
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ναουάλ Αλ Σααντάουι «Φιρντάους», σε μετάφραση από τα αραβικά της Ελένης Καπετανάκη, το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Δώμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ήμουν απλώς μια επιτυχημένη πόρνη. Κι όσο πετυχημένη και νά ’ναι μια πόρνη, δεν είναι δυνατόν να ξέρει όλους τους άντρες. Ωστόσο, όλοι οι άντρες που γνώρισα μ’ έκαναν να θέλω να σηκώσω το χέρι μου ψηλά στον αέρα και να το κατεβάσω με δύναμη πάνω στο πρόσωπό τους. Αλλά φοβόμουν να σηκώσω το χέρι μου.
Αν μ’ έβλεπε κανείς την ώρα που έφτυνα, θα πίστευε ότι σίγουρα γνώριζα προσωπικά τον άντρα της φωτογραφίας. Αλλά όχι. Δεν είμαι παρά μια γυναίκα. Δε γίνεται μια γυναίκα να γνωρίζει τον κάθε άντρα που η φωτογραφία του δημοσιεύεται στις εφημερίδες. Ήμουν απλώς μια επιτυχημένη πόρνη. Κι όσο πετυχημένη και νά ’ναι μια πόρνη, δεν είναι δυνατόν να ξέρει όλους τους άντρες. Ωστόσο, όλοι οι άντρες που γνώρισα μ’ έκαναν να θέλω να σηκώσω το χέρι μου ψηλά στον αέρα και να το κατεβάσω με δύναμη πάνω στο πρόσωπό τους. Αλλά φοβόμουν να σηκώσω το χέρι μου. Κι επειδή ήμουν πόρνη, έκρυβα το φόβο μου κάτω από στρώσεις μακιγιάζ. Μιας κι ήμουν πετυχημένη πόρνη, τα καλλυντικά μου ήταν καλά κι ακριβά, όπως εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι αξιοσέβαστες κυρίες των ανώτερων τάξεων, τα μαλλιά μου πάντα χτενισμένα απ’ τους κομμωτές των κυριών των καλών οικογενειών. Τα χείλη μου ήταν βαμμένα σε χρώμα φυσικό και συντηρητικό, που ούτε τόνιζε αλλά ούτε και έκρυβε τη γοητεία τους. Στα μάτια μου, επιδέξια σχεδιασμένες, λεπτές γραμμές προσκαλούσαν και συγχρόνως απέρριπταν, όπως ακριβώς το συνήθιζαν οι σύζυγοι του κάθε υψηλόβαθμου αξιωματούχου απ’ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο εγώ δεν ανήκα στην ανώτερη τάξη· μόνο τα μαλλιά, το μακιγιάζ και τ’ ακριβά μου παπούτσια. Το απολυτήριο του γυμνασίου και οι καταπιεσμένες επιθυμίες μου με κατέτασσαν στη μεσαία τάξη. Αλλά γεννήθηκα στην κατώτερη τάξη.
◊ ◊ ◊
Ο πατέρας μου ήταν ένας φτωχός φελάχος που δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Ήξερε μονάχα να καλλιεργεί τη γη, να πουλάει τα βουβάλια του, που του τά ’χαν δηλητηριάσει οι γείτονες, προτού προλάβουν να ψοφήσουν, να πουλάει την παρθένα κόρη του προτού σιτέψει, να κλέβει τη σοδειά του γείτονα προτού ο γείτονας κλέψει τη δική του, να σκύβει πάνω από το χέρι του δημάρχου κάνοντας ότι το φιλάει, να δέρνει κάθε νύχτα τη γυναίκα του σχεδόν μέχρι θανάτου.
