
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Έντμοντ Άμπου «Η Ελλάδα του Όθωνα» σε μετάφραση Αριστέας Κομνηνέλλη, και πρόλογο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 18 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
VI
Ισότητα – Οι Έλληνες ήταν ίσοι µεταξύ τους από την εποχή του Οµήρου, και θα είναι αιωνίως – Αδύνατον να εγκαθιδρύσουν αριστοκρατία – Ο υπουργός και ο µπακάλης – Εκείνο που πρέπει να σκεφτόµαστε για τους έλληνες πρίγκιπες που βλέπουµε στο Παρίσι – Οι ψευτοευγενείς· οι επισκεπτήριες κάρτες τους
Οι Έλληνες ανέκαθεν είχαν το αίσθηµα της ισότητας. Μπορούµε να δούµε στον Όµηρο πώς οι στρατιώτες µιλούσαν στους αρχηγούς τους και οι σκλάβοι στους κυρίους τους. Ο βασιλιάς δεν ήταν πολύ πιο πάνω από τον λαό· δεν υπήρχαν καθόλου έντονες ανισότητες στην κοινωνία· τους φτωχούς και τους επαίτες τους χτυπούσαν και τους έβριζαν, αλλά δεν τους περιφρονούσαν ούτε τους ταπείνωναν. Τους πετούσαν µερικές φορές στο κεφάλι ένα βοδίσιο πόδι ή κανένα σκαµνί, αλλά µιλούσαν ελεύθερα στους κυρίους τους και έτρωγαν µαζί τους. Ακόµα και στους σκλάβους έδειχναν σεβασµό, και ο Εύµαιος αγκάλιαζε µε οικειότητα τον γιο του Οδυσσέα. Όλοι οι µεταφραστές του Οµήρου που εισήγαγαν το εσείς στον διάλογο έκαναν µια χονδροειδή παρανόηση. Οι Έλληνες µιλούσαν πάντα στον ενικό και το ίδιο κάνουν ακόµη.
Ο Αριστοφάνης µας µαθαίνει µε ποιο τρόπο ο λαός στον καιρό του συµπεριφερόταν στους κυβερνώντες, τους ρήτορες και τους φιλοσόφους του. Υπήρχε στην Αθήνα ένα αριστοκρατικό κόµµα, αλλά δεν υπήρχε καθόλου αριστοκρατία· δεν υπάρχει ούτε σήµερα, και προκαλώ και τους πιο ικανούς να προσπαθήσουν να τη φτιάξουν.
Ο Αριστοφάνης µας µαθαίνει µε ποιο τρόπο ο λαός στον καιρό του συµπεριφερόταν στους κυβερνώντες, τους ρήτορες και τους φιλοσόφους του. Υπήρχε στην Αθήνα ένα αριστοκρατικό κόµµα, αλλά δεν υπήρχε καθόλου αριστοκρατία· δεν υπάρχει ούτε σήµερα, και προκαλώ και τους πιο ικανούς να προσπαθήσουν να τη φτιάξουν. Το αλµανάκ της Γκότα3 ποτέ δεν θα αποκτήσει πελάτες στις όχθες του Ιλισού.
Πράγµατι, για να εγκαθιδρύσεις µια αριστοκρατία που θα είναι ανεκτή ή τουλάχιστον συγχωρητέα, πρέπει να βρεις µια τάξη στην κοινωνία που να έχει περισσότερη δόξα, περισσότερα χρήµατα και περισσότερη εξυπνάδα από τους άλλους. ∆εν µπορεί να υπάρξει αριστοκρατία χωρίς δόξα, χωρίς προγόνους δηλαδή· δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς χρήµατα, χωρίς ανεξαρτησία δηλαδή· και µια αριστοκρατία που θα έχει µόνο δόξα και χρήµατα δεν θα µακροηµερεύσει.
Σε όλους τους Έλληνες λείπει εξίσου το χρήµα και η δόξα. ∆εν υπάρχουν ούτε εκατό οικογένειες στο βασίλειο που να έχουν εξασφαλισµένο το ψωµί τους: αυτός είναι ο πλούτος τους. Επωµίστηκαν όλοι το φορτίο της τουρκικής κατοχής, έως τη στιγµή που τους απελευθερώσαµε, κι έφαγαν όλοι τον ίδιο βούρδουλα: αυτή είναι η δόξα τους.
