
Προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από τον πρόλογο, κι ενός από το κυρίως σώμα του βιβλίου του Jan Kott, «Θεοφαγία - Σκαριφήματα επί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας», σε μετάφραση της Αγγέλας Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Πρόλογος, επιμέλεια και αναθεώρηση μετάφρασης από τον Γιάννη Λειβαδά. Το βιβλίο κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Εξάντας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Απόσπασμα από τον πρόλογο
Ο Γιαν Κοτ ξεκίνησε να μελετά επισταμένως τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες αφότου είχε ολοκληρώσει την εργασία του πάνω στον Σέξπιρ, αναγνωρίζοντας πως η μελέτη αυτή αποτελούσε κλειδί για τη συγκριτική διερεύνηση του ποιόντος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Έτσι δημιουργήθηκαν τα κείμενα του ανά χείρας τόμου, ο οποίος, πέραν της μοναδικότητας και της αξίας του, αποτέλεσε την πρώτη καίρια προσέγγιση των μυθολογικών διασυνδέσεων και των κειμενικών διεπιφανειών των τραγωδιών, θα έλεγε κανείς πιο εύστοχα της κουλτούρας των τραγωδιών, οι οποίες επικαθόρισαν τη σφαίρα του ελληνικού πολιτισμού∙ ο οποίος εδώ αποκτά υπερδιαστάσεις ή τις πραγματικές του διαστάσεις.
Ο Κοτ εν πολλοίς, διατείνετο πως οι αρχαίοι Έλληνες δραματουργοί ανέπλαθαν τους μύθους κατά το δοκούν και εξέλισσαν τις τραγωδίες σύμφωνα με την πολιτική κατάσταση και τους κοινωνικούς αντικτύπους κάθε περιόδου και εποχής, αλλά και κατ’ αναλογία προς τις προσωπικές τους βλέψεις και εμπειρίες.
Ο Κοτ εν πολλοίς, διατείνετο πως οι αρχαίοι Έλληνες δραματουργοί ανέπλαθαν τους μύθους κατά το δοκούν και εξέλισσαν τις τραγωδίες σύμφωνα με την πολιτική κατάσταση και τους κοινωνικούς αντικτύπους κάθε περιόδου και εποχής, αλλά και κατ’ αναλογία προς τις προσωπικές τους βλέψεις και εμπειρίες. Ο Κοτ εντούτοις, δεν επέστρεψε στον χρόνο των τραγωδιών μα τις αξιολόγησε και τις χρησιμοποίησε εντάσσοντάς τες στο παρόν, σε ένα παρόν διερευνητικό, καθιστώντας εκ νέου αυτά τα έργα σύγχρονα και τους δημιουργούς τους σημερινούς, κατά τον τρόπο που η εν λόγω υποστήριξη αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη εποχή.
Ο συγγραφέας απευθύνθηκε στους ειδικευμένους διαχειριστές και παράγοντες του θεάτρου μα δεν εξαίρεσε από την απεύθυνσή του τους απλούς αναγνώστες, αναγνωρίζοντας και καταδεικνύοντας την αξία των αρχαίων τραγωδιών ως πολιτισμική κληρονομιά, η οποία εξακολουθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό αναξιοποίητη και αδιάπτωτη μέσα στον χρόνο.
Ο τίτλος του βιβλίου, Θεοφαγία, που παραπέμπει στις Βάκχες του Ευριπίδη, είναι τουλάχιστον αινιγματικός, διφορούμενος, όπως και η εισαγωγή του συγγραφέα, η οποία αγγίζει τα όρια της ερμητικότητας. Ένα άλλοτε έντονο και άλλοτε αμβλυμμένο απλοποιητικό ύφος εκτείνεται διακριτικά σε όλη την έκταση του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι η κοσμοθεωρητική απεικόνιση που προκύπτει από τις απόψεις του συγγραφέα επί της θεματικής του είναι εν μέρει γριφώδης – αυτό όμως δεν είναι αταίριαστο με τα ζητήματα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, καθώς και αυτή διέπεται από μία αδιαμφισβήτητη ανεφικτότητα προσέγγισης, σύγκλισης, ομοθυμίας και συμφιλίωσης των στοιχείων και των δυνάμεων που ασκούν την εξουσία τους στο θείο και το ανθρώπινο, στο περιεχομενικό και το επικαλούμενο, στο ρητό και το άρρητο. Σε μία συνέντευξη που έδωσε το 1985, ο Γιαν Κοτ είχε αποκριθεί με έμφαση: «…τα παρασκήνια είναι πάντοτε εξίσου σημαντικά με τη σκηνή».