Κάθε Παρασκευή πρωί φορούσε μια καθαρή κελεμπία και πήγαινε στο τζαμί για τη δημόσια προσευχή. Αφού τέλειωνε, τον έβλεπα να περπατάει ανάμεσα στους ομοίους του σχολιάζοντας το κήρυγμα της Παρασκευής, τη ρητορική δεινότητα και την ευφράδεια του ιμάμη, ο οποίος είχε υπερβεί τα ανυπέρβλητα. Η κλοπή ήταν αμαρτία, η αδικία ήταν αμαρτία, η βία ήταν αμαρτία. Η υπακοή ήταν καθήκον, η αγάπη για την πατρίδα επίσης, η αγάπη για τον κυβερνήτη ήταν αγάπη για τον Αλλάχ. Είθε ο Αλλάχ να προστατεύει τον κυβερνήτη μας ώστε η πατρίδα, το αραβικό έθνος και η ανθρωπότητα ολόκληρη να προκόβουν και να ευτυχούν.
Τους έβλεπα να περπατούν στα στενοσόκακα, να κουνάνε τα κεφάλια τους με θαυμασμό, επιδοκιμάζοντας τα όσα είχε κηρύξει η αγιότητά του ο ιμάμης, να τα κουνάνε πάλι, να τρίβουν τα χέρια τους, το ένα χέρι με τ’ άλλο ή με το μέτωπό τους, να λένε την μπασμάλα, και τη χαουκάλα, να μουρμουρίζουν και να ψιθυρίζουν ασταμάτητα.
Κουβαλούσα στο κεφάλι μου τη ζαλάα, βαριά και γεμάτη. Κάτω απ’ το βάρος της ο λαιμός μου έγερνε προς τα πίσω ή δεξιά ή αριστερά. Προσπαθούσα να τη ζυγίσω στο κεφάλι μου για να μην πέσει και βάδιζα κουνώντας τα πόδια μου μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο που χρησιμοποιούσε κι η μάνα μου. Ήμουν ακόμα μικρή και το στήθος μου δε φαινόταν. Δεν ήξερα τίποτα για τους άντρες, αλλά τους άκουγα να λένε την μπασμάλα και τη χαουκάλα, τους έβλεπα να κουνούν τα κεφάλια και να τρίβουν τα χέρια τους, να βήχουν, να φυσάνε τις μύτες τους με θόρυβο, άξεστα και δυνατά, να ξύνονται διαρκώς στις μασχάλες και ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ συγχρόνως έριχναν το βλέμμα τους τριγύρω: μάτια τρομαγμένα, αδιάκριτα και μουλωχτά, μάτια που παραμόνευαν, μάτια εχθρικά κι ας έδειχναν δουλοπρεπή.
Υπήρχαν φορές που δεν ήξερα ποιος απ’ αυτούς ήταν ο πατέρας μου. Tους έμοιαζε τόσο πολύ που δεν τον ξεχώριζα. Μια μέρα ρώτησα τη μητέρα για τον πατέρα μου. Πώς μ’ είχε γεννήσει χωρίς πατέρα; Εκείνη πρώτα μ’ έδειρε κι ύστερα έφερε μια γυναίκα που κρατούσε ένα μικρό σουγιά ή ένα ξυράφι κι έκοψαν ένα κομμάτι κρέας στην περιοχή ανάμεσα στα πόδια μου.
Έκλαιγα όλη τη νύχτα. Το άλλο πρωί η μητέρα δε μ’ έστειλε στα χωράφια όπως συνήθως. Κανονικά, κουβαλούσα κοπριά πάνω στο κεφάλι μου και πήγαινα στα χωράφια. Προτιμούσα τα χωράφια από το σπίτι. Έπαιζα με τα κατσίκια, σκαρφάλωνα στη φτερωτή, κολυμπούσα στο ρυάκι με τ’ αγόρια.
