
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Χάρολντ Κούσνερ [Harold Kushner] «Όταν συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους» (μτφρ. Βασίλης Πουλάκος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Μαΐου από τις εκδόσεις KeyBooks.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Γιατί υποφέρουν οι δίκαιοι;
Μόνο ένα ερώτημα έχει πραγματικά νόημα: γιατί συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους; Όλες οι άλλες θεολογικές συζητήσεις πλατειάζουν. Είναι σαν να λύνεις το σταυρόλεξο στην κυριακάτικη εφημερίδα και να νιώθεις μεγάλη ικανοποίηση όταν όλες οι λέξεις ταιριάζουν, αλλά σε τελική ανάλυση να μην έχεις την ικανότητα να αγγίξεις τους ανθρώπους εκεί που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Ουσιαστικά κάθε σημαντική συζήτηση που είχα ποτέ για το θέμα του Θεού και της θρησκείας είτε ξεκινούσε με αυτό το ερώτημα, είτε πριν περάσει πολλή ώρα ήδη περιστρεφόταν γύρω από αυτό. Όχι μόνο ο προβληματισμένος άνδρας ή γυναίκα που φεύγει από το ιατρείο έχοντας μόλις ακούσει μια απογοητευτική διάγνωση, αλλά και ο φοιτητής που μου λέει ότι έχει αποφασίσει πως δεν υπάρχει Θεός, ή κάποιος εντελώς άγνωστός μου που με πλησιάζει σε μια γιορτή ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζομαι να ζητήσω από την οικοδέσποινα το παλτό μου και μου λέει «Άκουσα ότι είστε ραβίνος. Πώς είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι...», όλοι αυτοί έχουν κάτι κοινό: προβληματίζονται από την άδικη κατανομή του πόνου στον κόσμο.
Οι κακοτυχίες των καλών ανθρώπων δεν αποτελούν πρόβλημα μόνο για αυτούς που υποφέρουν και για τις οικογένειές τους. Αποτελούν πρόβλημα για τον καθένα που θέλει να πιστέψει σε έναν δίκαιο, σωστό και βιώσιμο κόσμο. Αναπόφευκτα εγείρουν ερωτήματα για την καλοσύνη, την ευσπλαχνία, ακόμα και την ύπαρξη του Θεού.
Είμαι ραβίνος σε μια συναγωγή εξακοσίων οικογενειών, ή αλλιώς περίπου δυόμισι χιλιάδων ανθρώπων. Τους επισκέπτομαι στα νοσοκομεία, ιερουργώ στις κηδείες τους, προσπαθώ να τους βοηθήσω, όταν τους κατατρώει ο πόνος των διαζυγίων τους, των επιχειρηματικών αποτυχιών τους, της δυστυχίας που τους προκαλούν τα παιδιά τους. Κάθομαι και τους ακούω να μου εκμυστηρεύονται ιστορίες για ασθενείς συζύγους σε τελικό στάδιο, για γονείς με άνοια για τους οποίους η μακροζωία είναι πιο πολύ κατάρα παρά ευλογία, για ανθρώπους που αγαπούν και βλέπουν να τους τσακίζει ο πόνος ή να τους πνίγει η απογοήτευση. Και το βρίσκω πολύ δύσκολο να τους πω ότι η ζωή είναι δίκαιη, ότι ο Θεός δίνει στους ανθρώπους αυτά που τους αξίζουν και τους χρειάζονται. Βλέπω ξανά και ξανά οικογένειες, ακόμα και κοινότητες ολόκληρες, να ενώνουν τις προσευχές τους για να αναρρώσει ένας ασθενής, και στο τέλος οι ελπίδες και οι προσευχές τους να πηγαίνουν στο βρόντο. Έχω δει λάθος ανθρώπους να αρρωσταίνουν, λάθος ανθρώπους να πληγώνονται, λάθος ανθρώπους να πεθαίνουν νέοι.