Σχετικά µε το πνεύµα και τη γνώση, τα έχουν όλοι, λίγο πολύ, στον ίδιο βαθµό. Επίσης όλοι, ή σχεδόν όλοι, αρέσκονται να ανήκουν στην αριστοκρατία του πνεύµατος.
Όταν ένας υπουργός περνά από την οδό Ερµού πηγαίνοντας στο παλάτι, ο µπακάλης ή ο κουρέας του φωνάζουν δυνατά: «∆εν µας κυβερνάς καλά, καηµένε!» Κι ο υπουργός απαντά: «Να δούµε εσύ τι θα έκανες!»
Το σύνταγµα δεν δέχεται κανενός είδους διάκριση αριστοκρατικής καταγωγής, και καλά κάνει.
Ωστόσο δεν είναι και σπάνιο να ακούσεις στα σαλόνια του Παρισιού να αναγγέλλουν έναν έλληνα πρίγκιπα· και έλληνες κόµητες συναντάς συχνά σε ενοικιαζόµενα σπίτια. Οι έλληνες κόµητες µπορεί να είναι αξιόλογοι, αλλά προέρχονται από τις Ιονίους Νήσους, και δεν ανήκουν στο βασίλειο της Ελλάδας· όσο για τους πρίγκιπες, δεν ανήκουν σε καµία αριστοκρατία, έγιναν από µόνοι τους.
Όλοι οι Έλληνες που άσκησαν κατά την Τουρκοκρατία τα προσωρινά καθήκοντα του οσποδάρου ή του µπέη, δηλαδή του διοικητή, αντάλλαξαν τον τίτλο που δεν κατείχαν πια µε εκείνο το ποµπώδες του πρίγκιπα. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και των δύο φύλων, για να είναι βέβαια ότι κάτι θα κληρονοµήσουν, παίρνουν µε τη σειρά τους τον τίτλο του πρίγκιπα ή της πριγκίπισσας. Αν ένας δικός µας αντινοµάρχης που έχει χάσει τη θέση του απένεµε στον εαυτό τον τίτλο του πρίγκιπα, και αν όλα τα παιδιά του γίνονταν πρίγκιπες µε τη σειρά τους, θα γελούσαµε µε την καρδιά µας. Έτσι κάνουν οι Έλληνες, και ποτέ δεν πήραν στα σοβαρά τα πριγκιπάτα των Φαναριωτών που έχουν πληµµυρίσει την Αθήνα. Οι έλληνες πρίγκιπες έχουν δύο επισκεπτήριες κάρτες. Στη µία γράφουν Ιωάννης, Κωνσταντίνος ή Μιχαήλ Τάδε· στην άλλη πρίγκιπας Τάδε· η µεν είναι για τους Έλληνες, η άλλη για τα κορόιδα.
VII
Πατριωτισµός – Η εξέγερση της Κεφαλονιάς – Η γενναιότητα των Ελλήνων – Η απέχθειά τους για τη γεωργία – Το πάθος τους για το εµπόριο – Ο Πέτρος θέλει να αγοράσει το άλογο του κυρίου του
Αναγνωρίζω στους Έλληνες δύο πολιτικές αρετές: την αγάπη για την ελευθερία και το αίσθηµα της ισότητας· πρέπει να προσθέσουµε και µια τρίτη: τον πατριωτισµό.
