
Προδημοσίευση από το δοκίμιο του Hans Blumenberg Ναυάγιο με θεατή (μτφρ. - επίμετρο: Θοδωρής Δρίτσας) που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Το θαλασσινό ταξίδι ως υπέρβαση των ορίων
Ο άνθρωπος ζει τη ζωή του και φτιάχνει τους θεσμούς του στη στεριά. Προτιμά ωστόσο να σκέφτεται τη συνολική πορεία της ύπαρξής του χρησιμοποιώντας μεταφορές που συνδέονται με το ριψοκίνδυνο θαλασσινό ταξίδι.
Ο άνθρωπος ζει τη ζωή του και φτιάχνει τους θεσμούς του στη στεριά. Προτιμά ωστόσο να σκέφτεται τη συνολική πορεία της ύπαρξής του χρησιμοποιώντας μεταφορές που συνδέονται με το ριψοκίνδυνο θαλασσινό ταξίδι. Το ρεπερτόριο αυτών των ναυτικών μεταφορών για την ύπαρξη είναι εξαιρετικά πλούσιο: ακτές και νησιά, ασφαλή λιμάνια και ανοιχτές θάλασσες, ύφαλοι και καταιγίδες, αβαθή και νηνεμία, πανιά και πηδάλια, τιμονιέρηδες και αραξοβόλια, πυξίδες και τ’ άστρα που μας οδηγούν, φάροι και πιλότοι. Πολύ συχνά η απεικόνιση των κινδύνων που ελλοχεύουν στην ανοιχτή θάλασσα απλώς αξιοποιείται για να τονιστεί η άνεση και η γαλήνη, η ασφάλεια και η ηρεμία του λιμανιού όπου θα ολοκληρωθεί το ταξίδι. Μόνο όταν αποκλείεται η επίτευξη κάποιου στόχου, όπως για παράδειγμα στους σκεπτικούς και τους επικούρειους, μπορεί ως εικόνα της αγαθής τύχης να χρησιμοποιηθεί η ίδια η γαλήνη της ανοιχτής θάλασσας.
Από τις στοιχειακές πραγματικότητες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο άνθρωπος, η θάλασσα είναι η πιο ανοίκεια – τουλάχιστον ήταν μέχρι την όψιμη κατάκτηση των αιθέρων. Τη θάλασσα την κυβερνούν εξουσίες και θεοί που κρατιούνται πεισματικά έξω από τη σφαίρα των προβλέψιμων δυνάμεων. Ο ωκεανός που περιβάλλει τον κατοικημένο κόσμο γεννά μυθικά τέρατα, εντελώς ξένα προς τις γνώριμες μορφές της φύσης, πλάσματα που δεν έχουν πια καμία σχέση με την εύτακτη δομή του κόσμου. Στον απόκοσμο χαρακτήρα του θαλασσινού στοιχείου συμβάλλει επίσης το γεγονός ότι, σύμφωνα με το μύθο, υπεύθυνος για τους σεισμούς, που θεωρούνταν πάντοτε το αναμφισβήτητα πιο τρομακτικό φυσικό φαινόμενο, είναι ο Ποσειδώνας, θεός της θάλασσας. Στην ημιμυθική εξήγηση του φαινομένου που προτείνει ο πρώτος από τους Ίωνες φυσικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος, οι σεισμοί συγκρίνονται με τον κλυδωνισμό ενός πλοίου στη θάλασσα – και όχι μόνο μεταφορικά, καθώς κατά τον Θαλή η γη επιπλέει πάνω στον κοσμικό ωκεανό. Έτσι, αυτός ο πρωτοφιλόσοφος φτιάχνει την πρώτη γέφυρα που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε το παράδοξο από το οποίο ξεκίνησα: το γεγονός ότι ο άνθρωπος, παρότι ζει στη στεριά, προτιμά να αναπαριστά τη συνολική κατάστασή του μέσα στον κόσμο χρησιμοποιώντας τις φανταστικές εικόνες του θαλασσινού ταξιδιού.
Δύο παραδοχές καθορίζουν κατά κύριο λόγο το νοηματικό φορτίο της μεταφοράς του θαλασσινού ταξιδιού και του ναυαγίου: η θάλασσα αφενός συλλαμβάνεται ως το όριο που θέτει η φύση στο πεδίο της δραστηριότητας του ανθρώπου και αφετέρου δαιμονοποιείται ως η σφαίρα του απρόβλεπτου, της ανομίας και της απουσίας προσανατολισμού. Και στη χριστιανική εικονογραφία όμως η θάλασσα είναι ο τόπος της εμφάνισης του κακού, ενίοτε μάλιστα με τη γνωστικιστική φόρτιση που τη θέλει να αντιπροσωπεύει την ύλη που καταβροχθίζει τα πάντα και στην οποία επιστρέφουν τα πάντα. Στην επαγγελία που δίνεται στην ιωάννεια Αποκάλυψη λέγεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά τη μεσσιανική εποχή δεν θα υπάρχει πλέον θάλασσα (ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι). Η περιπλάνηση στην καθαρή μορφή της εκφράζει την αυθαιρεσία των δυνάμεων, την παρεμπόδιση της επιστροφής στην πατρίδα, όπως στην περίπτωση του Οδυσσέα, τα δίχως νόημα βάσανα και, τέλος, το ναυάγιο · όλα αυτά υπονομεύουν την αξιοπιστία του κόσμου και προοικονομούν την αντίθετη αξιακή του φόρτιση, που εξέφρασε ο γνωστικισμός.