Κάθομαι και τους ακούω να μου εκμυστηρεύονται ιστορίες για ασθενείς συζύγους σε τελικό στάδιο, για γονείς με άνοια για τους οποίους η μακροζωία είναι πιο πολύ κατάρα παρά ευλογία, για ανθρώπους που αγαπούν και βλέπουν να τους τσακίζει ο πόνος ή να τους πνίγει η απογοήτευση. Και το βρίσκω πολύ δύσκολο να τους πω ότι η ζωή είναι δίκαιη, ότι ο Θεός δίνει στους ανθρώπους αυτά που τους αξίζουν και τους χρειάζονται.
Όπως κάθε αναγνώστης αυτού του βιβλίου, διαβάζω κι εγώ κάθε μέρα την εφημερίδα μου και διαρκώς καινούργιες αμφισβητήσεις της ιδέας ότι ο κόσμος μας είναι καλός επιτίθενται στα μάτια μου: παράλογοι φόνοι, μοιραίες φάρσες, νέοι άνθρωποι σκοτώνονται σε αυτοκινητικά δυστυχήματα, ενώ πηγαίνουν να παντρευτούν ή γυρίζουν στο σπίτι τους από τον χορό του λυκείου τους. Προσθέτω αυτές τις ιστορίες στις προσωπικές τραγωδίες που έχω γνωρίσει από κοντά και αναγκάζομαι να αναρωτηθώ: Μπορώ, με καλή πίστη, να συνεχίσω να διδάσκω στους ανθρώπους ότι ο κόσμος είναι καλός, και ότι για όσα συμβαίνουν σε αυτόν έχει την ευθύνη ένας σπλαχνικός και στοργικός Θεός;
Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να είναι σπάνιοι ή άγιοι για να μας φέρουν αντιμέτωπους με αυτό το πρόβλημα. Ίσως να μην πιάνουμε συχνά τον εαυτό μας να αναρωτιέται «Μα γιατί υποφέρουν άνθρωποι εντελώς αλτρουιστές, άνθρωποι που δεν κάνουν ποτέ τίποτα κακό;», επειδή ελάχιστους τέτοιους είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Όμως συχνά πιάνουμε τον εαυτό μας να αναρωτιέται γιατί συνηθισμένοι άνθρωποι, ούτε εξαιρετικά καλοί ούτε εξαιρετικά κακοί, βρίσκουν ξαφνικά μπροστά τους την αγωνία του πόνου και της τραγωδίας. Αν ο κόσμος ήταν δίκαιος, δεν θα έδειχναν να αξίζουν κάτι τέτοιο. Δεν είναι ούτε πολύ καλύτεροι ούτε πολύ χειρότεροι από τους περισσότερους που γνωρίζουμε, γιατί λοιπόν η ζωή τους να είναι τόσο πιο δύσκολη; Όταν ρωτάμε «Γιατί υποφέρουν οι δίκαιοι;» ή «Γιατί συμβαίνουν κακά πράγματα στους καλούς ανθρώπους;» δεν είναι γιατί συμπονούμε λιγότερο τους αγίους και τους σοφούς για τα μαρτύρια που πέρασαν, αλλά προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί συνηθισμένοι άνθρωποι –εμείς οι ίδιοι και οι γύρω μας– να αναγκάζονται να κουβαλούν ένα ασυνήθιστο φορτίο πόνου και λύπης.
Ήμουν ένας νεαρός ραβίνος που ξεκινούσε στο λειτούργημά του, όταν με φώναξαν για να βοηθήσω μια οικογένεια να ξεπεράσει μια αναπάντεχη και σχεδόν αβάσταχτη τραγωδία. Εκείνο το μεσόκοπο ζευγάρι είχε μια κόρη, μια πανέξυπνη 19χρονη κοπέλα, φοιτήτρια στο πρώτο έτος ενός πανεπιστημίου που βρισκόταν σε άλλη πολιτεία. Ένα πρωί, καθώς έτρωγαν το πρωινό τους, έλαβαν ένα τηλεφώνημα από το ιατρείο του πανεπιστημίου. «Δυστυχώς έχουμε άσχημα νέα. Η κόρη σας κατέρρευσε σήμερα το πρωί ενώ πήγαινε στο μάθημα. Φαίνεται πως έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο στον εγκέφαλό της. Πέθανε πριν προλάβουμε να κάνουμε κάτι για να τη βοηθήσουμε. Λυπούμαστε πολύ».
