
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Can Dündar Μας συνέλαβαν! Μια μαρτυρία από τη φυλακή (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη 22 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Το κελί τώρα θύμιζε τσιμεντένιο σπιρτόκουτο με το εσωτερικό του σπρωγμένο προς τα έξω. Πάνω από το βγαλμένο εσωτερικό ήταν ο ουρανός: μολυβένιος, μουντός, σκυθρωπός, μακρινός ουρανός… Γωνιώδης, όπως καθετί άλλο εδώ. Ένα τετράγωνο στερέωμα, σάμπως να ήταν κι αυτό αιχμάλωτο ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους.
Σαν κότα με βελούδινο σακάκι βγαλμένη απ’ το κοτέτσι, βγήκα στην αυλή που αποκαλούνταν «κήπος». Ένας κήπος χωρίς ήλιο, χώμα και λουλούδια, περίκλειστος από έναν χοντρό τοίχο που χώριζε όσους είχαν υπερπηδήσει τον τοίχο του φόβου. Ήταν ένας τοίχος με μελαγχολικό κίτρινο χρώμα, δέκα μέτρα ψηλός, που ορθωνόταν προς τον συννεφιασμένο ουρανό, στεμμένος με αγκαθωτό σύρμα.
Η οικεία, απέραντη, φωτεινή γαλάζια όψη του ουρανού πλαισιωνόταν από τούτα τα σύρματα, βαριά και σκοτεινιασμένη τώρα. Σύννεφα με ακαθόριστη πρόθεση έμοιαζαν να πλακώνουν την αυλή.
Η οικεία, απέραντη, φωτεινή γαλάζια όψη του ουρανού πλαισιωνόταν από τούτα τα σύρματα, βαριά και σκοτεινιασμένη τώρα. Σύννεφα με ακαθόριστη πρόθεση έμοιαζαν να πλακώνουν την αυλή.
Και τότε το σκέφτηκα: η Σηλυβρία ήταν η δική μου «Στάση για να εντοπίσω τον ουρανό», όπως είναι ο τίτλος ενός ποιήματος του Τουργκούτ Ουγιάρ. Ρούφηξα βαθιά κείνη τη χούφτα ουρανό.
Το «πολύτιμο κομμάτι γης» μας ήταν εννιά βήματα από τον έναν τοίχο ως τον άλλον, οκτώ άμα αφαιρούσες τα βήματα όπου κάναμε μεταβολή – μετά βίας κατάλληλο για βηματισμό. Κάθε οκτώ βήματα συναντούσες τοίχο. Το έδαφος ήταν αρκετά υγρό ώστε να σκεπάζεται από βρύα. Μια σχάρα υπονόμου ήταν βαλμένη ακριβώς στο κέντρο. Μπορούσε άραγε κάποιος να δραπετεύσει αποκεί; Πού έβγαζε ο υπόνομος; Μπορούσα ν’ ανοίξω μια σήραγγα αν έσκαβα την τρύπα της λεκάνης; Πού θα ’κρυβα το βγαλμένο χώμα;
Ο Μαχίρ και οι σύντροφοί του είχαν αδειάσει κρυφά το ανασκαμμένο χώμα από τις τσέπες στις φόρμες τους κι απ’ τις κάλτσες τους στο γήπεδο ποδοσφαίρου…
Όμως εδώ δεν υπήρχε ίχνος χώμα, ούτε καν σε γλάστρα. Και η αυλή παραήταν μικρή για μια νοτιοαμερικανικού τύπου διάσωση με ελικόπτερο. Καλύτερα λοιπόν ν’ άφηνα κατά μέρος, για λίγο, την ιδέα της απόδρασης.
Ο Ερντέμ πρέπει να βρισκόταν πίσω από τον τοίχο, όμως ήταν αδύνατο να τον ακούσω ή να τον δω. Έλεγξα την πόρτα. Υπήρχε ένα άνοιγμα επιθεώρησης στο ύψος του μετώπου, σε μέγεθος κινητού τηλεφώνου. Όπως όλα τα παράθυρα, έβλεπε κι αυτό σ’ έναν τοίχο. Αν σηκωνόσουν στις μύτες των ποδιών, έβλεπες μερικά μέτρα διαδρόμου.
Αυτό το παραθυράκι, σχεδιασμένο πιο πολύ για κρυφοκοίταγμα προς τα μέσα παρά προς τα έξω, βρισκόταν πάνω ακριβώς από μια σιδερένια θυρίδα που ολοφάνερα άνοιγε μονάχα τις ώρες των γευμάτων. Δεν θα ’λεγα όχι για ένα φλιτζάνι τσάι.
