
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα – Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Μάγευση
Ο νεαρός ποιητής όχι μόνον καθηλώνεται στη θέα της, αλλά της προσδίδει και μυθικές, μοιραίες, ιδιότητες από την πρώτη στιγμή. «Το κεφάλι τής Μέδουσας θάταν ανίσχυρο να με πετρώσει, καθώς με είχε πετρώσει το εξαίσιο κεφάλι εκείνου του κοριτσιού [...] Καθώς, για μια στιγμή αντίκρισα τα υγρά γαλανά της μάτια, ένιωσα τον εαυτό μου περιτυλιγμένο από ένα σύννεφο που μου σκέπαζε τα πάντα».
Στις λίαν ενθουσιώδεις περιγραφές του Βαφόπουλου, προστίθενται και εκείνες του Ξενόπουλου, όταν θα τη γνωρίσει κάποια χρόνια αργότερα, το 1930, σε μια κάθοδό της στην Αθήνα, ως νεαρά ποιήτρια και μνηστή τού Βαφόπουλου. Ως ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια που είχε δει στη ζωή του, τη χαρακτηρίζει: «Λεπτή, λιγερή, γαλανή –πρασινομάτα καλύτερα– μελίχρωμη σα λιοκαμένη, μ' ελληνική κατατομή, μ' ευκίνητο, πολύτροπο προσωπάκι [...]» για να προσθέσει μια πινελιά που συναντά τη ρομαντική προσέγγιση του Γ.Θ. Βαφόπουλου: «Το βέβαιο είναι πως η ομορφιά της είχε τόση ψυχικότητα, ώστε το σώμα, θάλεγες, εξαϋλωνόταν και δεν έβλεπες π α ρ ά μ ι α ψ υ χ ή, κάτι διάφανο, αιθέριο».
Υπήρχε, όμως, και κάτι άλλο που προφανώς δίνει και την απάντηση γιατί η πανέμορφη μαθήτρια δεν συμμετέχει στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου της. Και αυτό το κάτι παρατηρεί πολύ γρήγορα, ο μαγεμένος από την όψη της, ποιητής: «Περπατούσα πίσω της σαν υπνωτισμένος», γράφει στις αυτοβιογραφικές του σελίδες. «Και καθώς είχαν αραιώσει τα πλήθη, μπόρεσα να διακρίνω ένα λίκνισμα του κορμιού της, που πρόδινε κάποια προσπάθεια να κρύψει τη χωλότητα του αριστερού της ποδιού. Στάθηκα ζαλισμένος από το απροσδόκητο χτύπημα».
Πού οφειλόταν αυτή η «χωλότητα», όπως τη χαρακτηρίζει ο ερωτοχτυπημένος ποιητής; Είχε γεννηθεί χωλή; Είχε περάσει κάποια ασθένεια; Φήμες –όχι και τόσο καλόπιστες, σίγουρα μη επιβεβαιωμένες– λένε ότι η αναπηρία της μπορεί να οφειλόταν σε κάποια λοίμωξη –πολυομυελίτιδα;– από την οποία η ποιήτρια είχε προσβληθεί στην παιδική της ηλικία, με μοναδική βλάβη τη χωλότητα στο αριστερό της πόδι. Περισσότερες και προπαντός εγκυρότερες πληροφορίες δεν έχουμε.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν και κατά πόσο την είχε επηρεάσει αυτή η ελαφρά, έστω, αναπηρία, για την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, η Ανθούλα, δεν αφήνει να διαφανεί ο ελάχιστος υπαινιγμός, ούτε στα ποιήματά της, τα οποία έχουν έντονο βιωματικό υπόστρωμα, ούτε στα διηγήματα ούτε στα θεατρικά της έργα.
Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ωστόσο, εμφανίζεται να έχει άλλη γνώμη. Γράφει, λοιπόν, σχετικά και πάντα με τον ίδιο αγαπητικό τρόπο όταν αναφέρεται στην Ανθούλα, ότι «Ήταν ένα κορίτσι προικισμένο με πολλήν ευφυΐα, με μια σπάνια αίσθηση της ομορφιάς, όμορφη η ίδια στον πιο ακραίο βαθμό της τελειότητας, που μονάχα η μικρή χωλότητα του ποδιού της αποτελούσε μια παράτονη νότα, όχι τόσο στο παράστημα του κορμιού της όσο και στην εσωτερική αρμονία του ψυχικού της κόσμου. Με μια γυμνασμένη προσπάθεια, είχε καταφέρει να μεταβάλει το μικρό εκείνο ελάττωμα του ποδιού της σε αρμονική κίνηση, σ' ένα λίκνισμα χάριτος. Όμως, φαίνεται πως το τραύμα αυτό είχε πάει πολύ βαθιά μέσα στην ψυχή της».
Να υπαινίσσεται ο Θεσσαλονικιός ποιητής, που τη γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε, ότι αυτή η ελαφριά αναπηρία της λειτουργούσε υποσυνείδητα στην Ανθούλα προκαλώντας της συναισθήματα μειονεξίας, ανασφάλειας και αβεβαιότητας, τα οποία εκδηλώνονταν με τη μορφή των αναπάντεχων εκρήξεών της προς αυτόν; Το ερώτημα μένει να αιωρείται μέσα στον χρόνο.
Πάντως, στις λίγες φωτογραφίες που έχει αφήσει πίσω της η Ανθούλα, μαυρόασπρες εκείνης της εποχής, μπορεί κανείς να πιστοποιήσει μια ακαταμάχητη, σχεδόν σκοτεινή, μυστηριακή γοητεία, που εκπέμπει το ανοιχτόχρωμο βλέμμα της και ταυτόχρονα μια έντονη φιλαρέσκεια που αναδύεται από τις επιτηδευμένες πόζες της.
Πάντως, στις λίγες φωτογραφίες που έχει αφήσει πίσω της η Ανθούλα, μαυρόασπρες εκείνης της εποχής, μπορεί κανείς να πιστοποιήσει μια ακαταμάχητη, σχεδόν σκοτεινή, μυστηριακή γοητεία, που εκπέμπει το ανοιχτόχρωμο βλέμμα της και ταυτόχρονα μια έντονη φιλαρέσκεια που αναδύεται από τις επιτηδευμένες πόζες της. Μια δεύτερη, βέβαια, ματιά σε αυτές τις φωτογραφίες, εκτός από την αναμφισβήτητη ομορφιά τής εικονιζόμενης, προκαλεί μια σειρά ερωτηματικών για τυχόν καλά κρυμμένες εσωτερικές πτυχώσεις, που έρχονται στο φως μέσα από την έντονη και τα μάλα ταραγμένη σχέση της με τον Γ.Θ. Βαφόπουλο, προπαντός, όμως, μέσα από το ίδιο της το έργο, όπως θα διαπιστώσουμε από την προσεκτική του ανάγνωση.
Ελάχιστα γνωρίζουμε και για την οικογενειακή της κατάσταση, εκτός από το ότι η φυματίωση θερίζει πρώτα τον αδελφό της, έπειτα τη μητέρα της, ενώ θα ακολουθήσει η αδελφή της, μέσα σε μικρό σχετικά διάστημα. Τους αλλεπάλληλους θανάτους πιστοποιούν τα θρηνητικά ποιήματα που γράφει για τα αγαπημένα της πρόσωπα. Από τα ποιήματα μπορούμε να συμπεράνουμε την ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε για τη μητέρα της και τον ισχυρό δεσμό που είχε μαζί της.
Και ο πατέρας της, με τον οποίο εντέλει και, όπως φαίνεται, αναπόφευκτα αναγκάζεται να συγκατοικήσει; «Μισότρελο», τον χαρακτηρίζει ο Βαφόπουλος, χωρίς να διευκρινίζει τι εννοεί. Η ίδια η Ανθούλα, πάντως, δεν έχει αφήσει καμιά απολύτως αναφορά για τον πατέρα της, εκτός αν θεωρήσουμε ότι κάτι σχετικό με την πατρική εξουσία υποκρύπτεται στα θεατρικά της έργα, κάτι, όμως, που αντιφάσκει με το ότι στην πραγματική της ζωή έχει τη γονική άδεια να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, με καθηγητή τον Γιάννη Κοπανά και, μάλιστα, να συμμετέχει σε παραστάσεις των σπουδαστών και σπουδαστριών της Σχολής.
Είναι γνωστό ότι το επάγγελμα της ηθοποιού δεν ήταν από τα πλέον ευυπόληπτα εκείνες τις εποχές, και όμως, όπως όλα δείχνουν, οι γονείς της Ανθούλας δεν της αρνήθηκαν το να σπουδάσει τη δραματική τέχνη και να εμφανιστεί στο θέατρο. Και δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έγινε κρυφά, αφού οι παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε και ανοιχτές στο ευρύ κοινό ήταν και τον εντόπιο Τύπο απασχόλησαν.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου [1908-1935] σφράγισε με την παρουσία της και το έργο της τη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη. Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, με έντονη και ανυπόταχτη προσωπικότητα, κατάφερε να επιβληθεί και να καταξιωθεί μέσα στο ανδροκρατούμενο και εν πολλοίς συντηρητικό περιβάλλον της πόλης. Η θυελλώδης ερωτική σχέση της με τον κορυφαίο Θεσσαλονικιό ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο φέρει τα χαρακτηριστικά ρομαντικού μυθιστορήματος και άφησε το στίγμα της και στη δική της ποίηση, αλλά, ίσως περισσότερο, σε εκείνη του Γιώργου Βαφόπουλου. Τη χαρακτήρισαν μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης, όχι αδίκως. Η ολιγόχρονη, δυστυχώς, ζωή της ξετυλίγεται μέσα σε μια Θεσσαλονίκη που, μετά το 1912, προσπαθεί να χαράξει τα δικά της πολιτιστικά χνάρια, με το θέατρό της, τους κινηματογράφους της, το νεοσύστατο Πανεπιστήμιό της, το 1926, την πρώτη Διεθνή της Έκθεση την ίδια χρονιά, το πρώτο, σε Ελλάδα και Βαλκάνια, ραδιόφωνό της, τα πολλά βιβλιοπωλεία της, τις εφημερίδες της και βέβαια την εμβληματική και πρωτοπόρα ομάδα του νεωτερικού λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, που εισάγει στη νεοελληνική λογοτεχνία τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου είναι παρούσα σε όλες αυτές τις μεσοπολεμικές πολιτιστικές και λογοτεχνικές διαδρομές της Θεσσαλονίκης. Όταν, το 1935, πεθαίνει από φυματίωση, μόλις στα 27 της χρόνια, αφήνει πίσω της, ποιήματα, διηγήματα και δύο θεατρικά έργα. Το βιβλίο αυτό θέλει να αναδείξει το πολυσχιδές έργο της, ενταγμένο στην πολιτιστική μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, δοκίμια και μελέτες για πρόσωπα και θέματα της ελληνικής λογοτεχνίας, [Γιώργος Ιωάννου, Ο στρατός στη νεοελληνική λογοτεχνία] μία συγκεντρωτική έκδοση κριτικών της για Έλληνες ποιητές και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της [2011]. Το 2004 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της Σκοτεινός Βαρδάρης, υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος [βραχεία λίστα] καθώς και για το βραβείο BALKANIKA 2006. Το 2009, το μυθιστόρημά της Πατρίδα από βαμβάκι, υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών, καθώς και των λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού Διαβάζω. Το 2013, το μυθιστόρημά της Δύο φορές αθώα, υποψήφιο για το λογοτεχνικό βραβείο του περ. Ο αναγνώστης και υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος [βραχεία λίστα]. Το 2016, το μυθιστόρημά της Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ [Βραβείο Πεζογραφίας 2016 του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα και βραχεία λίστα για το βραβείο THE ATHENS PRIΖE FOR LITERATURE]. Το 2021, το μυθιστόρημά της Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού [Πατάκης], υποψήφιο των λογοτεχνικών βραβείων του περ. Ο αναγνώστης. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στη Γερμανία, Γαλλία, Τουρκία, Βουλγαρία και Σερβία. Ως κριτικός της λογοτεχνίας έχει συνεργαστεί με μεγάλες ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και με λογοτεχνικά περιοδικά. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον τομέα πολιτισμού και βιβλίου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, καθώς και στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας έχει χρηματίσει δύο φορές Γεν. Γραμματέας και δύο φορές Αντιπρόεδρος.