Άναυδοι οι γονείς παρακάλεσαν έναν γείτονα να πάει στο σπίτι τους και να τους βοηθήσει να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν από εκεί και πέρα. Ο γείτονας ειδοποίησε τη συναγωγή κι εγώ πήγα να τους δω την ίδια μέρα. Μπήκα στο σπίτι τους νιώθοντας εντελώς αμήχανος, χωρίς να ξέρω ποια λόγια θα μπορούσαν να απαλύνουν τον πόνο τους. Περίμενα τον θυμό, το σοκ, τη θλίψη τους, αλλά δεν περίμενα να ακούσω τα πρώτα λόγια που μου είπαν: «Ξέρετε, ραβί, το περασμένο Γιομ Κιπούρ [1] δεν νηστέψαμε».
Γιατί μου το είπαν αυτό; Γιατί υπέθεσαν ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν εκείνοι υπεύθυνοι για την τραγωδία; Ποιος τους είχε διδάξει να πιστεύουν σε έναν Θεό που θα σκότωνε εν ψυχρώ μια ελκυστική και χαρισματική κοπέλα, επειδή κάποιοι άλλοι είχαν παραβεί ένα τελετουργικό;
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να εκλογικεύσουν τον πόνο που υπάρχει στον κόσμο είναι η υπόθεση ότι αξίζουμε όσα μας συμβαίνουν, ότι οι δυστυχίες μάς έρχονται κατά κάποιον τρόπο ως τιμωρίες για τις αμαρτίες μας:
Να θυμάστε ότι ο δίκαιος θα είναι ευτυχισμένος. Θα ζει καλά και θα απολαμβάνει τους κόπους του. Αλίμονο όμως στον ασεβή! Θα ζει δυστυχισμένος και όσα κάνει θα στρέφονται εναντίον του. (Ησαΐας 3, 10-11)
Όμως ο Ηρ, ο πρωτότοκος γιος του Ιούδα, δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε. (Γένεσις 38, 7)
Κακό κανένα δεν θα βρει τον δίκαιο, αλλά τους ασεβείς συμφορές θα τους σκεπάσουν. (Παροιμίαι 12, 21)
Μήπως θυμάσαι κάποιον αθώο που να χάθηκε, ή κάποιους τίμιους που να εξολοθρεύθηκαν; (Ιώβ 4, 7)
Αυτή είναι μια στάση που θα συναντήσουμε αργότερα στο βιβλίο, όταν θα συζητάμε το ζήτημα της ενοχής γενικότερα. Σε ένα επίπεδο είναι δελεαστικό να πιστεύουμε ότι τα άσχημα πράγματα συμβαίνουν στους ανθρώπους (και ειδικά στους άλλους) επειδή ο Θεός είναι ένας δίκαιος κριτής που τους δίνει αυτό ακριβώς που τους αξίζει. Πιστεύοντάς το διατηρούμε τον κόσμο μας κατανοητό και σε τάξη. Δίνουμε στον άλλο τον καλύτερο δυνατό λόγο να είναι καλός και να αποφεύγει να αμαρτάνει. Πιστεύοντάς το μπορούμε, επίσης, να διατηρούμε μέσα μας την εικόνα ενός Θεού πολυεύσπλαχνου και παντοδύναμου που ελέγχει τα πάντα. Δεδομένης της πραγματικότητας της ανθρώπινης φύσης, δεδομένου ότι κανείς από εμάς δεν είναι τέλειος και ότι ο καθένας μας μπορεί, χωρίς πολύ μεγάλη δυσκολία, να σκέφτεται πράγματα που έχει κάνει, αλλά δεν θα έπρεπε να είχε κάνει, μπορούμε πάντα να βρίσκουμε λόγους για να αιτιολογούμε οτιδήποτε μας συμβαίνει. Όμως, πόσο παρηγορητική και θρησκευτικά ευσταθής είναι μια τέτοια απάντηση;