Η πολιτισμική κριτική υπήρξε πάντοτε καχύποπτη απέναντι στη θάλασσα. Τι άλλο μπορεί να παρακινεί κάποιον να εγκαταλείψει τη στεριά αν όχι η περιφρόνηση για τους λιγοστούς πόρους της φύσης και τη μονοτονία της αγροτικής εργασίας, καθώς και η εθιστική σαγήνη του γρήγορου κέρδους, ενός κέρδους μεγαλύτερου από το εύλογο –για τον υπολογισμό του οποίου εξάλλου, οι φιλοσοφούντες έχουν πάντα πρόχειρο έναν τύπο– η επιθυμία δηλαδή για χλιδή και πολυτέλεια; Το γεγονός ότι εδώ, στο σύνορο ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, συνέβη για πρώτη φορά η πράξη που μπορεί να μην ήταν μια πτώση αλλά ήταν αναμφίβολα ένα ολίσθημα προς το ανάρμοστο και το αμετροεπές, διαθέτει εκείνη την εικονική δύναμη στην οποία οφείλουν τη διάρκειά τους οι επιτυχημένοι τόποι.
Οι κανόνες του χρόνου φαίνεται να είναι το μόνο στοιχείο της κοσμικής τάξης που ισχύει στη θάλασσα.
Με ανησυχία απευθύνεται, στο Έργα και ημέραι, ο Ησίοδος στον αδελφό του Πέρση, ο οποίος, ανόητος ων (μέγα νήπιε Πέρση, 286), αποστράφηκε τη γεωργική εργασία, κυνηγώντας την ευκαιρία ενός παράκτιου θαλασσινού ταξιδιού, όπως ο πατέρας τους ταξίδεψε με καράβια, επειδή στερούνταν τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή ζωή (πλωίζεσκ’ ἐν νηυσί, βίου κεχρημένος ἐσθλοῦ, 634). Ο Ησίοδος δεν εμπιστεύεται το αλλότριο στοιχείο, επειδή ακριβώς δεν υπάγεται πλήρως στην εξουσία του Δία · στην ανοιχτή θάλασσα, κυβερνά καταπώς επιθυμεί ο ἐνοσίχθων Ποσειδώνας. Γι’ αυτό συμβουλεύει τον αδελφό του να γυρίσει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο σπίτι και να μην υπερβεί τα καθορισμένα όρια της ευνοϊκής για τη ναυσιπλοΐα εποχής. Οι κανόνες του χρόνου φαίνεται να είναι το μόνο στοιχείο της κοσμικής τάξης που ισχύει στη θάλασσα. Γι’ αυτό, ο Ησίοδος επικρίνει έντονα όσους επιχειρούν θαλασσινά ταξίδια εν μέσω των αβέβαιων συνθηκών της άνοιξης · ο πλους είναι επικίνδυνος και δύσκολα θα αποφύγεις την καταστροφή (ἁρπακτός · χαλεπῶς κε φύγοις κακόν, 684). Ωστόσο οι άνθρωποι, μέσα στην άγνοιά τους (ἀιδρείῃσι νόοιο, 685), αποτολμούν τέτοια ταξίδια.
Σε αυτήν ακριβώς την επίκριση συναντάμε για πρώτη φορά την πολιτισμικοκριτική σύνδεση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που χαρακτηρίζονται από ρευστότητα: το νερό και το χρήμα. Για το χρήμα λέγεται ότι είναι «σαν τη ζωή για τους ταλαίπωρους θνητούς» (χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν). Αυτό το εργαλείο της απόλυτης διαμεσολάβησης των πάντων με τα πάντα, αντί για το χωρισμό των λαών, που θεωρείται σύμφωνος με τη φύση, δημιουργεί την αχάρακτη οδό που τους συνδέει. Παραμένοντας στο σχήμα που έχει προδιαμορφωθεί εδώ, ο Βιργίλιος, σε λιγότερο αποκαλυπτικό τόνο από τον οραματιστή Ιωάννη, προλέγει, στην τέταρτη Εκλογή του, για την ερχόμενη εποχή της μακαριότητας, το τέλος όχι των θαλασσών αλλά των θαλασσινών ταξιδιών.