Πάνω που το σκεφτόμουν αυτό, άκουσα κάτι στην αυλή. Σαν να είχε πέσει κάτι μέσα. Τι μπορούσε όμως να ’χε πέσει στην αυλή, όταν ως και τα πουλιά απέφευγαν να πετούν αποπάνω; Βγήκα γρήγορα έξω να ρίξω μια ματιά. Κάτι τυλιγμένο σε εφημερίδα βρισκόταν στη βάση του τοίχου. Στεριωμένο πάνω στο πακέτο υπήρχε ένα μικρό σημείωμα: «Καλωσόρισες!».
Τότε συνειδητοποίησα πως ήταν ένα δώρο σταλμένο από τη γειτονική αυλή. Το ξετύλιξα με λαχτάρα: τρία κατακόκκινα μήλα πρόβαλαν, ολοφάνερα εκσφενδονισμένα πάνω από τον μεγάλο τοίχο από ένα δυνατό χέρι, για να πέσουν εξ ουρανού, όπως στα λαϊκά παραμύθια του παλιού καιρού.
Κοιτούσα ψηλά στον αέρα προσπαθώντας να καταλάβω από πού είχε έρθει και ποιος το έριξε, όταν ένα δεύτερο πακέτο πέταξε πάνω από τ’ αγκαθωτό σύρμα και προσγειώθηκε στα πόδια μου. Ένα πλαστικό μπουκάλι αναψυκτικό, τυλιγμένο κι αυτό σε εφημερίδα. Και μέσα… –Ναι!– ζεματιστό τσάι καθώς και μερικοί κύβοι ζάχαρη.
Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στα ουράνια σαν του πιστού που προσδοκά κι άλλο θαύμα, περιμένοντας να δω τι άλλο θα μου ’ριχνε ο μυστηριώδης γείτονάς μου. Αυτή τη φορά ήταν μια στεντόρεια φωνή που έσκασε πάνω στον τοίχο, όχι πακέτο: «Καλωσόρισες, Τζαν Αμπί…».
Κάποιος ήξερε λοιπόν ότι ήμουν εδώ.
Κόλαση δεν είναι το μέρος όπου υποφέρεις· κόλαση είναι το μέρος όπου κανένας δεν σ’ ακούει να υποφέρεις.
Εδώ δεν ήταν λοιπόν η κόλαση όπως την όρισε ο Σούφι ποιητής Μανσούρ αλ-Χαλάτζ.
Έστρεψα το στόμα μου προς τον ουρανό και φώναξα: «Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, ποιος είσαι;». Μου είπε το όνομά του, όμως δεν μπόρεσα να τ’ ακούσω καθαρά. Ο τοίχος έπνιγε τον ήχο. Τότε η βαθιά φωνή πρότεινε: «Μίλα μέσα από τη σχάρα».
«Μέσα από τη σχάρα;».
Έσκυψα σαν Ινδιάνος που αφουγκράζεται τις δονήσεις μιας άμαξας που κοντοζυγώνει, κι έβαλα το αυτί μου στη σχάρα.
«Είμαι ο Μουράτ Τσαπάν», είπε η φωνή. «Ο διευθυντής του περιοδικού Νοκτά».
Έσκυψα σαν Ινδιάνος που αφουγκράζεται τις δονήσεις μιας άμαξας που κοντοζυγώνει, κι έβαλα το αυτί μου στη σχάρα.
«Είμαι ο Μουράτ Τσαπάν», είπε η φωνή. «Ο διευθυντής του περιοδικού Νοκτά».
Αυτός κι ο αρχισυντάκτης του, ο Τζεβχερί Γκιουβέν, είχαν επίσης συλληφθεί με την κατηγορία της «υποκίνησης εξέγερσης» ύστερα από ένα πρωτοσέλιδο που φωτογράφιζε –και πάλι– τον Ερντογάν. Είχαν οδηγηθεί στη Σηλυβρία έναν μήνα πριν από μας. Και να τοι, να χρησιμοποιούν την αρχαιότητά τους για να μας ετοιμάσουν μια γιορτή καλωσορίσματος. Αν και δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ, πέσαμε όλοι θύματα της ίδιας καταπίεσης και καταλήξαμε γείτονες.
«Οι εφημερίδες έχουν καλύψει με πολλή λεπτομέρεια τη σύλληψή σου – μαζική κατακραυγή. Άκουσα ότι σήμερα θα γίνονταν πορείες διαμαρτυρίας», είπε ο Μουράτ.
Τι υπέροχο νέο! Φώναξα ευχαριστώ μες στα βάθη της σχάρας.