Το ζευγάρι που προσπαθούσα να παρηγορήσω –οι γονείς που είχαν χάσει το μοναχοπαίδι τους στα 19 του εντελώς απροειδοποίητα– δεν ήταν βαθιά θρησκευόμενο. Δεν ερχόταν συχνά στη συναγωγή, δεν είχε καν νηστέψει το Γιομ Κιπούρ παραβλέποντας μια παράδοση που τηρούν και πολλοί κατά τα άλλα όχι ιδιαίτερα ευσεβείς Εβραίοι. Όταν, όμως, το χτύπησε η τραγωδία, κατέφυγε και πάλι στη θεμελιώδη πεποίθηση ότι ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ο θάνατος της κόρης τους ήταν δικό τους σφάλμα και ότι, αν είχαν φανεί λιγότερο εγωιστές και οκνηροί σχετικά με τη νηστεία του Γιομ Κιπούρ πριν από κάπου έξι μήνες, ίσως εκείνη να ζούσε ακόμα. Ήταν θυμωμένοι με τον Θεό που είχε αποσπάσει το τίμημα της αμαρτίας τους με τόση αυστηρότητα, αλλά φοβούνταν να παραδεχτούν τον θυμό τους, γιατί νόμιζαν ότι θα τους τιμωρούσε και πάλι. Η ζωή τούς είχε πληγώσει και η θρησκεία δεν μπορούσε να τους παρηγορήσει. Η θρησκεία τούς έκανε να αισθάνονται ακόμα χειρότερα.
1. Η μεγαλύτερη γιορτή της εβραϊκής θρησκείας. Γιορτάζεται τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου. Είναι η γιορτή της εξιλέωσης, όπου οι πιστοί ζητούν από τον Θεό συγχώρηση για τις αμαρτίες τους. (σ.τ.μ.)
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Όταν ο Harold Kushner έμαθε ότι ο τρίχρονος γιος του διαγνώστηκε με μια εκφυλιστική ασθένεια, που σήμαινε ότι θα ζούσε μόνο μέχρι την εφηβεία του, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα της ζωής: Γιατί, Θεέ μου; Μέσα από τη βαθιά προσωπική του διαδρομή, ο Kushner κατάφερε να αναζητήσει απαντήσεις, να επεξεργαστεί τον πόνο και τελικά να ανακαλύψει μια νέα θεώρηση της πίστης και της ανθρώπινης αντοχής. Σε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο μοιράζεται με ειλικρίνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματά του αναδεικνύοντας τη δύναμη της ψυχής μπροστά στην απώλεια. Με απλό αλλά γεμάτο σοφία λόγο, ο Kushner μάς προσκαλεί να στοχαστούμε πάνω στις δύσκολες στιγμές της ζωής, να συμφιλιωθούμε με τις αναπόφευκτες δοκιμασίες και να βρούμε νόημα ακόμα και μέσα από τον πόνο. Το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς μια φιλοσοφική αναζήτηση, αλλά ένας οδηγός για να αντέχουμε και να συνεχίζουμε όταν τα πράγματα φαίνονται αβάσταχτα.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Harold Samuel Kushner (3 Απριλίου 1935 – 28 Απριλίου 2023) ήταν Αμερικανός επίτιμος ραβίνος του Ναού Ισραήλ στο Νάτικ της Μασσαχουσσέττης, για 24 χρόνια, όπου και διέμενε όσο ζούσε. Υπήρξε συγγραφέας περισσοτέρων από δώδεκα ευπώλητων βιβλίων που ασχολούνται με τις προκλήσεις της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του παγκόσμιου bestseller «Όταν συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους» και κέρδισε ευρεία αναγνώριση επειδή στα βιβλία του απλοποιεί περίπλοκες θεολογικές ιδέες για τους αναγνώστες ανεξαρτήτως δόγματος. Όσο βρισκόταν εν ζωή τιμήθηκε με πολλά βραβεία.