Ήταν ένα αγοράκι που λεγόταν Μοχαμαντίν. Ο Μοχαμαντίν με τσιμπούσε μες στο νερό και μ’ ακολουθούσε στην καλύβα. Μ’ έβαζε να ξαπλώσω πίσω από μια στοίβα άχυρο και να σηκώσω την κελεμπία μου για να παίξουμε το παιχνίδι «του γαμπρού και της νύφης». Τότε ένιωθα μια δυνατή διέγερση που δεν ήξερα από ποιο ακριβώς σημείο του κορμιού μου ερχόταν. Αργότερα έκλεινα τα μάτια μου ψάχνοντας με το χέρι μου εκείνο το σημείο. Όταν το έβρισκα, συνειδητοποιούσα πως είχα ξανανιώσει εκείνη την αίσθηση.
Ξαναρχίζαμε το παιχνίδι ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος. Απ’ το διπλανό χωράφι ακουγόταν ο πατέρας του να τον φωνάζει. Τον κρατούσα να μη φύγει, αλλά εκείνος έτρεχε φωνάζοντας πως θα ξαναρχόταν την επόμενη μέρα.
Αλλά η μάνα μου σταμάτησε να με στέλνει στα χωράφια. Προτού ακόμα ανατείλει ο ήλιος, μου έριχνε μια σκουντιά στον ώμο για να με ξυπνήσει και να πάω να γεμίσω τη ζαλάα, να γυρίσω και να σκουπίσω το στάβλο με τα ζώα, να ζυμώσω και ν’ αφήσω τη ζύμη να στεγνώσει στον ήλιο.
Δεν είχα προσέξει ότι η κελεμπία μου άφηνε συχνά τους μηρούς μου ξεσκέπαστους, μέχρι που είδα μια μέρα το χέρι του θείου μου να κινείται αργά πίσω απ’ το βιβλίο που διάβαζε για ν’ αγγίξει το πόδι μου. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ανέβηκε προς τα πάνω με κινήσεις διστακτικές, τρέμοντας, στα μουλωχτά.
Τις μέρες του ζυμώματος έπλαθα τη ζύμη κι έφτιαχνα ψωμί. Καθόμουν στις φτέρνες μου κι έβαζα τη σκάφη με τη ζύμη ανάμεσα στα πόδια μου. Πρόσθετα νερό κι έπλαθα. Πότε-πότε σήκωνα την εύπλαστη μάζα στον αέρα και την άφηνα να πέσει στη σκάφη. Ο φούρνος έκαιγε στο πρόσωπό μου τσουρουφλίζοντας τις άκρες των μαλλιών μου.
Δεν είχα προσέξει ότι η κελεμπία μου άφηνε συχνά τους μηρούς μου ξεσκέπαστους, μέχρι που είδα μια μέρα το χέρι του θείου μου να κινείται αργά πίσω απ’ το βιβλίο που διάβαζε για ν’ αγγίξει το πόδι μου. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ανέβηκε προς τα πάνω με κινήσεις διστακτικές, τρέμοντας, στα μουλωχτά. Κάθε φορά που ακουγόταν σούρσιμο ποδιών στην είσοδο του σπιτιού τραβούσε το χέρι του, για να το ξανακολλήσει βίαια και δυνατά όποτε βασίλευε ξανά σιωπή και ησυχία, την οποία διέκοπτε μόνο ο θόρυβος απ’ τα κλαράκια που έσπαγαν καθώς τα έβαζα στο φούρνο ή οι ρυθμικές ανάσες του πίσω απ’ το βιβλίο. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του και δεν ήξερα αν ροχάλιζε στον ύπνο του ή αγκομαχούσε ξυπνητός.
Μου έκανε τα ίδια που μου έκανε παλιότερα κι ο Μοχαμαντίν, κι ακόμα παραπάνω. Αλλά τώρα δεν ένιωθα εκείνη τη μεγάλη διέγερση που έβγαινε απ’ αυτό το άγνωστο ―κι όμως γνώριμο― σημείο του κορμιού μου. Έκλεινα τα μάτια μου προσπαθώντας να ξανανιώσω εκείνη την αίσθηση. Μάταια. Λες και το σημείο είχε εξαφανιστεί, λες κι εκείνο το κομμάτι του κορμιού μου είχε παντοτινά χαθεί.
[...]