Προφανώς υπάρχει πολλή αλαζονεία στην αγάπη των Ελλήνων για τη χώρα τους, και τυφλώνονται κατά τρόπο περίεργο σχετικά µε τη σπουδαιότητα της Ελλάδας. Κατά τη γνώµη τους όλα τα γεγονότα της Ευρώπης έχουν για επίκεντρο και σκοπό την Ελλάδα. Αν η Αγγλία κάνει διεθνή έκθεση, ο λόγος είναι να προβληθούν τα προϊόντα της Ελλάδας· αν η Γαλλία κάνει επανάσταση, ο λόγος είναι να τροφοδοτήσει τις αθηναϊκές εφηµερίδες µε ενδιαφέροντα άρθρα· αν ο αυτοκράτορας Νικόλαος εποφθαλµιά την Κωνσταντινούπολη, ο λόγος είναι για να τιµήσει τον βασιλιά Όθωνα. Ο ελληνικός λαός είναι ο πρώτος λαός του κόσµου· η Ελλάδα είναι µια απαράµιλλη χώρα· ο Σηκουάνας και ο Τάµεσης είναι υπόγειοι παραπόταµοι του Ιλισού και του Κηφισού. Προσπερνώ αυτές τις αστειότητες. Είναι βέβαιο πως ορισµένοι κάτοικοι των νησιών, όπως ο σπουδαίος Κουντουριώτης, έχουν θυσιάσει όλα τα υπάρχοντά τους, που δεν ήταν ευκαταφρόνητα, για να απελευθερώσουν την πατρίδα τους. Όλα τα µνηµεία των Αθηνών κατασκευάστηκαν µε προεγγραφή και η πλειονότητα των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό κληροδοτούν την περιουσία τους στην Ελλάδα. Τέλος, οι κάτοικοι των Ιονίων Νήσων, που είναι πλουσιότεροι και ευτυχέστεροι, µε διοίκηση εκατό φορές καλύτερη από εκείνη των υποτακτικών του βασιλιά Όθωνα, εξεγέρθηκαν ύστερα από τα γεγονότα του 1848·4 ήθελαν να καταστραφούν από τους φόρους, να λεηλατηθούν από τους φοροεισπράκτορες, να πυρποληθούν από τους ληστές, να κακοπάθουν από τους στρατιώτες, και να απολαύσουν όλα τα προνόµια που µια αξιοθρήνητη κυβέρνηση παραχωρούσε εδώ και είκοσι χρόνια στην Ελλάδα.
Ο πατριωτισµός των Ελλήνων φτάνει άραγε µέχρι του σηµείου να βρεθούν αντιµέτωποι µε σφαίρες; Είναι ένα θέµα για το οποίο συχνά λογοµάχησα µε τους φιλέλληνες. Η Ευρώπη πίστεψε κάποια εποχή πως όλοι οι Έλληνες ήταν ήρωες· άκουσα ορισµένους παλιούς στρατιώτες να ισχυρίζονται πως ήταν όλοι λιπόψυχοι. Πιστεύω πως βρίσκοµαι πιο κοντά στην αλήθεια αν πω ότι το θάρρος τους είναι συνετό και µετρηµένο. Κατά τον πόλεµο της Ανεξαρτησίας, πολέµησαν κυρίως ως πυροβολητές πίσω από τους θάµνους. ∆εν θα δυσκολευτεί κανείς να µε πιστέψει όταν µάθει ότι στηρίζουν µε φυσικότητα το όπλο τους πάνω σε ένα δέντρο ή µια πέτρα για να πετύχουν σίγουρο στόχο. Οι κυνηγοί δεν σκοτώνουν σχεδόν ποτέ το θήραµα ενώ πετά, πυροβολούν τις πέρδικες στο κλαδί και τους λαγούς στη φωλιά τους. Έτσι κυνηγούσαν άλλοτε και τους ανθρώπους. Προφανώς υπήρξαν ανάµεσά τους και στρατιώτες αρκετά γενναίοι ώστε να ριψοκινδυνεύσουν στην πεδιάδα· αλλά αυτοί δεν είναι και οι περισσότεροι. Ο Κανάρης που πήγαινε να πυρπολήσει έναν στόλο ακουµπώντας τον σχεδόν µε το χέρι του άφησε αποσβολωµένο το έθνος ολόκληρο. ∆εν πρέπει να νοµίζουµε ότι όλοι οι Έλληνες µοιάζουν µε τον Κανάρη, και είναι πάντα λάθος τρόπος να κρίνουµε έναν λαό µε βάση ένα δείγµα. ∆εν είναι ο ελληνικός στόλος που επιτέθηκε στον Ξέρξη στη Σαλαµίνα· είναι ένας άντρας, ο Θεµιστοκλής. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να πολεµήσουν, και ο Ηρόδοτος διηγείται ότι σηκώθηκε στον αέρα µια φωνή που τους έλεγε: «∆ειλοί, πότε θα πάψετε να υποχωρείτε;»
Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννηµένος για τον πόλεµο, ό,τι κι αν λέει. Ακόµα κι αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναµη του πολέµου, θα του λείπει πάντα.
Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννηµένος για τον πόλεµο, ό,τι κι αν λέει. Ακόµα κι αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναµη του πολέµου, θα του λείπει πάντα. Ισχυρίζεται πως δεν είναι γεννηµένος για τη γεωργία: φοβάµαι πως έχει δίκιο. Η γεωργία απαιτεί περισσότερη υποµονή, περισσότερη θέληση και µεγαλύτερη προσήλωση, χαρακτηριστικά που οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ τους. Τους αρέσουν τα µακρινά ταξίδια, οι τολµηρές επιχειρήσεις, η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Ο Έλληνας βρίσκει τη θέση του στην πόρτα ενός µαγαζιού όπου προσελκύει τους πελάτες ή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου όπου διασκεδάζει τους επιβάτες. Καθισµένος, ευχαριστιέται την αρχοντιά του· όρθιος, θαυµάζει την κοµψότητά του· αλλά τον απωθεί η ιδέα να σκύψει πάνω από τη γη. Οι γεωργοί µας θα τον θεωρούσαν άεργο, αλλά θα είχαν άδικο· δουλεύει µε το µυαλό. Οι Έλληνες που καλλιεργούν τη γη νιώθουν ταπεινωµένοι· προσβλέπουν σε µια θέση υπηρέτη ή φιλοδοξούν να γίνουν ιδιοκτήτες µιας µικρής ταβέρνας. Το αχάριστο χώµα που παιδεύουν δεν µιλά στην καρδιά τους· δεν νιώθουν όπως οι δικοί µας αγρότες, αλλά και οι πρόγονοί τους, αγάπη για τη γη, και έχουν ξεχάσει τους ποιητικούς µύθους που τη θεωρούσαν µητέρα των ανθρώπων. Ο γάλλος αγρότης το µόνο που σκέφτεται είναι πώς θα µεγαλώσει το χωράφι του· ο έλληνας αγρότης είναι πάντα έτοιµος να το πουλήσει.
Άλλωστε πουλούν ό,τι µπορούν· κατά πρώτον, για να έχουν χρήµατα και, κατά δεύτερον, για τη χαρά του να πουλάς. Στη Γαλλία, αν προτείνετε σε έναν εργάτη να σας πουλήσει το ρούχο του θα σας απαντήσει, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του: «Το ρούχο µου δεν είναι για πούληµα». Στην Ελλάδα, σταµατήστε έναν αστό στον περίπατο και ρωτήστε τον αν θέλει να σας πουλήσει τα παπούτσια του. Αρκεί να δώσετε µια λογική τιµή και µπορείτε να στοιχηµατίσετε δέκα προς ένα ότι θα γυρίσει ξυπόλυτος στο σπίτι. Στα ταξίδια µας, όταν µέναµε σε ιδιώτες κάπως εύπορους, δεν χρειαζόταν να στείλουµε κάποιον στο παζάρι. Οι οικοδεσπότες µας µας έδιναν στη σωστή τιµή το κρασί της κάβας τους, το ψωµί του φούρνου τους, τις κότες του κοτετσιού τους. Γδύνονταν, στην ανάγκη, για να µας πουλήσουν τα ρούχα τους. Έχω πάρει, έτσι, ένα αλβανικό πουκάµισο πολύ καλοκεντηµένο που το είχα αγοράσει όσο ήταν ακόµη ζεστό. Αντιθέτως, µια δυο φορές οι αγρότες µάς παρακάλεσαν να τους πουλήσουµε ό,τι έβλεπαν στα χέρια µας. Μια µέρα στη Σπάρτη, ένας άντρας που είχε έρθει για να µου πουλήσει µετάλλια θέλησε να αγοράσει το µελανοδοχείο που χρησιµοποιούσα. Ο Πέτρος, ο υπηρέτης µας, όταν έµαθε ότι ο Μπελέ ήθελε να πουλήσει το άλογό του, πήγε να τον βρει και, γυρνώντας το φέσι του στα δάχτυλά του, του ζήτησε να τον προτιµήσει. «Μα για όνοµα του Θεού» τον ρώτησε ο Μπελέ «τι θα το κάνεις το άλογό µου;» – «Θα σας το νοικιάσω, κύριε, για τον περίπατο».