♦ ♦ ♦
Ορέστης, Ηλέκτρα, Άμλετ
Ο Οιδίποδας είναι ο άνθρωπος που έμαθε ότι έχει σκοτώσει τον πατέρα του και έχει παντρευτεί τη μητέρα του. Πρέπει να πληρώσει για ένα παρελθόν που είναι το δικό του, μολονότι έχει ριχτεί πάνω του σαν να ήταν κάτι ξένο. Η Αντιγόνη, για να ρίξει μια χούφτα χώμα στο πτώμα του αδερφού της, είναι αναγκασμένη να καταπατήσει τους νόμους του κράτους. Θα αποφασίσει να κάνει μια χειρονομία που τιμωρείται με θάνατο. Ο Ορέστης, για να εκδικηθεί τον πατέρα του πρέπει να σκοτώσει τους δολοφόνους του: την ίδια του τη μητέρα και τον εραστή της.
Όλες σχεδόν οι μεγάλες τραγωδίες μπορούν ν’ αποδοθούν με δυο τρεις φράσεις. Αποτελούν προπάντων καταστάσεις. Είναι καταστάσεις με την έννοια ακριβώς που χρησιμοποιούμε αυτήν τη λέξη στο θέατρο. Η κατάσταση είναι η σχέση ανάμεσα στον ήρωα και τον κόσμο, ανάμεσα στον ήρωα και τα υπόλοιπα πρόσωπα.
Όλα συμβαίνουν πάντοτε στο παρόν. Η τραγωδία του Οιδίποδα ξεκινά ακριβώς τη στιγμή που όλα έχουν ήδη συμβεί. Ο Οιδίποδας θα γνωρίσει το παρελθόν του, κατόπιν πρέπει ν’ αποφασίσει τι θα κάνει τον εαυτό του. Η αρχή της τραγωδίας της Αντιγόνης είναι η απόφασή της να θάψει τον αδερφό της. Πρέπει να κάνει μία εκλογή. Η τραγωδία του Ορέστη ξεκινά με την άφιξή του στις Μυκήνες. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την πράξη του, με τον θάνατό του, με το έγκλημα των άλλων που θα γίνει έγκλημα το δικό του.
Η κατάσταση αποτελεί πάντοτε το παρόν της τραγωδίας, το οποίο όμως συνδέεται με ένα προκαθορισμένο παρελθόν και μ’ ένα προφητευμένο μέλλον. Η κατάσταση είναι ανεξάρτητη από τον χαρακτήρα του ήρωα, του έχει επιβληθεί απ’ έξω. Η τραγωδία ορίζεται από την κατάσταση, όχι από τον χαρακτήρα της Αντιγόνης, του Οιδίποδα ή του Ορέστη. Η κατάσταση είναι επίσης ανεξάρτητη και από τον διάλογο, ο διάλογος απλώς μας πληροφορεί για την κατάσταση. Η κατάσταση κατά κάποιον τρόπο προηγείται της τραγωδίας, κάθε τραγωδία μοιάζει να είναι απλώς μία δραματική εκδοχή της κατάστασης, μία ανάμεσα σε πολλές.
Οι τραγικές καταστάσεις είναι κατά κάποιον τρόπο οριστικές και παραδειγματικές. Είναι σαν να μπορεί κανείς να τις αναγάγει σε έναν περιορισμένο και καθορισμένο αριθμό προτύπων. Αυτά τα πρότυπα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν θεμελιακές τραγικές δομές ή μοντέλα της τραγωδίας. Οι τραγωδίες που έχουν αποκρυσταλλωθεί γραπτά δεν είναι παρά διαφορετικές εκδοχές των μοντέλων αυτών.
Ο μύθος δεν είναι ταυτόσημος με καμιά από τις εκδοχές του, διαθέτει μία «αμετάλλακτη δομή» που είναι ανεξάρτητη από τη εκάστοτε εκδοχή. Ο μύθος δεν γίνεται κατονοητός μόνο με την γλωσσική ανάλυση της εκδοχής του. Δεν μπορεί να ερμηνευτεί στο επίπεδο των φωνημάτων ή των μορφημάτων, ούτε και στο επίπεδο των ανώτερων σημασιολογικών μονάδων. Βρίσκεται σαν να λέμε έξω ή μάλλον πάνω απ’ αυτές.