηρώων του στα ένστικτα, και κυρίως στην ερωτική ορμή, που πράγματι κινεί με τρόπο αναπόδραστο τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά συνεχίζει τη ζωή. Στην ικανοποίηση αυτού του ακατανίκητου ενστικτώδους πόθου, τον οποίο οι θρησκευτικές εντολές και οι νόμοι της κοινωνίας προσπαθούν να οριοθετήσουν και να τιθασεύσουν, τα πρόσωπα που έπλασε ο Θεοτόκης παραδίνονται ολοκληρωτικά και χωρίς αντίσταση, ενώ εξαιτίας του παρασύρονται και από άλλες ζωώδεις ορμές, όπως η διεκδίκηση του επιθυμητού όντος και η εξουδετέρωση του αντιζήλου. Μόνο ορισμένοι χαρακτήρες κατορθώνουν να αρθούν πάνω από τα ένστικτά τους και να υπακούσουν στις κοινωνικές παραδόσεις και στους θρησκευτικούς κανόνες, που με τη σειρά τους καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων.