
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Διονύση Μπουγά «Αυτό είναι – Το βιβλίο που θα ήθελα να είχα διαβάσει νωρίτερα στη ζωή μου!», το οποίο κυκλοφορεί στις 20 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Key Books.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΠΟ COOL ΣΕ ΚΟΤΑ
(γρήγορη συνταγή, χωρίς αυγολέμονο)
Γιατί είναι ο κόσμος έτσι όπως είναι; Μάλλον, ας το πάμε πιο απλά και πιο συγκεκριμένα: Γιατί οι σχέσεις είναι έτσι όπως είναι;
Η απάντηση; Γιατί εμείς είμαστε όπως είμαστε. Τι εννοώ; Έλεγα κάποτε, γύρω στα 30+, ότι βαριέμαι τις σχέσεις ή ότι είναι ταλαιπωρία ή ότι οι γυναίκες είναι ζηλιάρες και ότι βαριόμουν ερωτικά την ίδια γυναίκα μετά από έναν, ενάμιση χρόνο σχέσης. Το έλεγα αυτό γιατί, απ’ όταν ξεκίνησα να κάνω σχέσεις στη ζωή μου, από τα 15 μου (ήμουν ομορφόπαιδο και μ’ έβγαλαν νωρίς στο κλαρί), όλες οι μακροχρόνιες σχέσεις μου, που ήταν γύρω στις πέντε, ως τα 33 μου, είχαν το ίδιο μοτίβο. Μετά από έναν χρόνο βαριόμουν ερωτικά και μετά τον ενάμιση χρόνο ήθελα να κάνω σεξ με οποιαδήποτε άλλη, εκτός από την κοπέλα που είχα (με την πρώην μου, την αδερφή της την ψηλή –είχε και μία κοντή, γι’ αυτό διευκρινίζω–, την Αγλαΐα την κόρη του μανάβη, τη Λέλα την κομμώτρια, την Πέννυ τη μοδίστρα και δεν θα έλεγα όχι στην Κούλα, αλλά ήταν του Κυριάκου).
Γιατί όμως μου συνέβαινε αυτό;
Κάποια στιγμή γύρω στα 32 μου, συζητούσα με τη φίλη μου τη Σοφία που με ξέρει από τα 16 μου, αμούστακο ακόμα, καθώς ήμασταν συμμαθητές στη Β΄ Λυκείου και της έλεγα ότι κουράστηκα πια με τις σχέσεις, γιατί δεν μου άρεσε αυτό που μου συνέβαινε με τις κοπέλες που σχετιζόμουν. Δηλαδή δεν μου άρεσε ούτε εμένα που μετά τον ένα χρόνο σχέσης δεν ήθελα ερωτικά την κοπέλα που αγαπούσα. Διχαζόμουν ανάμεσα στα δύο κεφάλια, όπου το επάνω κεφάλι ήθελε να είναι με την κοπέλα που είχα σχέση και το κάτω κοίταζε κυρίως αλλού. Αχαλίνωτο το άτιμο. Οπότε, με στενοχωρούσε κι εμένα που δεν ήθελα πλέον ερωτικά την κοπέλα. Και της έλεγα ότι εγώ δεν είμαι για σχέσεις, ότι είμαι μποέμ, ότι είμαι καταραμένος ποιητής και τέτοια… και ότι, αν κάποια στιγμή θελήσω να κάνω παιδιά, θα κάνω με καμιά φίλη μου λεσβία. Να γλιτώσω και τις ζήλιες. Μόνο αυτή την προοπτική έβλεπα… Και τότε μου είπε κάτι του τύπου: «Άσε μας, βρε Διονύση, με το δράμα σου ότι είσαι καταραμένος ποιητής. Ενώ είναι ευφάνταστα και χαριτωμένα αυτά που λες, Διονυσάκη, το πρόβλημα είναι ότι τα πιστεύεις κι εσύ…».
Προβληματίστηκα που μου το είπε αυτό. Κυρίως γιατί με ήξερε καλά. Επίσης, ήταν μεγαλύτερη και μου ενέπνεε μια σοφία η Σοφία. Την εμπιστευόμουν κάπως την οπτική της και ήξερε πολλά απ’ τη ζωή μου, καθώς μου είχε σταθεί πολύ υποστηρικτικά από τα 16 μου που γνωριστήκαμε και είχαμε περάσει πολύ χρόνο μαζί.
Κάποια στιγμή γύρω στα 32 μου, συζητούσα με τη φίλη μου τη Σοφία που με ξέρει από τα 16 μου, αμούστακο ακόμα, καθώς ήμασταν συμμαθητές στη Β΄ Λυκείου και της έλεγα ότι κουράστηκα πια με τις σχέσεις, γιατί δεν μου άρεσε αυτό που μου συνέβαινε με τις κοπέλες που σχετιζόμουν. Δηλαδή δεν μου άρεσε ούτε εμένα που μετά τον ένα χρόνο σχέσης δεν ήθελα ερωτικά την κοπέλα που αγαπούσα.
Μετά από αυτή τη συζήτηση με τη Σοφία, έναν χρόνο αργότερα, σε μια εκπαίδευση στη Νέα Υόρκη, θυμήθηκα τα λόγια της, όταν κατάλαβα τελικά γιατί τα είπε και είχε όντως να κάνει με το ότι ήξερε το ιστορικό μου από παιδί. Δεν εννοώ την αφαίρεση αμυγδαλών και κήλης, αλλά το ψυχολογικό ιστορικό μου. Να εξηγήσω λοιπόν τι εννοούσε, μιας και ήξερε την ιστορία μου… Όταν ήμουν μικρός, δυόμισι ετών, οι γονείς μου χώρισαν και με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στη Γερμανία. Εγώ δεν έχω μνήμες από τότε. Μετά από ενάμιση χρόνο, ο πατέρας μου έκανε σχέση με μια γυναίκα, την Όλγα, και μείναμε όλοι μαζί, με τα δυο παιδιά της, την Αθηνά και τον Γιώργο, που ήταν μεγαλύτερα από μένα. Εγώ τεσσάρων ετών περίπου και τα παιδιά της έφηβοι. Δέθηκα πολύ με τα παιδιά της, κυρίως με την Αθηνά, και εκείνη θυμάμαι περισσότερο. Μετά από δυο τρία χρόνια, ο πατέρας μου χώρισε με αυτή τη γυναίκα και γυρίσαμε στην Ελλάδα. Και σαν παιδάκι τότε, θυμάμαι να στενοχωριέμαι πολύ που δεν τους έβλεπα πια. Γιατί είχα δεθεί ιδιαίτερα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω και πολλά…
Αργότερα, επειδή ο πατέρας μου δούλευε και εκτός Αθηνών, αλλά και νύχτα βασικά, περνούσα μεγάλα διαστήματα με τη γιαγιά μου, που ερχόταν απ’ το χωριό να με φροντίζει. Θυμάμαι όμως και μια περίοδο να μένω σε μια θεία μου, με τα ξαδέλφια μου στον Ταύρο.
Μετά, όταν πήγαινα Γ΄ Δημοτικού, ο πατέρας μου τα έφτιαξε με μια άλλη κυρία, την Τζένη, που είχε κι αυτή τρία παιδιά, μικρότερα από εμένα αυτή τη φορά, και θυμάμαι τι ωραία που παίζαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Θυμάμαι που αυτή η γυναίκα, η Τζένη, η τότε μητριά μου, με είχε μάθει να τρώω με κλειστό το στόμα (δεν άντεχε άλλο να κρατάει το τηγάνι για ασπίδα, για να αποκρούει τις μισομασημένες μπουκιές μου) και το είχα εκτιμήσει. Τελικά όμως, μετά από (μαντέψτε) δύο χρόνια, χώρισε ο πατέρας μου από αυτή τη γυναίκα και έτσι ξαναφύγαμε. Θυμάμαι να στενοχωριέμαι και να κλαίω που πάλι έχανα μια οικογένεια και με τόσα αδελφάκια...
Για κάποιο διάστημα μετά, και πάλι η γιαγιά μου ερχόταν από το χωριό να μείνει μαζί μας για να με φροντίζει, καθώς ο πατέρας μου έλειπε συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αργότερα, όταν τελείωνα το Δημοτικό, ο πατέρας μου τα έφτιαξε με μια άλλη γυναίκα, την Κλαίρη, και, όταν ξεκίνησα την Α΄ Γυμνασίου, μετακομίσαμε στο σπίτι της στο Μπραχάμι. Είχε κι αυτή μια κόρη, μεγαλύτερη, που πήγαινε Α΄ Λυκείου. Θυμάμαι ότι μου άρεσε εκεί. Ειδικά με αυτή τη μητριά είχα δεθεί πολύ, γιατί περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί, καθώς τη βοηθούσα και σε μια δουλειά που έκανε από το σπίτι κι έτσι έβγαζα και χαρτζιλίκι. Κυρίως όμως γιατί ήταν πολύ δοτική και με φρόντιζε ιδιαίτερα. Αλλά μετά από δύο χρόνια, ξαναχώρισε ο πατέρας μου και φύγαμε από το Μπραχάμι… Και πάλι λυπήθηκα πολύ.
Μετά γνώρισε μια άλλη γυναίκα, τη Βούλα, που είχε κι αυτή δυο κόρες, λίγο μικρότερές μου, και μείναμε όλοι μαζί στο Γαλάτσι, όταν πήγα Γ΄ Γυμνασίου. Πλέον όμως, με αυτή τη μητριά και με τις κόρες της δεν είχα πολλά πολλά (είπα να ζήσω το όνειρό μου και να το παίξω Σταχτοπούτα, καθώς ταίριαζε και το casting, η διανομή των ρόλων). Ανέπτυξα μια σχέση «μακριά και αγαπημένοι». Τη σχέση που είχα αναπτύξει και με το σχολείο ή το αποσμητικό. Κι έτσι, όταν ξαναχώρισε μετά από δύο χρόνια, αυτή τη φορά δεν πληγώθηκα, δεν με πείραξε σχεδόν καθόλου…
Πλέον πήγαινα λύκειο και άρχισα να μένω και μόνος μου περιστασιακά, από τη Β΄ Λυκείου και μετά. Και αργότερα και με μια φίλη μου, που ήταν φοιτήτρια και είχε δικό της σπίτι, οπότε με φιλοξενούσε. Ήμουν πολύ δραστήριος και δημιουργικός από το Λύκειο, αφού είχα φτάσει στο σημείο να μένω και μόνος μου, καθώς είχα βρει τρόπους για να δουλεύω, να βγάζω χρήματα και να είμαι ανεξάρτητος.
Και ως νεαρός ενήλικας αλλά και όπως εξελισσόταν η ζωή μου εκείνα τα χρόνια, ήμουν ένας νέος με μια εξαιρετικά δημιουργική και κοινωνική ζωή που τα πήγαινε πολύ καλά. Ειδικά αν σύγκρινες τη ζωή μου με συνομήλικούς μου, ήταν εντυπωσιακή η ανεξαρτησία και η δημιουργικότητά μου. Είχα αυτοπεποίθηση και ήμουν πολύ δραστήριος, στον βαθμό του να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Όλα πήγαιναν πολύ καλά στη ζωή μου.
Εκτός από τον τομέα των ερωτικών σχέσεων. Έφτασα έτσι γύρω στα 30, όπου είχα πλέον απογοητευτεί από αυτό τον τομέα (μάλλον και ο τομέας ο ίδιος από εμένα) και έλεγα ότι δεν είμαι για σχέσεις και ότι οι γυναίκες είναι βαρετές ή τις βαριέμαι εγώ κτλ. Μέχρι που έφτασε η φίλη μου η Σοφία να μου πει ότι, εκτός του ότι κοροϊδεύω τους άλλους με αυτά που λέω, κοροϊδεύω και τον εαυτό μου. Τι συνειδητοποίησα λοιπόν;
Από τα τρυφερά παιδικά μου χρόνια, σε κάθε σημαντική σχέση, είτε με μητρική φιγούρα είτε αδελφική (κι ας ήταν ετεροθαλή τα αδέλφια), πληγωνόμουν κάθε φορά από τις αλλεπάλληλες απώλειες αυτών των σημαντικών προσώπων με τα οποία ανέπτυσσα τρυφερά συναισθήματα εγγύτητας. Ως αποτέλεσμα, ανέπτυξα έναν μηχανισμό άμυνας για να μην ξαναπληγωθώ, του τύπου «να μη δένομαι με τους ανθρώπους».
Και κατέληγα, ενώ είχα ερωτική σχέση με την όποια κοπέλα, να μη δένομαι συναισθηματικά. (Δενόμουν σε κανένα κρεβάτι, μόνο αν η συντρόφισσα ήτανε λιγάκι kinky.) Και από τη στιγμή που δεν δενόμουν συναισθηματικά, λογικό ήταν να βαριέμαι τελικά μετά από έναν με ενάμιση χρόνο.
Γι’ αυτό και με την τελευταία μητριά των παιδικών μου χρόνων, τη Βούλα, εκεί στην Γ΄ Γυμνασίου, δεν δέθηκα μαζί της, ούτε με τα παιδιά της, και ήμουν «cool» ό,τι και να γινόταν. Ακόμα και όταν είχε πει στον πατέρα μου ότι πρέπει να μείνω έξω από το σπίτι, σε μια αποθήκη-δώμα που είχαμε στην αυλή –για να μη χαλάσω τα παιδιά της, αφού για εκείνη ήμουν κακή επιρροή, ως μεγαλύτερος, για τις κόρες της και επειδή έφερνα διάφορους στο σπίτι– δεν με πείραξε. (Ο φίλος μου ο Τάσος ο σουγιάς λίγο παρεξηγήθηκε, αλλά του πέρασε γρήγορα.) Ίσα ίσα, μου άρεσε που στην Α΄ Λυκείου είχα δικό μου δώμα. Και δεν με πείραξε συναισθηματικά, γιατί είχα αναπτύξει έναν δυνατό μηχανισμό άμυνας. Αυτός ο μηχανισμός άμυνας, όμως, υπήρχε στην πορεία και στις ερωτικές μου σχέσεις. Και κατέληγα, ενώ είχα ερωτική σχέση με την όποια κοπέλα, να μη δένομαι συναισθηματικά. (Δενόμουν σε κανένα κρεβάτι, μόνο αν η συντρόφισσα ήτανε λιγάκι kinky.) Και από τη στιγμή που δεν δενόμουν συναισθηματικά, λογικό ήταν να βαριέμαι τελικά μετά από έναν με ενάμιση χρόνο.
Γιατί; Επειδή δεν έκανα ουσιαστικά και συναισθηματικά σχέση με την εκάστοτε κοπέλα. Με ποιον έκανα σχέση; Με τον ρόλο που εμφανιζόταν κάθε φορά που έκανα ερωτική σχέση. Με τον «cool». Όταν ήμουν με την κοπέλα μου, ήμουν ο «cool». Άρα με ποιον έκανα σχέση; Με τον ρόλο μου. Γι’ αυτό και βαριόμουν τελικά. Δεν ήταν ότι οι σχέσεις ή οι γυναίκες ήταν βαρετές. Εγώ βαριόμουν τον ρόλο μου. Και γιατί δεν άφηνα τον ρόλο μου; Επειδή φοβόμουν μην πληγωθώ. Ήταν ο μηχανισμός άμυνάς μου.
Άρα, κάποια στιγμή σε αυτές τις εκπαιδεύσεις που έκανα στη Νέα Υόρκη, μεταμορφώθηκα από «cool» που νόμιζα ότι ήμουν τόσα χρόνια σε «κότα», σε κάποιον δηλαδή που φοβόταν τελικά τις γυναίκες και γι’ αυτό δεν δενόταν. Για να μην πληγωθώ, αν χωρίσουμε…
Αυτό φυσικά δεν ήθελα στην αρχή να το παραδεχτώ. Δεν ταίριαζε με το image που είχα χτίσει τόσα χρόνια, του μποέμ και του καταραμένου ποιητή… Αλλά από τη στιγμή που τον είδα αυτό τον μηχανισμό, ενώ, επαναλαμβάνω, ήμουν δραστήριος και δημιουργικός σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής μου, ήθελα να συνεχίσω να είμαι κολλημένος στον τομέα των σχέσεων και στην ουσία «κότα»;
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Υποθέστε ότι παίρνουμε από διάφορες κουλτούρες ό,τι είναι πιο αποτελεσματικό ως προς την αξιοποίηση των δυνατοτήτων των ανθρώπων σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικά, κοινωνικά, πνευματικά) και αναγνωρίζουμε τα βασικά μοτίβα που ενώνουν αυτά τα κομμάτια γνώσης.
Πώς θα ήταν αν δημιουργούσαμε έναν χάρτη που να εμπεριέχει όλα αυτά τα θεμελιώδη στοιχεία, με τρόπο που να μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη συλλογική ευφυΐα από όλους αυτούς τους παγκόσμιους διανοητές, τις παραδόσεις και τις κουλτούρες. Πώς θα εξελισσόταν η ζωή μας;
Το βιβλίο του ψυχολόγου Διονύση Μπουγά είναι μια απόπειρα χάραξης ενός τέτοιου χάρτη μέσα από τα προσωπικά παραδείγματα της ζωής του συγγραφέα. Ενός χάρτη που περικλείει τα «κλειδιά» από τα περισσότερα συστήματα και μοντέλα προσωπικής ανάπτυξης, από την αρχαία σοφία μέχρι τις τελευταίες υπερβάσεις στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Το Αυτό Είναι! είναι ένα βιβλίο-κάλεσμα να ζήσουμε τη ζωή στο μέγιστο, με θάρρος, ειλικρίνεια και αγάπη. Είτε βρισκόμαστε σε αναζήτηση αλλαγής είτε θέλουμε να εμβαθύνουμε στην κατανόηση του εαυτού μας, το βιβλίο μάς διδάσκει πως έχουμε πάντα τη δυνατότητα να απελευθερωθούμε από τα βάρη του παρελθόντος και να δώσουμε νέο νόημα στη ζωή μας.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Διονύσης Μπουγάς έχει σπουδάσει Ψυχολογία, είναι καταρτισμένος στην Ψυχοθεραπεία Gestalt και στη Νέα Υόρκη εξειδικεύτηκε στις δυναμικές ομάδων ψυχαναλυτικού τύπου, παράλληλα με το Leadership Coaching. Συνδύασε την εμπειρία του ως ψυχολόγος με τις αρχές του Leadership Coaching προκειμένου οι άνθρωποι να πετυχαίνουν σε πιο σύντομο χρόνο αυτό που θέλουν (απ’ όσο απαιτεί η μακροχρόνια διαδικασία της ψυχοθεραπείας). Σε όλους τους τομείς της ζωής τους, είτε ο στόχος τους αφορά συνεργατικές, είτε οικογενειακές, είτε συντροφικές σχέσεις. Το 2008 ίδρυσε τη metamorfosis.gr, μέσω της οποίας εκπαίδευσε και εκπαιδεύει χιλιάδες Έλληνες με τη ριζοσπαστική μέθοδο της «Προπόνησης Ζωής». Έκτοτε δημιουργεί εκπαιδευτικά καινοτόμα προγράμματα βάσει αυτής της μεταμορφωτικής μάθησης. Οργανώνει επίσης συνεδρίες: ατομικές, ζεύγους και ομαδικές. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με τις θεατρικές παραγωγές ανεβάζοντας έργα δικά του ως ένα edutainment είδος μεταμορφωτικού θεάτρου όπως Το Νόημα της Ζωής και Το Νόημα του Σεξ.